Εν μέσω του άγριου debate για το Brexit, ελάχιστα έχει αναλυθεί η φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο αν οι ψηφοφόροι πρόκειται να πάρουν μια απόφαση για την παραμονή ή την αποχώρησή τους από το μπλοκ στις 23 Ιουνίου, είναι ζωτικής σημασίας να κατανοήσουν το που θα παραμείνουν ή από πού θα φύγουν, επισημαίνει δημοσίευμα του Independent.
Ο Timothy Less, επικεφαλής της συμβουλευτικής εταιρίας πολιτικών κινδύνων Nova Europa και πρώην Βρετανός διπλωμάτης, εκτιμά ότι, στην απλούστερη μορφή τους, υπάρχουν τέσσερα κύρια σενάρια για το μέλλον της ΕΕ: η βαθύτερη ολοκλήρωση, η χαλάρωση, η παρακμή και η κατάρρευση.
Το πρώτο από αυτά τα σενάρια είναι απολύτως απαραίτητο πολιτικά, εφόσον η λογική της ευρωζώνης απαιτεί από αυτή να συμπεριφέρεται περισσότερο ως κράτος. Εκτός κι αν οι νότιες χώρες της περιοχής μπορέσουν να γίνουν όσο ανταγωνιστικός είναι και ο Βοράς –πράγμα απίθανο δεδομένων των θεμελιωδών διαφορών πολιτιστικού και πολιτικού χαρακτήρα- ο μόνος τρόπος ώστε ο Νότος να διατηρήσει το υπάρχον βιοτικό του επίπεδο είναι ο Βοράς να προχωρά κάθε χρόνο σε μεγάλες μεταφορές δημοσιονομικών πόρων επ' αόριστον.
Αυτό, όχι μόνο υπαινίσσεται τη δημιουργία ενός Υπουργείου Οικονομικών της ευρωζώνης με εξουσίες αύξησης φόρων, με μια εκτελεστική αρχή που θα καθορίζει το πώς θα συγκεντρώνονται και πώς θα δαπανώνται αυτά τα χρήματα, αλλά και με ένα κοινοβούλιο αντιπροσώπων που θα ελέγχει αυτή την αρχή. Υπονοεί επίσης την υποβάθμιση διάφορων εθνικών κυβερνήσεων που αυτή τη στιγμή ηγούνται των δημοσιονομικών τους θεμάτων. Μοναδική εναλλακτική είναι μια μόνιμη στασιμότητα στον Νότο.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, υπάρχει ελάχιστη πολιτική βούληση για μια τέτοιου είδους προσπάθεια, εξαιτίας του μεγέθους του κόστους για τον Νότο και της έλλειψης «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», τονίζει το δημοσίευμα. Αντίθετα, ο βοράς έχει αποπειραθεί να κλείσει το κενό στον ανταγωνισμό με τρόπους όπως τιμωρητικές δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που στοχεύουν στο να μετατρέψουν τους Έλληνες σε Γερμανούς.
Αν δεν υπάρξει πολιτική ένωση, η πιο βιώσιμη εναλλακτική θα είναι μια πιο χαλαρή ΕΕ στο πλαίσιο της οποίας οι εθνικές κυβερνήσεις θα ανακτήσουν εκείνες τις εξουσίες που δε θα είναι αντικείμενο αποτελεσματικής διαχείρισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, λόγω της απουσίας πολιτικής συναίνεσης.
Αυτό θα μπορούσε να ξεκινήσει με μια μερική λύση της ευρωζώνης, απελευθερώνοντας τον λιγότερο ανταγωνιστικό Νότο από το Βορά, με μια συμφωνία που θα περιλαμβάνει μια ακύρωση τεράστιου μέρους του χρέους. Ωστόσο, η διάλυση αυτή θα πρέπει να αφορά και σε άλλες πολιτικές, όπου η απουσία συναίνεσης τροφοδοτεί την ασυμφωνία των μελών της ένωσης. Αυτό αφορά κυρίως πολιτικές σε θέματα που έχουν να κάνουν με ανθρώπους: στη μετανάστευση, το άσυλο και την ελεύθερη μετακίνηση της εργασίας.
