Η διαπραγμάτευση για την δεύτερη αξιολόγηση έχει κλείσει ουσιαστικά αλλά για να μπουν οι «υπογραφές» πρέπει Βερολίνο-ΔΝΤ να συμφωνήσουν στο θέμα του χρέους.
Σ΄ αυτή την εκτίμηση καταλήγουν οι κυβερνητικοί επιτελείς που εξηγούν ότι, βάσει των συμφωνηθέντων, όταν κλείσει η αξιολόγηση θα πρέπει οι θεσμοί να συζητήσουν, επισήμως πια, τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους.
Aυτό δεν το θέλει το Βερολίνο. Στο εάν το ΔΝΤ θέτει συνεχώς νέα προσκόμματα στην αξιολόγηση για να συνδράμει τον Β. Σόιμπλε ή το κάνει λόγω των σκληρών νεοφιλελεύθερων εμμονών του δεν δίνουν ευθέως απάντηση, παραπέμποντας και στις δύο εκδοχές.
Κατά τα ίδια στελέχη, εάν η κυβέρνηση, «ως υπόθεση εργασίας», αποδεχόταν τα νέα αιτήματα του Ταμείου σε εργασιακό και συντάξεις, τότε ο Πολ Τόμσεν (δια της Ντέλιας Βελκουλέσκου) θα έριχνε στο τραπέζι νέες απαιτήσεις για τον παραπάνω λόγο.
Επισημαίνουν μάλιστα ότι και τα δύο αυτά επίμαχα κεφάλαια «είχαν κλείσει» και απέμενε η επικύρωση της θετικής εξέλιξης στο Euro Working Group της Παρασκευής – που δεν σημειώθηκε, τελικά.
Βάσει αυτών, παραπέμπουν σε δύο σενάρια:
* Το θετικό, να υπάρξει λύση πριν την εκπνοή του Απριλίου, δεδομένου ότι το ΔΝΤ θα ξεκαθαρίσει τη θέση του για παραμονή ή όχι στο ελληνικό πρόγραμμα κατά την εαρινή σύνοδό του (21-23 του μήνα) στην Ουάσιγκτον. Εκτιμούν δε ότι η Κομισιόν θα πιέσει σ΄ αυτή την κατεύθυνση.
* Το αρνητικό, να βρεθεί φόρμουλα παράτασης της αβεβαιότητας έτσι ώστε να φτάσουμε στον Μάιο-Ιούνιο και υπό τη σκιά της υψηλής αποπληρωμής ομολόγων που πρέπει να γίνει τον Ιούλιο, να εκβιαστεί η Αθήνα να δεχτεί τη «σαλαμοποίηση»: να περιοριστεί στο κλείσιμο της αξιολόγησης και στην εκταμίευση της δόσης, αποδεχόμενη να παραπεμφθούν για μετά τις γερμανικές εκλογές «τα μείζονα», δηλαδή το χρέος.
Αυτό το σενάριο δεν περιλαμβάνει, φυσικά, την ένταξη της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ . Επομένως, το αφήγημα της κυβέρνησης για ανάταξη του οικονομικού κλίματος, έλευση επενδύσεων και σταδιακή έξοδος στις αγορές «πάει περίπατο».
Η απόρριψη του δεύτερου σεναρίου από την κυβέρνηση είναι προφανής, ενώ οι επιτελείς της αρνούνται να απαντήσουν στο (εξ ίσου προφανές) ερώτημα για το πώς θα το αποτρέψει, αν και επικαλούνται την εμπειρία που κόμισε «το καυτό 2015».
Οι ίδιοι επιμένουν στην άποψη ότι οι σκληροί της ευρωπαϊκής πλευράς (βλ. Σόιμπλε και οι συν αυτόν) θα ήθελαν μεν να ρίξουν την κυβέρνηση Τσίπρα, ωστόσο οι συσχετισμοί και ο εκλογικός κύκλος καθιστούν πολύ δύσκολη μία τέτοια επιδίωξη. «Οπότε απομένει η φθορά της κυβέρνησης είτε με τα νέα μέτρα που αποδέχθηκε, είτε με το ‘σύρσιμο’ της αξιολόγησης», προσθέτουν.
