Σαρωτικές πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις για τη Βρετανία όσο και την Ευρώπη συνεπάγεται, πιθανότατα, η ψήφος υπέρ του Brexit.
Ο αντίκτυπος της ψήφου αντηχεί σε όλο τον κόσμο όπως φαίνεται και από την αντίδραση των αγορών. «Ο σεισμός του Brexit έγινε, θα χρειαστεί χρόνια για να εκκαθαριστούν στα συντρίμμια», είναι ο χαρακτηριστικός τίτλος του πρωτοσέλιδου άρθρου του πολιτικού αναλυτή Ράφαελ Μπερ της εφημερίδας The Guardian.
Τα επόμενα βήματα ωστόσο δεν είναι ξεκάθαρα καθώς η πολιτική ηγεσία της Μεγάλης Βρετανίας θα κληθεί να πάρει κρίσιμες αποφάσεις.
Σύμφωνα με το Άρθρο 50 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα μέλη που θέλουν να αποχωρήσουν από το ευρωπαϊκό μπλοκ πρέπει πρώτα να διαπραγματευτούν τους όρους της εξόδου τους και να αναπτύξουν ένα πλαίσιο για τη μελλοντική τους σχέση με την Ευρώπη.
Αυτή η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει έως και δύο χρόνια, αν και το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορέσει να ελέγξει το πότε θα ξεκινήσει αυτή η περίοδος, επιλέγοντας πότε να ενημερώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση για τις προθέσεις του.
Βεβαίως, όπως αναλύει το Stratfor, το Άρθρο 50 είναι μια σχετικά πρόσφατη τροποποίηση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, καθώς τέθηκε σε ισχύ μόλις τον Δεκέμβριο του 2009. Καθώς κανένας δεν το έχει επικαλεστεί μέχρι τώρα, είναι ασαφές το πόσο λεπτομερής θα πρέπει να είναι μια συμφωνία αποχώρησης, προκειμένου να γίνει αποδεκτή.
Μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για την έξοδο, η Βρετανία θα συνεχίσει να θεωρείται πλήρες μέλος της ΕΕ, που θα δεσμεύεται από τους κανόνες και τις Συνθήκες της ΕΕ. Αυτό σημαίνει πως θα συνεχίσει να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 2018.
Θεωρητικά, η Βρετανία θα είχε την επιλογή να φύγει μονομερώς από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως αν το έκανε αυτό, οι μελλοντικές συζητήσεις μεταξύ του Λονδίνου και των Βρυξελλών θα γίνονταν πολύ πιο δύσκολες.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Βρετανία θα ήθελε μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την ΕΕ -το μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ του κόσμου-, έχοντας απαρνηθεί τη συμμετοχή της στην ΕΕ, το Λονδίνο είναι απίθανο ότι θα κλιμάκωνε περαιτέρω τις εντάσεις με τις Βρυξέλλες, αν μπορεί να το αποφύγει.
Όταν οριστικοποιηθεί η έξοδος της Βρετανίας, η βρετανική κυβέρνηση θα πρέπει να διευθετήσει τρία μεγάλα ζητήματα. Το μεγαλύτερο είναι το εμπόριο. Το Λονδίνο πρέπει να διαπραγματευτεί νέες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με το μπλοκ και με τις χώρες εκτός ΕΕ με τις οποίες διαπραγματεύεται μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση την ιστορική εμπειρία, τέτοιες συμφωνίες μπορεί να χρειαστούν ως και μια δεκαετία για να ολοκληρωθούν.
Η νομοθεσία θα ήταν επίσης ένα σημαντικό πρόβλημα που θα πρέπει να επιλυθεί. Όταν δεν ισχύουν πλέον οι κανόνες της ΕΕ, τότε το Βρετανικό Κοινοβούλιο θα πρέπει να επαναφέρει, να τροποποιήσει ή να καταργήσει τους ισχύοντες νόμους.
Το άλλο ζήτημα που θα ερχόταν στο προσκήνιο θα ήταν η μετανάστευση. Μετά την αποχώρηση από την ΕΕ, το Λονδίνο θα πρέπει να αποφασίσει το status των Ευρωπαίων πολιτών που εργάζονται στη Βρετανία, όπως οι Βρυξέλλες θα πρέπει να καθορίσουν το status των Βρετανών εργαζομένων που διαμένουν σε όλη την Ευρώπη.
Και ενώ είναι πιθανό να ξεσπάσει πολιτική κρίση (ήδη ο Φάρατζ έσπευσε να ζητήσει την παραίτηση του Ντ. Κάμερον παρά τη στήριξη που είχε ο τελευταίος από 84 βουλευτές του, το Λονδίνο ίσως κληθεί να αντιμετωπίσει νέες απαιτήσεις για ανεξαρτησία από τη Σκωτία.
