Ραντεβού στα τέλη Απριλίου δίνουν, ουσιαστικά, δανειστές και Αθήνα καθώς θεωρείται «πολύ δύσκολο» να υπάρξει συμφωνία πριν από την εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ (21-23 του μήνα).
Ο διαπραγματευτικός μαραθώνιος στις Βρυξέλλες ολοκληρώθηκε αργά τη νύχτα της Πέμπτης χωρίς ανακοινώσιμο αποτέλεσμα, ενώ όλες οι πλευρές επιμένουν να μιλούν, πάλι, για «πρόοδο», αποφεύγοντας να προσδιορίσουν τα σημεία σύγκλισης.
Από τις ελάχιστες πληροφορίες, προκύπτει ότι το μεγάλο αγκάθι παραμένει το εργασιακό, καθώς το ΔΝΤ δεν υποχωρεί «ούτε πόντο» στην αύξηση των ομαδικών απολύσεων, στο lock out και στη μη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Ως εκ τούτου, η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να κλείσει (επισήμως, τουλάχιστον) τα υπόλοιπα ζητήματα της δεύτερης αξιολόγησης, δεδομένου ότι μία καλή κατάληξη στο εργασιακό, πέραν της σημασίας του, θα λειτουργήσει και ως αντίβαρο στα όσα θα «δώσει» σε συντάξεις, αφορολόγητο, ενεργειακό. Οχι μόνο στην κοινωνία αλλά (σ΄ αυτή τη φάση) στην κυβερνητική πλειοψηφία που θα κληθεί να ψηφίσει.
Το εάν θα ψηφίσει τη συνολική συμφωνία (μέτρα-αντίμετρα μετά το 2018) ή μόνο τα σημεία της β΄ αξιολόγησης παραμένει επίσης ανοικτό: η κυβέρνηση επιμένει στην πρώτη εκδοχή (συμφωνία πακέτο) ωστόσο το ενδεχόμενο να μείνουμε τώρα στα της αξιολόγησης και να παραπεμφθούν τα υπόλοιπα «για μετά» (τις γερμανικές εκλογές) δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Εάν λοιπόν δεν υπάρξει κάποια μεταστροφή από πλευράς Ταμείου και με δεδομένη την άρνηση της ευρωπαϊκής πλευράς να το σπρώξει στην επίσημη έξοδο από το ελληνικό πρόγραμμα, η διαπραγμάτευση «θα γυρίζει γύρω από την ουρά της», όπως λέει κυβερνητικό στέλεχος. Μέχρι πότε; Μέχρι τις 21-23 Απριλίου που το ΔΝΤ, στη σύνοδό του, θα πάρει «επιτέλους» θέση για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα.
Χωρίς το εργασιακό αντίβαρο «όλα ανοικτά»
Μέχρι τότε, ακόμη και οι πλέον αισιόδοξοι της κυβέρνησης ομολογούν ότι οι συζητήσεις θα συνεχίζονται με «άνω τελεία» μετά από κάθε κύκλο τους. Αλλες πληροφορίες που θέλουν δανειστές-Αθήνα να τα έχουν βρει στα υπόλοιπα θέματα, δεν επιβεβαιώνονται επισήμως: «εάν πούμε ότι αυτό ισχύει θα πρέπει να παρουσιάσουμε τα σημεία συμφωνίας, αλλά χωρίς το αντίβαρο του εργασιακού θα υπάρξει αναταραχή», η επωδός. Εξ ου και η προσήλωση στην αρχική κυβερνητική θέση «τίποτα δεν θα συμφωνηθεί, εάν δεν συμφωνηθούν όλα».
Κατά τις ίδιες πληροφορίες επομένως, παραμένουν ανοικτά τόσο το συνταξιοδοτικό (η κυβέρνηση «θα δεχόταν» να καταργηθούν οι προσωπικές διαφορές σε βάθος τριετίας αντί πενταετίας, αρχής γενομένης από το 2020, ενώ οι θεσμοί αντιτείνουν το «μια κι έξω» το 2020) όσο και το ενεργειακό (η ελληνική πρόταση να πωληθούν οι ρυπογόνες λιγνιτικές μονάδες σκοντάφτει στο αίτημα για πώληση του 40% λιγνιτικών-υδροηλεκτρικών).
Όνειρα θερινής νυκτός η «οικουμενική»
Κι επειδή μία τέτοια πολύμηνη εκκρεμότητα πυροδοτεί τα πολιτικά σενάρια, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος έσπευσε χθες να αποκλείσει ένα από αυτά που... επανέρχεται κατά διαστήματα: τον σχηματισμό «κυβέρνησης εθνικής συνεννόησης» από την παρούσα Βουλή, με άλλον πρωθυπουργό, που θα ψηφίσει τη συμφωνία.
