Το πεπραγμένα του 2016 μαζί με το καθοριστικό τέταρτο τρίμηνο ανακοινώνουν οι τράπεζες τις επόμενες μέρες, ωστόσο όλα τα βλέμματα στα conference calls θα είναι στους φετινούς στόχους και στα πεπραγμένα του πρώτου τριμήνου φέτος.
Οι εκτιμήσεις των αναλυτών για το 2016 και το τέταρτο τρίμηνο δείχνουν ότι η πρόοδος που είχαν επιδείξει σε όλη τη διάρκεια του έτους θα συνεχιστεί, με τους στόχους στα NPLs/NPEs να επιτυγχάνονται, ωστόσο οι λειτουργικές δαπάνες και οι προβλέψεις θα εμφανιστούν αυξημένες σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο. Το «consensus» είναι ότι πλην ίσως της Πειραιώς, η κάτω γραμμή θα είναι θετική.
Για φέτος, παρότι η κερδοφορία των τραπεζών αναμένεται να βελτιωθεί εξαιτίας του χαμηλότερου κόστους και της ελαφριάς βελτίωσης των βασικών εσόδων, εντούτοις το ρίσκο στις προβλέψεις των αναλυτών είναι υψηλό.
Tο πρώτο τρίμηνο του έτους φαίνεται να έχει ελαφρώς αποσυντονίσει τις προοπτικές, αφού οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης επηρεάζουν το κλίμα. Τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τις καταθέσεις δείχνουν μείωση το πρώτο δίμηνο, η έκθεση στον ELA επίσης αυξήθηκε 400 εκατ. ευρώ μετά από εννέα συνεχόμενους μήνες πτώσης και πιο επικίνδυνο είναι το γεγονός ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια φέρεται να έχουν επίσης αυξηθεί. Παρότι υπάρχει επαρκής χρόνος για τις τράπεζες να αντιστρέψει το πρώτο τρίμηνο, εντούτοις, οι εκτιμήσεις των αναλυτών για τη φετινή κερδοφορία πιθανότατα θα αναπροσαρμοστούν καθοδικά τις επόμενες μέρες.
Παράλληλα, για το θετικό σενάριο απαιτείται: η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, συμφωνία με συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος, επιστροφή της οικονομίας σε υψηλούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά και ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στοιχείο που θα ευνοήσει καταλυτικά όλα τα εγχώρια assets και ειδικά τις τραπεζικές μετοχές.
Η πίεση των τραπεζιτών όλο το προηγούμενο διάστημα για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση χωρίς πρόσθετες καθυστερήσεις δεν είναι καθόλου τυχαία, αφού το τρέχον έτος είναι ιδιαίτερα κρίσιμο. Η επίτευξη των στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων το 2017 θα καθορίσει και τις παραμέτρους για τα σενάρια του πανευρωπαϊκού stress test του 2018. Ως εκ τούτου, όσο η αξιολόγηση δεν κλείνει, η αβεβαιότητα θα επηρεάζει αρνητικά όχι μόνο τον φιλόδοξο στόχο για ανάπτυξη 2,7% αλλά και τους στόχους των τραπεζών για τη μείωση των κόκκινων δανείων.
Οι κινήσεις, τα τεχνικά επίπεδα και οι αποτιμήσεις στο ταμπλό του Χ.Α.
Ταυτόχρονα, αδυναμία παρατηρείται και στο ταμπλό του Χ.Α. παρά τα υψηλά κέρδη των δύο τελευταίων συνεδριάσεων, αφού οι τραπεζικές μετοχές δεν έχουν ακολουθήσει τη βελτιωμένη πορεία της ευρύτερης αγοράς κοντά στα υψηλά δωδεκαμήνου και παραμένουν αισθητά χαμηλότερα από τα προ Brexit τους επίπεδα. Από τις αρχές του έτους, Πειραιώς και Eurobank σημειώνουν απώλειες 17% και 13%, ενώ Αlpha Bank και Εθνική έχουν αρκετά καλύτερη εικόνα με -7% και -5%, αντίστοιχα.
Το σημαντικό τεχνικό εμπόδιο είναι το 1,82 ευρώ ως επόμενος ανοδικός στόχος για την Alpha Bank, ενώ το 1,66 ευρώ θα πρέπει να αποτελέσει ισχυρή άμυνα στο βραχυπρόθεσμο διάγραμμα.
Για την Εθνική Τράπεζα είναι σημαντικό να κινηθεί πάνω από το 0,243 ευρώ και έπειτα το 0,254 ευρώ, με το 0,224 ευρώ να είναι το πρώτο όριο, διαφορετικά η στήριξη χαμηλώνει στο 0,213 ευρώ.
Για τη Eurobank, η τεχνική εικόνα είναι γεμάτη αντιστάσεις, με την πρώτη περιοχή με ενδιαφέρον να βρίσκεται στο 0,60 ευρώ και παραπάνω το 0,625 ευρώ και το 0,65 ευρώ. Χαμηλότερα είναι το 0,525 ευρώ και το 0,50 ευρώ.
Για την Τράπεζα Πειραιώς, το 0,173 ευρώ είναι η βάση για αλλαγή της εικόνας και έπεται το 0,187 ευρώ. Η στήριξη είναι στο 0,157 ευρώ και έπειτα στο 0,147 ευρώ.
Το βασικότερο ίσως στοιχείο επενδυτικά είναι οι αποτιμήσεις και οι τιμές-στόχοι που προκύπτουν βασιζόμενοι στις προβλέψεις για τις ελληνικές τράπεζες. Βάσει των τελευταίων εκτιμήσεων, οι εγχώριες τράπεζες παραμένουν αποτιμημένες σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα από τις ευρωπαϊκές μετοχές. Ωστόσο, η τρέχουσα χαμηλή αποτίμηση των τραπεζών αντανακλά όχι μόνο τη χαμηλή κερδοφορία τους, τους ελέγχους κεφαλαίων που εξακολουθούν να υφίστανται, αλλά τη χαμηλή ορατότητα των επόμενων ετών και τις υψηλές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η οικονομία.
Με δείκτες αποτίμησης 0,2-0,3 φορά την ενσώματη λογιστική τους αξία (P/ΤBV 2017 & 2018), η αγορά εξακολουθεί να προεξοφλεί μεσοπρόθεσμες μακροοικονομικές δυσκολίες, χαμηλή ποιότητα εποπτικών κεφαλαίων αλλά και προκλήσεις στο σχέδιο για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Οι δείκτες διαπραγμάτευσής τους παραμένουν χαμηλότεροι σε σχέση με τις ιταλικές, τις πορτογαλικές και τις ισπανικές τράπεζες.
Το discount σε σχέση με τον μέσο όρο των τριών παραπάνω χωρών έχει διαμορφωθεί στο 55% για φέτος και στο 60% για το 2018. Αν και εφόσον οι σχεδιασμοί των τραπεζών επιτευχθούν, τότε τα παραπάνω discounts είναι πολύ υψηλά.
Ταυτόχρονα, η αποτίμησή τους σε όρους κερδοφορίας για το 2017 είναι στις 7-8 φορές έναντι 12 φορές για τον μέσο όρο Ιταλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας και 9,5 φορών για τις τράπεζες των αναδυόμενων οικονομιών. Για το 2018, ωστόσο, το discount είναι της τάξεως του 60% σε σχέση με την Ευρώπη και 50% για αυτές της αναδυόμενης Ευρώπης.