Με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς συνεχίζει να αναπτύσσεται φέτος η εγχώρια αγορά του asset management, καθώς «φρέσκο χρήμα» συνεχίζει να μπαίνει στα αμοιβαία κεφάλαια και η ασφαλιστική παραγωγή προϊόντων που συνδέονται με επενδύσεις τρέχει με διψήφιο ποσοστό αύξησης. Και όλα αυτά συμβαίνουν όταν -όπως όλα δείχνουν- οι τραπεζικές καταθέσεις των νοικοκυριών δεν λένε να υποχωρήσουν ούτε και μέσα στο 2024.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Ένωση Θεσμικών Επενδυτών, οι καθαρές εισροές στα αμοιβαία κεφάλαια διαμορφώθηκαν στα 3,2 δισ. ευρώ κατά τους πρώτους οκτώ μήνες της φετινής χρονιάς, όταν επιπλέον 3 δισ. ευρώ είχαν τοποθετηθεί στον κλάδο κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 2023 (+6,2 δισ. ευρώ μόνο κατά τους τελευταίους 20 μήνες).
Σε ό,τι αφορά τα ασφαλιστικά προϊόντα του κλάδου ζωής που είναι συνδεδεμένα με επενδύσεις (πηγή η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος), η παραγωγή τους είχε σημειώσει πέρυσι άνοδο 17,4% και κατά το πρώτο φετινό πεντάμηνο «έτρεξε» με +38,5% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023.
Επίσης, παρά τα πολύ χαμηλά προσφερόμενα επιτόκια, οι τραπεζικές καταθέσεις των νοικοκυριών δεν λένε να υποχωρήσουν ούτε και φέτος. Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, από το τέλος του 2019 έως και τον Ιούλιο του 2024 ανέβηκαν κατά 29,2 δισ. ευρώ!
Το 2023 -έτος κατά το οποίο εισέρευσαν στα αμοιβαία κεφάλαια τρία δισ. ευρώ- οι τραπεζικές καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 5,3 δισ. ευρώ! Ακόμη και για φέτος, κύκλοι της αγοράς εκτιμούν ότι πιθανότατα θα σημειώσουν κάποια άνοδο (κινούνται χαμηλότερα κατά 720 εκατ. στο επτάμηνο, πλην όμως εποχικά ο Ιανουάριος χαρακτηρίζεται ως ο μήνας των μεγάλων εκροών και ο Δεκέμβριος των υψηλών εισροών).
Η «επόμενη μέρα»
Καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη του asset management διαδραματίζουν αφενός η δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να ανεβάζει το ΑΕΠ της από χρόνο σε χρόνο και αφετέρου, τα πολύ χαμηλά επιτόκια των τραπεζικών προθεσμιακών καταθέσεων.
Ως αποτέλεσμα των πενιχρών τραπεζικών αποδόσεων, οι αποταμιευτές αναζητούν εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές σχετικά χαμηλού ρίσκου, όπως τα Ομολογιακά Αμοιβαία Κεφάλαια συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας (Target Maturity), τα εταιρικά ομόλογα, τα Έντοκα Γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου και τα unit-linked των ασφαλιστικών εταιρειών (η μακρά τους περίοδος και οι περιοδικές καταβολές περιορίζουν δραστικά τον επενδυτικό κίνδυνο).
Πέραν όμως των μεγάλων εισροών σε αμοιβαία κεφάλαια, υπάρχουν και άλλα στοιχεία που συντείνουν στο ότι η συνολική αξία -σε αθροιστική βάση- των περιουσιακών στοιχείων των ελληνικών νοικοκυριών παρουσιάζει σε αθροιστική βάση ανοδική πορεία, όπως:
- Η συνεχιζόμενη και φέτος αύξηση των τιμών των ακινήτων.
- Οι μεγαλύτερες τοποθετήσεις των νοικοκυριών στα Έντοκα Γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς από το φθινόπωρο του 2023 έχει επιτραπεί και σε ιδιώτες επενδυτές να συμμετέχουν στις σχετικές δημοπρασίες για ποσά έως 15.000 ευρώ.
- Η παρατηρούμενη φέτος αύξηση των τιμών των ομολόγων και των ελληνικών μετοχών (σε επίπεδο Γενικού Δείκτη).
- H συνεχιζόμενη και το 2024 αρνητική πιστωτική επέκταση των ελληνικών νοικοκυριών (υποχώρηση των οφειλών τους προς τις τράπεζες).
- Οι τοποθετήσεις πολλών συμπολιτών μας κατά την τελευταία πενταετία σε κρυπτονομίσματα.
Οι αποδόσεις
Ο θετικός ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, τα χαμηλά τραπεζικά επιτόκια και η αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών (όσων νοικοκυριών διαθέτουν αξιοσημείωτα περιουσιακά στοιχεία) έχουν διαμορφώσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο χώρο του asset management. Με τη διαφορά, όμως, ότι τη μερίδα του λέοντος την έχουν καρπωθεί, μέχρι σήμερα, οι εταιρείες που είναι θυγατρικές ή συνεργαζόμενες με τις τράπεζες και όχι το υπόλοιπο τμήμα της αγοράς.
Αυτή την περίοδο, οι αποδόσεις των δωδεκάμηνων προθεσμιακών καταθέσεων κινούνται αρκετά κοντά στο 1% ή και λίγο πάνω από αυτό με προοπτικές να υποχωρήσουν περαιτέρω τόσο έως τον προσεχή Δεκέμβριο και πόσο μάλλον μέσα στο 2025. Αντίθετα, τα νεοεκδιδόμενα Ομολογιακά Α/Κ Target Maturities (τοποθετήσεις με χαμηλό επενδυτικό ρίσκο) εκτιμάται ότι θα έχουν μέση ετήσια απόδοση γύρω στο 2%, σταθερή για τα επόμενα δύο ή τρία χρόνια.
Η ετήσια απόδοση των 12μηνων εντόκων υποχώρησε κάτω από το 3% (στο 2,82% η πρόσφατη δημοπρασία) και το yield των δεκαετών κρατικών ομολόγων κυμαίνεται κοντά στο 3,3%.