Δικαστήριο της Δανίας έκρινε ένοχους δύο κατηγορούμενους για συμμετοχή σε σχέδιο χρήσης της μονάδας της Danske Bank στην Εσθονία για ξέπλυμα έως και 29 δισ. κορoνών (3,9 δισ. ευρώ), σε μια από τις μεγαλύτερες απάτες βρόμικου χρήματος στην Ευρώπη.
Το δικαστήριο της Κοπεγχάγης καταδίκασε μια γυναίκα σε εννέα χρόνια φυλάκιση και έναν άνδρα σε επτά χρόνια, σύμφωνα με απόφαση που δημοσιεύτηκε σήμερα και συνδέεται με ετυμηγορία του 2022, όταν Λιθουανός υπήκοος καταδικάστηκε σε κάθειρξη οκτώ ετών.
Η γυναίκα διαχειριζόταν 40 εταιρείες εκτός Κοπεγχάγης, οι οποίες είχαν όλες λογαριασμούς στην Εσθονία και ανήκαν σε αλλοδαπούς. Ο άνδρας ενήργησε ως εικονικός διευθυντής στις περισσότερες εταιρείες. Το δικαστήριο είπε ότι οι δυο τους γνώριζαν πως οι συναλλαγές στις εταιρείες που πραγματοποιήθηκαν από το 2008 έως το 2016 αφορούσαν ξέπλυμα.
«Δεν αποδείχθηκε ούτε επιχειρήθηκε να αποδειχθεί ότι τα ποσά που έλαβαν και μετέφεραν οι εταιρείες προέρχονταν από ποινικές υποθέσεις», ανέφερε η δικαστική απόφαση. «Αλλά, με βάση τις πληροφορίες για τις εταιρείες και τις συναλλαγές στους λογαριασμούς τους, το δικαστήριο υπέθεσε ότι οι συναλλαγές είχαν χαρακτηριστικά ξεπλύματος βρώμικου χρήματος».
Η μεγαλύτερη τράπεζα της Δανίας ήλθε στα τέλη του 2022 σε διακανονισμό 2 δισ. δολαρίων με τις αρχές των ΗΠΑ και της Δανίας, αφού αποκαλύφθηκε ότι μεγάλο μέρος συναλλαγών ύψους 200 δισ. ευρώ μέσω του εσθονικού υποκαταστήματός της ήταν ύποπτα.