To Διεθνές Νομισματικό Ταμείο απηύθυνε έκκληση στις πλούσιες χώρες να αυξήσουν τις δημόσιες επενδύσεις για να δώσουν ώθηση στην ανάκαμψη των οικονομιών τους από το σοκ της πανδημίας.
Σε έκθεση που δημοσίευσε τη Δευτέρα, το Ταμείο υποστηρίζει ότι οι ανεπτυγμένες οικονομίες δεν πρέπει να ανησυχούν για το χρέος αλλά να εκμεταλλευτούν το ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού για να πραγματοποιήσουν δαπάνες σε υποδομές.
Παράλληλα, πρέπει να ετοιμάσουν σχέδια για νέες κεφαλαιακές δαπάνες στις ψηφιακές υποδομές και στην πράσινη τεχνολογία.
Όπως επισημαίνουν οι Financial Times, οι συστάσεις αυτές συνιστούν μια πλήρη μεταστροφή σε σχέση με τις συνήθεις ανησυχίες του Ταμείου για τα δημόσια οικονομικά των πλούσιων κρατών.
Σε δηλώσεις που έκανε στους Financial Times, ο Πάολο Μάουρο, αναπληρωτής διοικητής του ΔΝΤ για τις δημοσιονομικές πολιτικές, υποστήριξε ότι η αβεβαιότητα που επικρατεί στην παγκόσμια οικονομία ενισχύει το επιχείρημα για αύξηση των δημόσιων επενδύσεων.
«Ο αντίκτυπος από τις δημόσιες επενδύσεις είναι μεγαλύτερος γιατί οι επενδύσεις των ιδιωτικών εταιρειών είναι πολύ χαμηλές» τόνισε.
Το ΔΝΤ υπολογίζει ότι στις τρέχουσες συνθήκες η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ ενδέχεται να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 2% μετά από δύο χρόνια. Πρόκειται για μεγαλύτερη απόδοση από αυτή που υπολόγιζε αρχικά.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει περιθώριο να δημιουργηθούν 2 με 3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλα 2 εκατομμύρια στις ΗΠΑ, σημειώνει το ΔΝΤ.
To Ταμείο διευκρινίζει ότι δεν τάσσεται υπέρ της αύξησης των δαπανών απλά και μόνο για την αύξηση της συνολικής ζήτησης. «Σε καμία περίπτωση δεν λέμε ότι πρέπει να βάλουμε εργάτες να ανοίξουν τρύπες στους δρόμους» σημείωσε ο κ. Μάουρο αναφερόμενος στο γνωστό παράδειγμα του Κέυνς.
«Οι επενδύσεις προσφέρουν υποδομές σε μια χώρα και δεν είναι σπατάλη χρημάτων. Αυτή τη στιγμή, δεν είμαστε στο σημείο όπου προσπαθούμε να αυξήσουμε τη συνολική ζήτηση» πρόσθεσε.
Ο ίδιος σημείωσε ότι η αποτελεσματικότητα των δημόσιων επενδύσεων θα είναι μικρότερη αν καταγραφεί απότομη αύξηση των δαπανών, ιδίως σε νέα επενδυτικά προϊόντα αντί για βελτίωση υφιστάμενων υποδομών όπως δρόμους ή αεροδρόμια.