Με τις αξίες των συναλλαγών στην αγορά των ελληνικών ομολόγων να συνεχίζουν σε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα, οι υψηλότερες που έχουν σημειωθεί από το 2014, οι αποδόσεις των εγχώριων τίτλων συνεχίζουν τη μικρή υποχώρησή τους, χωρίς ωστόσο το 10ετές να διασπά αποφασιστικά προς τα κάτω το επίπεδο του 4%.
Η έκδοση των 12μηνων εντόκων γραμματίων, η πρώτη από τον Απρίλιο του 2010, αποτελεί έναν καταλύτη για την κίνηση της αγοράς και την αφύπνιση για τους αγοραστές από τις αρχές του μήνα. Αθροιστικά για τον Μάρτιο, οι συναλλαγές αποτελούν ρεκόρ πολλών μηνών και είναι αρκετά υψηλότερες από αυτές που σημειώθηκαν στο προηγούμενο ράλι των τιμών στις αρχές του έτους.
Τα «τεστ» με την έκδοση του δωδεκάμηνου εντόκου αποσκοπούν πρωτίστως στην αποτύπωση στην καμπύλη των εκδόσεων ενός ακόμα σημείου προκειμένου να βελτιωθεί η ρευστότητα, αλλά και η απεικόνιση των αποδόσεων στη δευτερογενή αγορά και δευτερευόντως για την ενίσχυση της ταμειακής ρευστότητας της κυβέρνησης.
Στη διάρκεια του 2018, η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου κυμαίνεται από το χαμηλό του 3,638% ως το υψηλό του 4,497% ενώ η τρέχουσα απόδοση είναι στο 4,14%. Η κλιμάκωση για το ομόλογο λήξεως του 2019 είναι διαφορετική, αφού η τρέχουσα απόδοση είναι στο 1,5%, με χαμηλό για το 2018 στο 1,17%.
Σημαντικότερο από την έκδοση του δωδεκάμηνου εντόκου είναι η κινητικότητα που επικρατεί στην αγορά. Η πιο αισιόδοξη σκέψη κάνει λόγο για τοποθετήσεις που έχουν μακρινό ορίζοντα και ξεπερνούν τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, η οποία σιγά σιγά μπαίνει στην ατζέντα των συζητήσεων του Eurogroup. Η συνολική αξία των ομολόγων που έχει διακινηθεί από τις αρχές του έτους και ειδικά τον τρέχοντα Μάρτιο συνάδει με την παραπάνω σκέψη αφού ο όγκος τους ξεπερνά τα 2/3 του προηγούμενου έτους.
Στον αντίποδα, οι πιο σκεπτικοί επισημαίνουν ότι οι αποδόσεις στη δεκαετία, η οποία είναι το benchmark σε μια σειρά θεμάτων, για να κινηθεί κάτω από το επίπεδο του 3,6% περίπου, που βρέθηκε τον πρώτο μήνα έτους, θα πρέπει να υπάρξουν πολύ σημαντικά νέα στο χρέος, που θα προκαλέσουν μη αναμενόμενες αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης.
Ειδικά όσο το 10ετές πορτογαλικό κινείται από το 1,7% έως το 2%, που συνεπάγεται τρέχουσα διαφορά στις 240 μονάδες βάσης, το καλύτερο σενάριο για το spread είναι να μειωθεί ως τις 150 μονάδες βάσης, αφού η υπάρχουσα διαφορά στην πιστοληπτική ικανότητα των δύο χωρών είναι σημαντική.