Από την αρχή της ελληνική κρίσης μέχρι σήμερα, οι κατέχοντες την εξουσία σε διάφορα επίπεδα και χώρους χαρακτηρίζονται από κάτι κοινό.
Την αναβλητικότητα, όταν έρχεται η ώρα να πάρουν σημαντικές αποφάσεις και αισθάνονται ότι τους παίρνει.
Είναι αυτό που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν «κλώτσα το τενεκεδάκι πιο κάτω».
Η αναβλητικότητα στη λήψη των αποφάσεων έχει κάποια λογική.
Επειδή οι αποφάσεις είναι δύσκολες και έχουν κάποιο κόστος, π.χ. πολιτικό, οι ιθύνοντες προσπαθούν να τις αναβάλλουν, ελπίζοντας ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί και δεν θα χρειαστεί να τις πάρουν στο τέλος.
Όμως, αυτές οι ελπίδες έχουν διαψευσθεί τα τελευταία χρόνια.
Η ελληνική οικονομία, με εξαίρεση ένα διάστημα το 2014, συρρικνώνεται συνεχώς, σε επίπεδα που την κάνουν να μοιάζει με εκείνη της μεγάλης ύφεσης στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930.
Το αποτέλεσμα είναι να χάνεται χρόνος, η κατάσταση να επιδεινώνεται και οι αποφάσεις να είναι ίδιες ή χειρότερες με την αρχική.
Πολλά έχουν γραφτεί σχετικά με τα μέτρα του μνημονίου, αμφισβητώντας την ορθότητα και την αποτελεσματικότητα πολλών εξ αυτών.
Παρ' όλα αυτά έχει αποδειχθεί σε άλλες χώρες ότι η έξοδος από τα μνημόνια επιτυγχάνεται ευκολότερα και γρηγορότερα μέσω της εφαρμογής τους.
Οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μέτρων και μεταρρυθμίσεων που προβλέπουν τα μνημόνια για πολιτικούς λόγους έφεραν απλά κι άλλο ένα μνημόνιο.
Παρόμοια φαινόμενα αναβολής δύσκολων αποφάσεων υπάρχουν σε κλάδους της οικονομίας, π.χ. ο τραπεζικός.
Ο τραπεζικός κλάδος είναι κυκλικός, όπως λέμε, δηλαδή οι επιδόσεις του εξαρτώνται από την πορεία της οικονομίας.
Είναι άλλωστε γνωστή η σχέση μεταξύ του ποσοστού ανεργίας και του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Υπό αυτή την έννοια, η χειροτέρευση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν αποτελεί έκπληξη.
Όλα αυτά τα χρόνια οι διοικήσεις των τραπεζών βρέθηκαν επίσης αντιμέτωπες με δύσκολες αποφάσεις.
Σε κάποιες περιπτώσεις διευκολύνθηκαν από τις αποφάσεις των ελληνικών και ευρωπαϊκών αρχών να επιτρέψουν π.χ. γενναιόδωρα προγράμματα εθελουσίας εξόδου, που οι υπόλοιποι χρηματοδότες-φορολογούμενοι δεν θα μπορούσαν να ονειρευτούν στις δουλειές τους.
Οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων ήταν μια άλλη περίπτωση που χρειάζονταν δύσκολες αποφάσεις.
Η περίπτωση της Finansbank στη Τουρκία ήταν χαρακτηριστική.
Οι διοικήσεις της Εθνικής είχαν την επιλογή να την πουλήσουν τα προηγούμενα χρόνια, για να ενισχύσουν την κεφαλαιακή επάρκεια και τη ρευστότητα της τράπεζας.
Όμως, δεν το έπραξαν γιατί συνήθως περίμεναν ότι θα ανέβει η αποτίμησή της στο μέλλον, για να πουλήσουν ακριβότερα.
Όμως, συνέβη ακριβώς το αντίθετο.
Το αποτέλεσμα ήταν να φθάσει ο κόμπος στο χτένι και να αναγκασθούν οι της Εθνικής από την DG Comp να πουλήσουν την τουρκική θυγατρική σε χαμηλότερη τιμή απ' ό,τι θα μπορούσε ένα ή δύο χρόνια πριν.
Δεν είναι τυχαίο ότι επενδυτής από το Κατάρ φέρεται να πρόσφερε κάπου 5 δισ. ευρώ για την απόκτηση της Finansbank στις αρχές του 2014.
Όμως, ακόμη κι αν το τίμημα ήταν ίδιο με το σημερινό, θα ήταν σίγουρα καλύτερα για την Εθνική και τους μετόχους της να κλείσει το ντιλ πριν κάνα δίμηνο.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η τράπεζα θα χρειαζόταν να σηκώσει λιγότερα λεφτά από την αγορά και οι μέτοχοι με τους ομολογιούχους της Εθνικής δεν θα υπόκειτνο σε τόσο μεγάλες απώλειες.
Είναι ανθρώπινο να ελπίζει κανείς σε καλύτερες μέρες.
Όμως, η ιστορία των τελευταίων ετών δείχνει ότι η αναβλητικότητα στη λήψη σημαντικών αποφάσεων δεν ωφέλησε ούτε το κράτος, ούτε τις τράπεζες, ούτε τις άλλες επιχειρήσεις.
Dr. Money
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.