Τσίπρας: Δεν σέβονται τα συμφωνηθέντα
Η ανακοίνωση της Πολιτικής Γραμματείας, που συνεδρίασε χθες υπό τον Αλέξη Τσίπρα, συντάχθηκε σε σκληρό ύφος και δίνει το πλαίσιο εντός του οποίου θα παραμείνει η κυβέρνηση. Δηλαδή:
«Οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης βαραίνουν αποκλειστικά και μόνον, όσους συνεχίζουν να θέτουν παράλογες απαιτήσεις στο τραπέζι, και δεν σέβονται όσα έχουν οι ίδιοι συμφωνήσει.
Δεν υποχωρούμε από τη θέση μας για επαναφορά της εργασιακής κανονικότητας, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, και ιδίως από την προσπάθειά μας για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Ταυτόχρονα, υπερασπιζόμαστε τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα της ΔΕΗ».
Είναι ενδεικτική η σύμπνοια που επικράτησε καθώς, κατά τις πληροφορίες, αυτή τη φορά δεν εκδηλώθηκαν διαφορετικές προσεγγίσεις όπως είχε συμβεί σε προηγούμενες συνεδριάσεις του ηγετικού οργάνου.
Το εν λόγω πλαίσιο φωτογράφισε ευκρινώς ο πρωθυπουργός μέσω δήλωσής του (στην εφημερίδα Εθνος): «είναι η πρώτη φορά που δεν εφαρμόζουμε μέτρα περιμένοντας να μας δώσουν κάτι μετά, αλλά το αντίστροφο. Θα κλείσει η συμφωνία, θα ψηφίσουμε μέτρα και αντίμετρα, τα οποία θα εφαρμοστούν μετά το 2019 – και αυτό μόνο εάν, εν τω μεταξύ, υπάρχουν ουσιαστικά μέτρα για το χρέος και έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται».
Δήλωση που δείχνει ότι η κυβέρνηση παραμένει στην αρχική της θέση «δεν θα συμφωνηθεί τίποτα εάν δεν συμφωνηθούν όλα».
«Μέτωπο» υπό τον Κ. Μητσοτάκη
Δεν διαφεύγει πάντως της προσοχής του Μαξίμου η έντονη κινητικότητα που αναπτύσσει τις τελευταίες ημέρες ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στην προσπάθεια να συνταχθεί «ισχυρό μέτωπο της αντιπολίτευσης» με στόχο τις εκλογές.
Εκτιμούν πάντως ότι ο κ. Μητσοτάκης (και στελέχη του νυν ή του πρώην ΠΑΣΟΚ) ανεβάζουν ρυθμούς εξαιτίας της διερεύνησης γκρίζων υποθέσεων – για τα εξοπλιστικά επί Γιάννου Παπαντωνίου μέσω της Προανακριτικής επιτροπής και, κυρίως, για την Υγεία (ΚΕΕΛΠΝΟ, Ερρίκος Ντυνάν, φάρμακο) μέσω της Εξεταστικής.
Είναι ενδεικτική η απάντηση που έδωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος «φαίνεται ότι αγγίξαμε κάποιο νεύρο» στο ερώτημα γιατί επανεμφανίσθηκε ο Κώστας Σημίτης.
Στην ανακοίνωση της Πολιτικής Γραμματείας αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη, στη γραμμή του πιο άγριου νεοφιλελευθερισμού, υιοθετεί όλη την επιχειρηματολογία της πιο σκληρής πλευράς των δανειστών, και επιδιώκει την πλήρη κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων, αλλά και, γενικότερα, την αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους.
Η απέλπιδα προσπάθεια της εγχώριας «συμμαχίας των προθύμων», που τις τελευταίες μέρες ανασύρει μέχρι και τα φαντάσματα του παλιού πολιτικού συστήματος, όσους έχουν εδώ και χρόνια καταδικαστεί στη συνείδηση των πολιτών, με φανερό και μοναδικό στόχο το μέτωπο στον ΣΥΡΙΖΑ, την πτώση της κυβέρνησης και την με κάθε τρόπο παλινόρθωση του πελατειακού κράτους των σκανδάλων και της διαφθοράς, αλλά κυρίως την επιστροφή του πιο σκληρού αντικοινωνικού νεοφιλελευθερισμού, θα πέσει στο κενό».