Είναι γνωστό ότι οι τράπεζες κατεβάζουν ρολά από έλλειψη ρευστότητας και όχι από έλλειψη κεφαλαίων.Μια τράπεζα μπορεί να έχει χαμηλό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας και να συνεχίσει να λειτουργεί για πολύ καιρό.
Μπορεί επίσης να λειτουργεί με αρνητικά ίδια κεφάλαια, αν έχει την έγκριση της κεντρικής τράπεζας, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν στην Ελλάδα.
Όμως, δεν θα μπορέσει να συνεχίσει να λειτουργεί, αν δεν μπορεί να ικανοποιεί τα αιτήματα των καταθετών της.
Οι ελληνικές τράπεζες μπόρεσαν να ανταποκριθούν σ' αυτά τα αιτήματα τόσο πριν την επιβολή των capital controls, όσο και μετά, χάρη στη συνδρομή του ευρωσυστήματος.
Στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου, οι ελληνικές τράπεζες είχαν δανειστεί συνολικά 113,4 δισ. ευρώ από το ευρωσύστημα για να καλύψουν τις ανάγκες τους, εκ των οποίων 77,65 δισ. από τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας (ELA).
Ένα χρόνο πριν, τον Δεκέμβριο του 2014, το ευρωσύστημα είχε δανείσει στα εγχώρια τραπεζικά συστήματα 56 δισ. ευρώ περίπου.
Ο διπλασιασμός αποκαλύπτει τη μεγάλη αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών τους, λόγω κυρίως της μείωσης των καταθέσεων.
Τον Δεκέμβριο του 2015, το υπόλοιπο χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα ανερχόταν σε 204,3 δισ. ευρώ, ενώ οι συνολικές καταθέσεις των κατοίκων εσωτερικού, οι οποίες περιλαμβάνουν τις καταθέσεις της γενικής κυβέρνησης, ανέρχονταν σε 133,8 δισ. ευρώ.
Περίπου 123,4 δισ. ευρώ αφορούσαν στις καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Οι τελευταίες θα ήταν μεν πάνω αλλά πιο κοντά στα 121 δισ. ευρώ του Νοεμβρίου 2015, αν δεν έμπαιναν κοινοτικά χρήματα και μια μεγάλη τράπεζα δεν σύστηνε σε πελάτες της να ρευστοποιήσουν μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων σε ξένη χώρα.
Το μεγάλο χάσμα χρηματοδότησης και καταθέσεων δείχνει ότι το εγχώριο τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζει διαρθρωτικό έλλειμμα ρευστότητας.
Είναι μια σημαντική τροχοπέδη στην αύξηση της πιστωτικής επέκτασης, για να υποστηριχθεί η υγιής οικονομική μεγέθυνση.
Η ΕΚΤ, που καλύπτει το κενό, πιέζει ευσχήμως να μειωθεί η εξάρτηση του τραπεζικού συστήματος από το ευρωσύστημα. Είναι κάτι που μοιραία ευνοεί την παροχή λιγότερων δανείων.
Η συγκεκριμένη πίεση της ΕΚΤ θα συνεχίσει να υπάρχει γιατί πολύ απλά θέλουν τα λεφτά τους πίσω, για να χρησιμοποιήσουμε μια γνωστή έκφραση.
Επομένως, η αύξηση των καταθέσεων θα έπρεπε να είναι μονόδρομος. Όμως, τα εμπόδια είναι μεγάλα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι καταθέσεις του Νοεμβρίου του 2015 ήταν στα ίδια περίπου επίπεδα με εκείνες του Ιουλίου, παρά τα capital controls και τη μείωση της πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας ενδιάμεσα.
Οπως τονίσαμε νωρίτερα, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν οι τεχνικοί λόγοι που οδήγησαν στην αύξηση των καταθέσεων κατά 2,5 δισ. ευρώ περίπου τον περασμένο Δεκέμβριο.
Σύμφωνα με γνώστες της κατάστασης, η πραγματική αύξηση εκτιμάται κοντά στα 200 εκατ. ευρώ.
Ακόμη κι αν πάμε πιο πίσω, θα διαπιστώσουμε ότι η βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων δεν οδήγησε σε αύξηση των καταθέσεων.
Πιο συγκεκριμένα, οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων ανέρχονταν σε 161,5 δισ. τον Δεκέμβριο του 2012 και αυξήθηκαν στα 163,3 δισ. ευρώ τον τελευταίο μήνα του 2013.
Αντίθετα, υποχώρησαν στα 160,3 δισ. τον Δεκέμβριο του 2014.
Η εικόνα είναι ανησυχητική και πηγαίνει κόντρα στην άποψη που θέλει το 70% περίπου των καταθέσεων που αποσύρθηκαν, να επιστρέφουν μετά από λίγα χρόνια.
Πιθανόν, οι λόγοι δεν σχετίζονται μόνο με το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον αλλά και με άλλους, π.χ. υποψιαζόμαστε την άρση του απορρήτου των καταθέσεων, τα capital controls, που έχουν κοινό παρονομαστή την έλλειψη εμπιστοσύνης.
Αν η εξήγηση είναι σωστή, τότε θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος και προσπάθεια για να μπορέσει το σύστημα να ισορροπήσει, λαμβάνοντας κάποια βοήθεια από τις καταθέσεις.
Εξυπακούεται ότι τυχόν εκφοβισμοί μπορεί να γίνουν μπούμερανγκ μεσοπρόθεσμα σ' αυτό το σκηνικό.
Dr. Money
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.