Πολλά τα ανοιχτά μέτωπα για την οικονομία και το χρηματιστήριο και από την έκβασή τους θα καθοριστεί το πώς θα ολοκληρωθεί το έτος σε επίπεδο αποδόσεων, αλλά και σε επίπεδο εντυπώσεων.
Περιλαμβάνουν την τρίτη αξιολόγηση και την επιστροφή των Θεσμών στην Αθήνα σε συνδυασμό με τις συναντήσεις του Αλ. Τσίπρα και του οικονομικού επιτελείου με την Κρ. Λαγκάρντ, αλλά και τις υπόλοιπες επαφές του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, με προεξάχουσα αυτή με τον Ντ. Τραμπ.
Χρηματιστηριακά, ο πολύπαθος κλάδος των τραπεζών θα βρίσκεται σε συνεχή αγώνα δρόμου τα επόμενα τρία τρίμηνα το λιγότερο, προκειμένου να βελτιώσει τις επιδόσεις του στο μέτωπο των κόκκινων δανείων, στέλνοντας έμπρακτο μήνυμα στον επόπτη, στο ΔΝΤ, αλλά και στις αγορές ότι δεν είναι απαραίτητη η υιοθέτηση ακραίων δυσμενών παραδοχών στο επικείμενο stress test.
Παρότι η Εθνική Τράπεζα προχώρησε με μεγάλη επιτυχία στην πρώτη ομολογιακή έκδοση με επιτόκιο 2,9% (η πρώτη που πραγματοποιείται μετά το 2014) και η οποία ανοίγει την πόρτα και για τις υπόλοιπες τράπεζες, η χρηματιστηριακή αγορά δεν μπόρεσε να πάρει ουσιαστικές ανάσες. Αυτό αρκεί για να φανεί το βάθος του προβλήματος στον εγχώριο τραπεζικό κλάδο.
Ο σκόπελος του ΔΝΤ και οι τράπεζες
Στο πολιτικό και το οικονομικό τοπίο, που καθορίζει και το χρηματιστηριακό, η επικείμενη συνάντηση του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, αλλά και του αναπληρωτή υπουργού, Γιώργου Χουλιαράκη, στην Ουάσιγκτον με την Κριστίν Λαγκάρντ αποκτά κομβική σημασία, αφού θα δώσει εν ολίγοις και το στίγμα των προθέσεων για τη στάση του ΔΝΤ στην επικείμενη τρίτη αξιολόγηση. Παράλληλα την Τρίτη τα ξημερώματα ο Αλ. Τσίπρας θα έχει συνάντηση με την Κρ. Λαγκάρντ.
Οι συναντήσεις θα λάβουν χώρα στον απόηχο των δηλώσεων τόσο της Κρ. Λαγκάρντ όσο και του Π. Τόμσεν οι οποίοι τόνισαν ότι το Ταμείο δεν ζητά περισσότερα μέτρα από την Ελλάδα. «Δεν έχουμε πρόθεση να προσθέσουμε επιπλέον πολιτικές. Δεν ζητούμε περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα. Το δικό μας πρόγραμμα έχει στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 2,2% του ΑΕΠ για το 2018 και η ενημέρωση που έχω είναι ότι η Ελλάδα θα το πετύχει ή θα το υπερβεί», τόνισε χαρακτηριστικά ο Πολ Τόμσεν.
Οι δηλώσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν λίγες ημέρες αφότου το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσιοποίησε ότι εκτιμά πως το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 θα είναι στο 2,2% του ΑΕΠ και στο 1,7% του ΑΕΠ για το 2017, ενώ παράλληλα εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί σε επίπεδα κοντά στο 3,5% τόσο το 2019 όσο και την περίοδο ως το 2022.
Εν τω μεταξύ στο θέμα των τραπεζών μπορεί το ΔΝΤ να υποχώρησε στο αίτημά του να διενεργηθεί αξιολόγηση ποιότητας στοιχείων ενεργητικού (Asset Quality Review - AQR), με αντάλλαγμα να εξεταστούν λεπτομερέστερα, κατά το stress test, προκαθορισμένα πεδία που άπτονται του μείζονος θέματος των κόκκινων δανείων.
Πολύ βασικό στοιχείο είναι η ρευστοποιήσιμη αξία των εξασφαλίσεων και η επάρκεια των προβλέψεων που διαθέτουν οι τράπεζες, αφού τα ακίνητα αποτελούν τις βασικές εξασφαλίσεις που διαθέτουν τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Με δεδομένο ότι η διαβούλευση για τις παραμέτρους της άσκησης είναι ανοικτή και θα παραμείνει δυναμικά εξελισσόμενη ως το παρά πέντε του stress test, οι σχετικές ενέργειες των τραπεζών, κατά τους επόμενους μήνες, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία.
Αισιοδοξία, αλλά και μεταβλητότητα
Τα παραπάνω θολά σημεία είναι συνεπώς αρκετά έντονα και δεν έχουν σε καμία περίπτωση αντισταθμιστεί από τις πρόσφατες θετικές εκθέσεις των ξένων επενδυτικών οίκων για την ελληνική οικονομία και τον τραπεζικό κλάδο ειδικότερα. Μετά τις Autonomous Research και Citigroup, που θεωρούν τα κεφαλαιακά μαξιλάρια των τραπεζών σημαντικά, ήρθε και η Wood & Company να τοποθετηθεί επί του θέματος, αξιολογώντας συνολικά την κατάσταση στο ελληνικό χρηματιστήριο.
Η Wood θεωρεί πως τα κεφαλαιακά μαξιλάρια των τραπεζών είναι επαρκή για να απορροφήσουν την επίπτωση της εφαρμογής του IFRS9 και των stress tests και ξεπερνούν τα 14 δισ. ευρώ. Ωστόσο, θεωρεί πως οι τιμές των μετοχών θα συνεχίσουν να είναι ευμετάβλητες και θα επηρεάζονται (συχνά αβάσιμα) από δημοσιεύματα του Τύπου, που θα υπονοούν πως ίσως χρειαστεί να προχωρήσουν σε νέες αυξήσεις κεφαλαίου.
Αυτό που διαβλέπουν, πάντως, και οι πιο αισιόδοξοι είναι ότι η συντήρηση της υψηλής μεταβλητότητας στην ελληνική αγορά τους επόμενους μήνες θα διατηρηθεί λόγω των ανησυχιών για τον τραπεζικό κλάδο, των πιθανών καθυστερήσεων στην τρίτη αξιολόγηση, λόγω του ανοιχτού ζητήματος του χρέους, των προβλημάτων που συνεχώς ανακύπτουν στον νευραλγικό τομέα των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά και της επόμενης μέρας συνολικά μετά τη λήξη του προγράμματος διάσωσης τον Αύγουστο του 2018.
Παρότι, λοιπόν, η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα πιο υποστηρικτικό μακροοικονομικό περιβάλλον, παρότι οι τράπεζες να έχουν εμφανίσει πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και να διαθέτουν ισχυρότερες κεφαλαιακές θέσεις, παρότι και το κλίμα στις διεθνείς μετοχικές αγορές είναι θετικό, οι επενδυτές θα συνεχίσουν να είναι άκρως επιφυλακτικοί και να προχωρούν (όσοι επιλέγουν να τοποθετηθούν) σε επιλεκτικές κινήσεις.