Σε αυτό το σενάριο, η ΕΕ θα μπορούσε να συνεχίσει την ολοκλήρωση σε τομείς όπου υπάρχει μια γενική κοινή ευρωπαϊκή συναίνεση. Αλλά, και αυτό είναι κρίσιμο, το μπλοκ θα απελευθερωθεί από την κύρια αιτία των εσωτερικών της εντάσεων -την ανάγκη όλα τα μέλη να προχωρούν μπροστά άρρηκτα συνδεδεμένα- και θα έχει με αυτό τον τρόπο μια εύλογη ευκαιρία να επιβιώσει, ακόμη και να αναβιωθεί.
Αυτό που δεν είναι ξεκάθαρο είναι το αν η πολιτική υποστηρίζει μια τέτοιου είδους χαλάρωση, λόγω των ποικίλων κεκτημένων συμφερόντων που διακυβεύονται. Όπως ανακάλυψε ο Ντέιβιντ Κάμερον κατά την προσπάθειά του να επαναδιαπραγματεύτει, αυτό που για μια χώρα είναι ζωτικής σημασίας μεταρρύθμιση, για μια άλλη αποτελεί κόκκινη γραμμή. Παρότι στη θεωρία όλοι αναγνωρίζουν την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις, αυτό δε σημαίνει απαραίτητα πως θα πραγματοποιηθούν στην πράξη.
Αν η ΕΕ δεν μπορεί να πάει μπροστά, αλλά δεν μπορεί να πάει ούτε πίσω, η πιο πιθανή εναλλακτική είναι πως θα παρακμάσει ως θεσμός. Αυτό δε σημαίνει πως θα σταματήσει να υπάρχει. Αντίθετα, η Κομισιόν θα συνεχίσει να εισάγει πολιτικές, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο θα εξακολουθήσουν να συνεδριάζουν και τα κράτη μέλη θα συνεχίσουν να διατείνονται ότι στηρίζουν το ευρωπαϊκό ιδανικό.
Στην πραγματικότητα, όμως, η ΕΕ θα γίνεται όλο και πιο ασύνδετη ως χώρος όπου διεξάγεται η πολιτική και παίρνονται αποφάσεις. Αντ' αυτού, τα μέλη θα συμμορφώνονται στις διαταγές της μόνο όταν τα συμφέρει, θα τις αγνοούν στην αντίθετη περίπτωση και θα κινούνται ως εθνικοί παίκτες στη διεθνή σφαίρα.
Από πολλές απόψεις, αυτή είναι η κατεύθυνση την οποία ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση αυτή τη στιγμή, τονίζει η εφημερίδα. Στη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης, μεγάλος αριθμός μελών εγκατέλειψε τις συνθήκες Σένγκεν και Δουβλίνου –για την ελεύθερη μετακίνηση και το άσυλο, αντίστοιχα- και αρνήθηκε να δεχθεί τις συμφωνημένες ποσοστώσεις μεταναστών από την Ιταλία και την Ελλάδα.
Στο μεταξύ, τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης, τα οποία ποτέ δεν υιοθέτησαν πραγματικά τις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, ασπάζονται ένα πιο παραδοσιακά σοσιαλιστικό μοντέλο αντιστεκόμενα στις ευρωπαϊκές νόρμες. Ιδιαίτερα η Ουγγαρία και η Πολωνία, αναβιώνουν μια μορφή δημοκρατίας που βασίζεται σε ένα ισχυρό κοινοβούλιο με σχετικά περιορισμένα θεσμικά αντίβαρα, καθώς και μια μορφή υβριδικού κρατικού καπιταλισμού στο πλαίσιο του οποίου οι στρατηγικής σημασίας τομείς της οικονομίας επιστρέφουν στον εγχώριο έλεγχο.
Παρά τις απειλές προστίμων και κυρώσεων, οι Βρυξέλλες έχουν σταθεί ανίκανες να το αναχαιτίσουν αυτό. Ήδη χάνουν μεγάλο μέρος της εξουσίας με πολύ ουσιαστικό τρόπο.
