Το δικαστήριο έκρινε τη Δευτέρα ένοχη για αμέλεια τη γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, αλλά δεν της επέβαλε ποινή.
Όπως μεταδίδει το Reuters, το δικαστήριο ανακοίνωσε πως η κα Λαγκάρντ επέδειξε αμέλεια γιατί δεν προσπάθησε να ανατρέψει την απόφαση για την υπόθεση του επιχειρηματία Μπερνάρ Ταπί.
Ο δικηγόρος της πρώην υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας ανέφερε πως η πελάτισσά του θα επιδιώξει να ασκήσει έφεση στην απόφαση. Ο ίδιος τόνισε πως η ετυμηγορία του δικαστηρίου δεν θα γραφτεί στο ποινικό της μητρώο και χαρακτήρισε την απόφαση ως «μισή νίκη».
Η απόφαση δημιουργεί κίνδυνο να προκληθεί νέα κρίση ηγεσίας στο ΔΝΤ, μετά την παραίτηση του Ντομινίκ Στρος Καν το 2011.
«Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει ήδη συναντηθεί κατά το παρελθόν για να εξετάσει τις εξελίξεις σχετικά με τις νομικές διαδικασίες στη Γαλλία. Αναμένεται ότι το Συμβούλιο θα συναντηθεί ξανά σύντομα, για να εξετάσει τις πιο πρόσφατες εξελίξεις», ανακοίνωσε ο εκπρόσωπος του Ταμείου, Τζέρι Ράις.
Σύμφωνα με τους Financial Times, η απόφαση του γαλλικού δικαστηρίου μπορεί να μην οδηγήσει στην παραίτηση της κα. Λαγκάρντ από την κορυφή του Ταμείου. Το Συμβούλιο έχει προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο καταδίκης της, ενώ άνθρωποι κοντά σε μεγάλους μετόχους του Ταμείο λένε πως αν δεν υπάρξει ποινή φυλάκισης και με την στήριξη της γαλλικής κυβέρνησης, η κα Λακγάρντ πιθανότατα θα κρατήσει τη θέση της.
H γαλλική κυβέρνηση πάντως, σε ανακοίνωση λίγο μετά την απόφαση του δικαστηρίου, εξέφρασε την εμπιστοσύνη της στην κα. Λαγκάρντ.
Την Πέμπτη, ο εισαγγελέας είχε δηλώσει ότι το δικαστήριο δεν άκουσε πειστικά επιχειρήματα που να στηρίζουν τις «πολύ αδύναμες» κατηγορίες κατά της γενικής διευθύντριας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η Λαγκάρντ κατηγορούνταν για αμέλεια που οδήγησε σε κατάχρηση δημόσιου χρήματος, όταν ενέκρινε, ως υπουργός Οικονομικών, έναν σπάνιο εξωδικαστικό διακανονισμό με τον μεγιστάνα Μπερνάρ Ταπί έπειτα από πολύχρονη διαμάχη.
Η Λαγκάρντ αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο να της επιβληθεί ποινή φυλάκισης ενός έτους και πρόστιμο 15.000 ευρώ.
Η υπόθεση εκδικάστηκε από ειδικό δικαστήριο που εξετάζει υποθέσεις πρώην ή εν ενεργεία υπουργών.
Το δικαστήριο αποτελείται από 15 δικαστές, στους οποίους περιλαμβάνονται και 12 νομοθέτες και από τα δύο σώματα του Κοινοβουλίου.