Τα τρία μοντέλα
Όπως γράφει το Stratfor, αν και πολλά από τα φυσικά πλεονεκτήματα της Βρετανίας -οι «χαλαρές» ρυθμίσεις, το φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον, οι ισχυρές κεφαλαιαγορές και η χρήση της αγγλικής γλώσσας για παράδειγμα- δεν θα επηρεαστούν από ένα Brexit, ωστόσο πολλές από τις επιπτώσεις της ψήφου θα εξαρτηθούν από το είδος της σχέσης που θα «χτίσει» η Βρετανία με την Ευρώπη αφού φύγει. Οι σχέσεις αυτές θα μπορούσαν να ακολουθήσουν ένα από τα κάτωθι τρία μοντέλα:
Το νορβηγικό μοντέλο: Η Βρετανία θα μπορούσε να συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Περιοχή υπό όρους παρόμοιους με αυτούς της Νορβηγίας. Αν και η Νορβηγία δεν είναι μέλος της ΕΕ, συμμετέχει σε πολλές από τις δομές του μπλοκ. Αυτή η επιλογή θα διατηρούσε την πρόσβαση της Βρετανίας στην κοινή αγορά της ΕΕ, όμως θα απαιτούσε επίσης το Λονδίνο να υιοθετήσει ευρωπαϊκούς κανόνες και να συνεισφέρει στον προϋπολογισμό του μπλοκ, χωρίς να έχει λόγο στη λήψη αποφάσεων. Με απλά λόγια, η Βρετανία θα αναγκαζόταν να ακολουθήσει κανόνες που δεν θα όριζε, σενάριο που είναι μάλλον απίθανο.
Το ελβετικό μοντέλο: Εναλλακτικά, η Βρετανία θα μπορούσε να ακολουθήσει το παράδειγμα της Ελβετίας, διαπραγματευόμενη σειρά διμερών συμφωνιών με την Ευρωπαϊκή Ένωση που θα όριζαν την πρόσβασή της στην κοινή αγορά της Ευρώπης σε ορισμένους τομείς. Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής, η Βρετανία θα πρέπει να τηρήσει τους κανονισμούς της ΕΕ μόνο στους τομείς που καλύπτουν οι συμφωνίες. Όμως οι συμφωνίες της Ελβετίας, που είναι περισσότερες από εκατό, χρειάστηκαν χρόνια σκληρών διαπραγματεύσεων με το μπλοκ για να δημιουργηθούν. Ετσι, αν και είναι πιο πιθανό αποτέλεσμα απ' ό,τι το νορβηγικό μοντέλο, εξακολουθεί να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα για τη Βρετανία.
Το μοντέλο της Νότιας Κορέας: Η τελική επιλογή της Βρετανίας θα ήταν να υπογράψει μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως έκανε η Νότια Κορέα το 2009. Το Λονδίνο και οι Βρυξέλλες θα διαπραγματεύονταν το εύρος και το βάθος μιας τέτοιας συμφωνίας, και είναι πιθανό το μπλοκ να προσπαθήσει να περιορίσει την πρόσβαση της Βρετανίας σε συγκεκριμένους τομείς, όπως οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να είναι χρονοβόρες: στην περίπτωση της Νότιας Κορέας χρειάστηκαν σχεδόν μια δεκαετία. Τα μέλη του βρετανικού «στρατοπέδου» που τάσσονται υπέρ της αποχώρησης έχουν πει τις τελευταίες εβδομάδες πως το μοντέλο της Νότιας Κορέας θα ήταν ο προτιμώμενος δρόμος τους στην περίπτωση Brexit.
Ανατροπές στην Ευρώπη
Γερμανία και Γαλλία, οι μεγαλύτερες δυνάμεις της Ευρώπης, αναμένεται να αδράξουν την ευκαιρία να προωθήσουν τη συνεργασία, καταρτίζοντας προτάσεις για εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε «μη αμφιλεγόμενα» θέματα όπου ήδη υπάρχει συναίνεση, όπως η ασφάλεια και η άμυνα.
Ωστόσο αμφότερες έχουν να αντιμετωπίσουν εκλογές το 2017 αλλά και διαφορετικές απόψεις για την επόμενη ημέρα της Ευρώπης. Παράλληλα, χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης γίνονται όλο και πιο επιφυλακτικές ως προς αποφάσεις που θα ενίσχυαν την εποπτεία των Βρυξελλών επί των κρατών-μελών της ΕΕ.
Η σημαντικότερη ίσως επίπτωση του Brexit μακροπρόθεσμα αφορά στην ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη. Χωρίς τη Βρετανία, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχανε ένα φιλελεύθερο μέλος που είναι φιλικό προς τις αγορές, δίνοντας σε παρεμβατικές χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία το «πάνω χέρι» στο μπλοκ.
Η Γερμανία ιστορικά βλέπει τη Βρετανία ως αντίβαρο στη Γαλλία εντός της ΕΕ, και χωρίς την ψήφο της στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Γερμανία, η Ολλανδία και οι Σκανδιναβικές χώρες θα έχαναν έναν βασικό υποστηρικτή στις διαπραγματεύσεις με τα μεσογειακά κράτη της Ευρώπης.