Υπάρχει όμως κι ένα τέταρτο σενάριο, στο οποίο η ΕΕ δε θα αποσυντεθεί αλλά θα καταρρεύσει απροσδόκητα και ανεξέλεγκτα. Αυτό μπορεί να ακουστεί παρατραβηγμένο, σχολιάζει ο πρώην διπλωμάτης, ωστόσο δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να συμβεί: η Γιουγκοσλαβία και η Σοβιετική Ένωση, και οι δύο αποδεικνύουν πως για καιρό παγιωμένες οντότητες μπορούν να εξαφανιστούν εν ριπή οφθαλμού.
Αν η ΕΕ πράγματι καταρρεύσει, αυτό θα συμβεί επειδή ένα από τα ισχυρά δευτερεύοντα κράτη της θα την εγκαταλείψει, αποσταθεροποιώντας ουσιαστικά το συνολικό οικοδόμημα. Η Γαλλία και η Ιταλία είναι πιθανοί υποψήφιοι, αλλά ο πιο πιθανώς αποχωρών είναι αυτή τη στιγμή η Βρετανία.
Άμεσος αντίκτυπος αυτού θα είναι η αύξηση της κυριαρχίας της Γερμανίας στο υπόλοιπο μπλοκ. Και το ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουν τα κράτη που θα παραμείνουν είναι το αν μπορούν να εμπιστευτούν τη Γερμανία ώστε να ενεργήσει προς το συλλογικό ευρωπαϊκό συμφέρον.
Δυστυχώς, γι' αυτό δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Τα τελευταία χρόνια, η Γερμανία έχει θυσιάσει την Ελλάδα προκειμένου να διασώσει τις τράπεζές της, έχει τροφοδοτήσει μια προσφυγική κρίση που γιγαντώνεται και τώρα πιέζει για μια χαλάρωση στις εμπορικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, γεγονός που εγείρει την ανησυχία της ανατολικής Ευρώπης. Και σε περίπτωση που οι ευρωσκεπτικιστικές Δανία και Σουηδία ακολουθήσουν το παράδειγμα της Βρετανίας, η ΕΕ θα γίνεται όλο και πιο γερμανοκεντρική, οδηγώντας σε μελλοντικές αποχωρήσεις.
Όλα αυτά επηρεάζουν το δημοψήφισμα που έρχεται. Εκείνοι που σκοπεύουν να ψηφίσουν υπέρ της παραμονής, θα πρέπει να είναι σίγουροι ότι υπάρχει μόνο ένα σενάριο –εκείνο μιας πιο χαλαρής ΕΕ- στο πλαίσιο του οποίου η συμμετοχή ευαπόδεικτα λειτουργεί προς το εθνικό συμφέρον της Βρετανίας. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα το μοναδικό πιθανό σενάριο. Αντίθετα, δεν είναι προς το συμφέρον της Βρετανίας να εμπλακεί σε έναν θεσμό που αποσυντίθεται και σηματοδοτείται από όλο και βαθύτερες επικρίσεις και αλληλοκατηγορίες. Θα ήταν καλύτερο να φύγει τώρα και να επωφεληθεί από τις ευκαιρίες που προσφέρει ο υπόλοιπος κόσμος.
Από την άλλη, εκείνοι που πρόκειται να ψηφίσουν υπέρ της εξόδου, θα πρέπει να καταλάβουν ότι αυτή η κίνηση θα μπορούσε να πυροδοτήσει το τέταρτο σενάριο, την κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το δημοσίευμα θυμίζει πως ο Ντέιβιντ Κάμερον έχει δεχθεί απερίφραστες επικρίσεις εξαιτίας των προβλέψεών του για ένα Γ' Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο η προσαρμογή σε μια Ευρώπη μετά την ΕΕ, αναμφίβολα θα μπορούσε να είναι γεμάτη κινδύνους.
Μια άτακτη κατάρρευση της ευρωζώνης θα προκαλούσε οικονομική αναταραχή. Εύθραυστα κράτη, όπως η Ισπανία και το Βέλγιο, ενδέχεται να μην επιβιώσουν. Και η Γερμανία θα μπορούσε να απελευθερωθεί από τον ευρωπαϊκό «ζουρλομανδύα» της. Στην ανατολική Ευρώπη δε θα υπάρχει κανείς για να αστυνομεύσει τα «δύσκολα» δυτικά Βαλκάνια και η Ρωσία θα έχει πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.