Για τις ελληνικές κυβερνήσεις, η αύξηση των φορολογικών εσόδων ήταν πάντοτε η πρώτη επιλογή έναντι της μείωσης των κρατικών δαπανών.
Πιθανόν γιατί πίστευαν ότι μ' αυτό τον τρόπο θα ελαχιστοποιούσαν το πολιτικό κόστος καθώς οι φόροι επιμερίζονται συνήθως σε περισσότερους.
Αντίθετα, οι περικοπές δαπανών επικεντρώνονται συνήθως σε συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, δηλαδή λιγότερους, που τις αισθάνονται περισσότερο και αντιδρούν πιο δυναμικά.
Ισως οι κυβερνητικές επιλογές αντανακλούν το γεγονός ότι η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος στην Ελλάδα εμφανίζεται να ανήκει στην κεντροαριστερά.
Επομένως, υποστηρίζει πιο σθεναρά τον ρόλο του κράτους στην οικονομία και επομένως είναι πιο ευμενώς διακείμενη στους φόρους από τις περικοπές δαπανών.
Όλα αυτά δεν ήταν ορατά όσο το κράτος μπορούσε να δανείζεται φθηνά για να χρηματοδοτεί τις επιπλέον κρατικές δαπάνες που κάλυπταν κάποιες κοινωνικές ανάγκες από την μια πλευρά και αγόραζαν ψήφους από την άλλη, συντηρώντας αυτό που αποκαλείται πελατειακό κράτος.
Δεν εκπλήσσει λοιπόν που η σημερινή κυβέρνηση προσπαθεί να κλείσει το δημοσιονομικό κενό της περιόδου 2016-2018 με μοχλό τις αυξήσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Κι αυτό σε μια χώρα που είδε τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης να ανεβαίνουν στο 46,9% του ΑΕΠ το 2015, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της ΕΕ-28 που βρίσκεται στο 44,9%, μετά από ένα σερί ετών.
Μάλιστα, η πρόβλεψη της Κομισιόν θέλει τα έσοδα να αυξάνονται περαιτέρω το 2106 και να φθάνουν το 47,4% του ΑΕΠ.
Τα στοιχεία της Κομισιόν δείχνουν επίσης ότι τα ελληνικά έσοδα ανέρχονταν στο 38,9% του ΑΕΠ το 2009 και της ΕΕ στο 43,6%.
Πρόκειται για μια μεγάλη μεταφορά πόρων από ιδιώτες και επιχειρήσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που συνοδεύθηκε από τη βαθιά, παρατεταμένη ύφεση της ελληνικής οικονομίας την ίδια περίοδο.
Tην ίδια περίοδο, οι πρωτογενείς δαπάνες της γενικής κυβέρνησης που δεν περιλαμβάνουν τις πληρωμές τόκων ανήλθαν στο 49,1% του ΑΕΠ το 2015, έναντι 45,2% στην ΕΕ και 46,3% στην Ευρωζώνη.
Οι ελληνικές πρωτογενείς δαπάνες βρίσκονταν στο 49% το 2009 και στο 42,6% του ΑΕΠ το 2007, την τελευταία χρονιά πριν την ύφεση.
Η μεγάλη αύξησή τους το διάστημα 2007-2009 δεν εμπόδισε την ελληνική οικονομία να συρρικνωθεί.
Αποδείχθηκε λοιπόν ότι η αύξηση των δαπανών του προϋπολογισμού σε μια υπερχρεωμένη οικονομία δεν είναι λύση.
Με αφορμή τις τωρινές διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς, πολλοί αναρωτιούνται από πού μπορεί να προέλθουν οι περικοπές δαπανών, για να αποφευχθούν οι αυξήσεις των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών.
Προσθέτουν μάλιστα ότι οι δαπάνες είναι ανελαστικές, υπό την έννοια ότι το μεγαλύτερο μέρος τους κατευθύνεται για την πληρωμή μισθών και συντάξεων.
Δεν μπορούμε να το αποδείξουμε.
Όμως, άνθρωποι που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα εκτιμούν ότι θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, αν γινόταν αυστηρός έλεγχος καθενός κωδικού ξεχωριστά στο Γενικό Λογιστήριο και υπήρχε η πολιτική βούληση.
Επωδός; «Υπάρχει πολύ λίπος».
Ακόμη κι εμείς μπορούμε να φέρουμε στο νου μας κάτι άλλο πρόχειρα.
Τις επιδοτήσεις 1 δισ. ευρώ και πλέον ετησίως που πληρώνει ο προϋπολογισμός στα ταμεία των συνταξιούχων της ΔΕΗ και του ΟΤΕ.
Δεν θα μπορούσε να βρεθεί ένας τρόπος ώστε να εξοικονομηθούν τα 500 εκατ. ευρώ από εκεί και να κλείσει το θέμα της μείωσης των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 1% του ΑΕΠ ή 1,8 δισ. ευρώ;
Θα σταματήσουμε εδώ, υπενθυμίζοντας το αγγλικό ρητό: Where there is a will, there is a way.
Στη χώρα μας δεν φαίνεται να υπάρχει η επιθυμία για περικοπές, αντί για αυξήσεις των εσόδων.
Είτε αυτό οφείλεται σε ιδεολογικούς λόγους, είτε σε άλλους, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Dr. Money
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.