Αν η περιβόητη γραφειοκρατία του Δημοσίου δεν έβαζε το χέρι της, η Ελληνική Δημοκρατία, όπως η χώρα είναι γνωστή στις κεφαλαιαγορές, θα είχε εκδώσει το 7ετές ομόλογο προς τα τέλη Ιανουαρίου, όταν οι αποδόσεις βρίσκονταν στο χαμηλότερο σημείο τους.
Θα «σήκωνε» λοιπόν 3 δισ. ευρώ με χαμηλότερο επιτόκιο από το 3,5% περίπου που πλήρωσε κάπου δύο εβδομάδες αργότερα, αφήνοντας άσχημη γεύση στους αγοραστές καθώς εκμεταλλεύθηκε το μικρό παράθυρο ευκαιρίας που δημιουργήθηκε τις ημέρες του ξεπουλήματος.
Αν το είχε κάνει το τελευταίο δεκαήμερο του Ιανουαρίου, κανείς δεν θα μπορούσε να παραπονεθεί για την τιμολόγηση του 7ετούς ομολόγου, με δεδομένες τις συνθήκες που επικρατούσαν στις διεθνείς αγορές.
Κάπου 10-15 μέρες αργότερα, το τοπίο ήταν τελείως διαφορετικό.
Οι επενδυτικές τράπεζες που δεν πήραν τη δουλειά διέρρεαν φήμες και τα funds που βρέθηκαν να χάνουν με το καλημέρα δυστροπούσαν γιατί η Ελλάδα δεν τους έδωσε κάτι παραπάνω σε απόδοση.
Αν και τα ομόλογα των άλλων χωρών της Ευρωπεριφέρειας έχουν επανέλθει στα επίπεδα που βρίσκονταν γύρω στις 25 Ιανουαρίου, π.χ. η απόδοση του 10ετούς πορτογαλικού βρίσκεται στο 1,633% έναντι 1,68% τότε, τα ελληνικά ομόλογα τα έχουν πάει χειρότερα.
Κι αυτό παρότι οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, δηλαδή η Fitch και η Moody’s, αναβάθμισαν την πιστοληπτική διαβάθμιση της Ελληνικής Δημοκρατίας από τα μέσα Φεβρουαρίου και δώθε.
Η πορεία των ελληνικών ομολόγων απέδειξε επίσης ότι οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης έρχονται με καθυστέρηση να επιβεβαιώσουν τις αγορές.
Παρ’ όλα αυτά έχει ίσως σημασία να γνωρίζει κανείς πώς εξηγούν την υποαπόδοση των ελληνικών ομολόγων το τελευταίο δίμηνο.
Ο πρώτος ύποπτος για τις φτωχές επιδόσεις των ελληνικών χρεογράφων είναι το πολιτικό ρίσκο.
Η χώρα θα έχει εθνικές εκλογές, ευρωβουλευτικές και προεδρικές εκλογές, το πρώτο τρίμηνο του 2020, που μπορούν να προκαλέσουν εκ νέου εκλογές, οπότε είναι εύλογο να πάει εκεί ο νους κάποιου.
Όμως, οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις των οίκων αξιολόγησης δεν θεωρούν υπεύθυνο το πολιτικό ρίσκο για την πορεία των ελληνικών χρεογράφων.
Να θυμίσουμε ότι το 10ετές ομόλογο προσφέρει απόδοση 4,35% περίπου σήμερα από 3,67% στα τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου και έχοντας ακουμπήσει το 4,5% στο αποκορύφωμα των πωλήσεων.
Το 5ετές ομόλογο προσφέρει απόδοση 3,48% έναντι 2,66% στις 25 Ιανουαρίου.
Αντίθετα, αποδίδουν την υποαπόδοση των ελληνικών ομολόγων στην έλλειψη επαρκούς ορατότητας στο μέτωπο της υλοποίησης των προαπαιτούμενων της 4ης αξιολόγησης, τα αποτελέσματα των stress tests των τραπεζών, τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και κατόπιν το απόθεμα ρευστότητας ή την προληπτική γραμμή.
Φυσικά, υπάρχουν κι άλλα ζητήματα, π.χ. τεχνικά όπως το βάθος της ελληνικής αγοράς ομολόγων ή μη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (QE) της ΕΚΤ.
Όμως, οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις θεωρούν την έλλειψη ορατότητας ως την κυριότερη αιτία της υστέρησης των ελληνικών ομολόγων.
Αν όλα πάνε καλά και έχουν δίκιο, θα πρέπει να περιμένουμε νέο ράλι στα ελληνικά ομόλογα και αρκετά χαμηλότερες αποδόσεις σε συνάρτηση με τη γενικότερη τάση στις αγορές.
Όμως, αυτό μέλλει αποδειχθεί στην πράξη. Προς το παρόν κρατάμε την άποψη των οίκων αξιολόγησης.
Αλλωστε, αυτό που έχει σημασία είναι το επίπεδο των αποδόσεων και η διατηρησιμότητά τους, αν είναι χαμηλά, για να υποβοηθηθεί η αποκλιμάκωση του χρέους προς το ΑΕΠ σε βάθος χρόνου.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.