«Αυτά είναι όνειρα θερινής νυκτός τόσο της ΝΔ και του κ. Μητσοτάκη όσο και μίας συγκεκριμένης ολιγαρχικής ελίτ που από την πρώτη μέρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ» απάντησε (στη Real news) και πρόσθεσε: «Για να υπάρξει, ικανή και αναγκαία συνθήκη είναι να τέμνονται κάπου βασικές πολιτικές θεωρήσεις και προσεγγίσεις. Με τη ΝΔ του κ. Μητσοτάκη και τις ακραία νεοφιλελεύθερες θέσεις που πρεσβεύει, όπως επιβεβαιώνεται και στο θέμα των εργασιακών όπου ταυτίζεται πλήρως με τις θέσεις του ΔΝΤ, ενώ η κυβέρνηση δίνει μάχη για την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, δεν μπορεί να υπάρξει σημείο επαφής».
Επανέλαβε δε, ότι η συμφωνία θα είναι τέτοια που θα μπορεί να ψηφισθεί από τους 153 βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Τι «πήρε» στη Ρώμη
Από την πολυσυζητημένη επετειακή Σύνοδο Κορυφής στη Ρώμη ο Αλέξης Τσίπρας «πήρε»... εν μέρει τη στήριξη που ήθελε στο θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ενώ χθες το βράδυ επρόκειτο να έχει ανεπίσημες συζητήσεις με ομολόγους του.
Το «εν μέρει» αφορά στην ομόφωνη στήριξη που παρείχαν οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές στο ελληνικό αίτημα, όπως εκφράσθηκε στην συνάντηση ηγετών του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος την Παρασκευή στην ιταλική πρωτεύουσα.
Και όχι μόνο: Αίσθηση προκάλεσε η «απρόσμενα θετική» ανταπόκριση που επιφύλαξε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ στην επιστολή που είχε αποστείλει την Πέμπτη ο πρωθυπουργός στον ίδιον, στον Ζ. Κ. Γιούνκερ και στους 26 ομολόγους του, ζητώντας την «ξεκάθαρη απάντησή τους» στο αίτημα.
«Θα ήθελα να αναφερθώ στην επιστολή που έλαβα από τον Έλληνα πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, και να του πω ότι είμαι βέβαιος πως μαζί με τους κοινωνικούς εταίρους θα συνεχίσουμε να διατηρούμε ένα πολύ υψηλό επίπεδο κοινωνικής προστασίας και τις βέλτιστες πρακτικές στις εργασιακές σχέσεις στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως ακριβώς περιγράφεται στο ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο. Αυτό το σημείο συζητιέται συχνά μεταξύ των ηγετών και όλοι μοιραζόμαστε αυτή την θέση», απάντησε στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε μετά τη Σύνοδο Κορυφής.
Στην Διακήρυξη της Ρώμης, πάντως, η αναφορά στην κοινωνική Ευρώπη θεωρήθηκε «επιεικώς αναιμική». Ο κ. Τσίπρας μάλιστα δήλωσε δημοσίως ότι «το σκέφτηκα να την υπογράψω» (σ.σ. τη Διακήρυξη) ωστόσο, θεώρησε σημαντική την ειδική μνεία στην κοινωνική Ευρώπη για την προάσπιση της οποίας «ο αγώνας είναι ανοικτός».
Πού είναι η ΓΣΕΕ;…
Εκπληξη προκάλεσε η (απρόσμενη…) αναφορά του πρωθυπουργού στην αντίφαση που, όπως είπε, παρατηρήθηκε: «η ελληνική κυβέρνηση να δίνει μια μάχη για λογαριασμό των εργαζομένων της χώρας μας, χωρίς να έχουμε τη στήριξη σε αυτή τη μάχη των επίσημων συνδικαλιστικών οργάνων στη χώρα μας» (σ.σ. εννοώντας τη ΓΣΕΕ). Με την επισήμανση ότι «τα συνδικάτα στη χώρα μας, δυστυχώς, είναι στην οπισθοφυλακή κι όχι στην πρώτη γραμμή όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ευρώπης».
Κατά τις πληροφορίες, λίγο νωρίτερα ο κ. Τσίπρας είχε συναντηθεί με εκπροσώπους των ευρωπαϊκών συνδικάτων οι οποίοι του εξέφρασαν την πλήρη υποστήριξή τους στο ελληνικό αίτημα.
Η πρωθυπουργική αναφορά, πάντως, δεν αποκλείεται να κρύβει «ειδήσεις» για τυχόν αλλαγές στον ισχύοντα συνδικαλιστικό νόμο, οι οποίες έχουν ήδη «πέσει» στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Όπως π.χ. για τον βαθμό συμμετοχής στις απεργιακές αποφάσεις – τουλάχιστον σε πρωτοβάθμιο επίπεδο.