Αν οι μέτοχοι των ελληνικών εισηγμένων εταιρειών της υψηλής κεφαλαιοποίησης αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα λόγω της οικονομικής κρίσης και των capital controls, σε ακόμη χειρότερη θέση βρίσκονται οι κάτοχοι «περιφερειακών τίτλων», που διακρίνονται για τη μικρότερη κεφαλαιοποίησή τους και κυρίως για την αναιμική τους εμπορευσιμότητα.
Ιδίως μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων και την ουσιαστική απαγόρευση αγοράς μετοχών από Έλληνες ιδιώτες, η εικόνα της εμπορευσιμότητας στην «περιφέρεια» είναι αποκαρδιωτική, με εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων επενδυτών να βρίσκονται ουσιαστικά «εγκλωβισμένοι», χωρίς τη δυνατότητα νέων τοποθετήσεων (capital controls) αλλά και χωρίς ουσιαστικά την εναλλακτική επιλογή των πωλήσεων (ανυπαρξία ξένων θεσμικών, έλλειψη υποψήφιων αγοραστών).
«Η αξία των συναλλαγών στη μετοχή μας ήταν χαμηλή ακόμη και πριν την επιβολή των capital controls και φυσικά τώρα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Η εταιρεία μας, που είναι υγιής και κερδοφόρος, διαθέτει γύρω στις τέσσερις χιλιάδες μετόχους. Σχεδόν όλοι κατέχουν τις μετοχές τους εδώ και πολλά χρόνια, αλλά ελάχιστοι έρχονται στις συνελεύσεις ή τηλεφωνούν για να ρωτήσουν κάτι. Μαθαίνουμε ότι υπάρχουν, όταν διαπιστώνουμε ότι εισπράττονται τα μερίσματα που διανέμουμε», δηλώνει στο Euro2day.gr ο υπεύθυνος επενδυτικών σχέσεων εισηγμένης εταιρείας, στην προσπάθειά του να περιγράψει τα πράγματα όπως είναι.
Ο πρόεδρος του ΣΕΔΥΚΑ (Σύνδεσμος Εταιρειών Διαμεσολαβητικών Υπηρεσιών Κινητών Αξιών) κ. Γιάννης Πολυχρονίου δηλώνει στο Euro2day.gr: «Πιστεύω πως οι εταιρείες, οι μετοχές των οποίων διακρίνονται για την περιορισμένη εμπορευσιμότητά τους, θα πρέπει μέσω του market making και άλλων σύγχρονων εργαλείων να εργαστούν προκειμένου να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Η χαμηλή εμπορευσιμότητα αποτελεί σαφές αντικίνητρο για τον ιδιώτη επενδυτή και ακόμη μεγαλύτερο για τον θεσμικό. Ασφαλώς βέβαια μέσα στις εταιρείες αυτές υπάρχουν και υποσχόμενοι Όμιλοι που έχουν αξία. Ωστόσο, εάν θα επένδυα σε τέτοιες μετοχές, θα χρησιμοποιούσα πολύ μικρό κομμάτι του χαρτοφυλακίου μου».
Από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος του ΣΕΔ (Σύνδεσμος Επενδυτών Διαδικτύου) κ. Βαγγέλης Νταγκουνάκης υποστηρίζει: «Θα ήμουν πολύ επιλεκτικός στην αγορά τέτοιων μετοχών. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του ελληνικού χρηματιστηρίου, το οποίο περιορίζεται ουσιαστικά στις μετοχές του 25άρη και σε λίγους ακόμη τίτλους. Τόσο οι εταιρείες, όσο και οι χρηματιστηριακοί φορείς θα πρέπει να σκεφτούν και να εφαρμόσουν κίνητρα προκειμένου να προσελκυθούν τόσο Έλληνες ιδιώτες, όσο και ξένοι επενδυτές. Η αύξηση της διασποράς, η σωστή εταιρική διακυβέρνηση και η εξωστρέφεια στην πληροφόρηση αποτελούν προαπαιτούμενα. Η κατάσταση ωστόσο δεν είναι τόσο εύκολη, καθώς σε πολλά ξένα funds απαγορεύεται από το καταστατικό τους η τοποθέτηση σε εταιρείες μικρής κεφαλαιοποίησης».
Όπως και τα προηγούμενα στελέχη της αγοράς, ούτε και ο γενικός διευθυντής της 3K Investments ΑΕΔΑΚ κ. Γιώργος Κουφόπουλος κλείνει ερμητικά την πόρτα σε τίτλους χαμηλότερης κεφαλαιοποίησης και περιορισμένης εμπορευσιμότητας. Σύμφωνα με παλαιότερη δήλωση του κ. Κουφόπουλου στο Euro2day.gr σχετικά με το Α/Κ 3K Greek Value Μετοχικό Εσωτερικού, «σκοπός είναι η επένδυση σε μετοχές αξιόλογων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών ελληνικών εταιρειών, που διαθέτουν εύρωστους ισολογισμούς, μακροχρόνια κερδοφορία, αξιόπιστη διοίκηση και ελκυστικές αποτιμήσεις. Σημαντικό μέρος του ενεργητικού του θα επενδύεται σε ελληνικές μετοχές μικρής κεφαλαιοποίησης και μειωμένης εμπορευσιμότητας».
Επίσης, υπάρχουν και εκείνοι που ακόμη και σήμερα δεν σταματούν -στον βαθμό που τους επιτρέπουν οι περιορισμοί των κεφαλαιακών ελέγχων- να ενισχύουν τις θέσεις τους στην περιφέρεια του ΧΑ, πιστεύοντας σε καλύτερες αποτιμήσεις μεσομακροπρόθεσμα.
Έτσι, γνωστός χρηματιστηριακός παράγοντας υποστηρίζει πως «δεν είναι λάθος ένα περιορισμένο ποσοστό του χαρτοφυλακίου μας να είναι τοποθετημένο σε επιλεγμένες μετοχές της περιφέρειας του ΧΑ. Αν μάλιστα κάποιος εξετάσει την πορεία των τιμών των μετοχών σε βάθος πενταετίας, συχνά διαπιστώνει πως πολλά από τα small caps τα καταφέρνουν καλύτερα σε σχέση με τα blue chips.
Το κακό είναι πως υπάρχουν εισηγμένες εταιρείες που μέσα στην κρίση καταφέρνουν και σημειώνουν κέρδη αρκετών ή και πολλών εκατομμυρίων ευρώ, χωρίς όμως αυτό να συνοδεύεται από μια συμπαθητική εμπορευσιμότητα της μετοχής τους. Ενδεικτικά να αναφέρω τα παραδείγματα της ΕΛΒΑΛ, της Autohellas, της ΕΛΤΟΝ, του Καράτζη, των Πλαστικών Κρήτης, του Κυριακίδη, της Quest Holdings, του Πλαισίου, της Flexopack και αρκετών άλλων. Υπάρχουν επίσης και εταιρείες από την περιφέρεια του ΧΑ με κερδοφορία κοντά στο μηδέν, που όμως διαθέτουν αξιόλογες βάσεις-συγκριτικά πλεονεκτήματα και θα μπορούσαν να σημειώσουν μελλοντικά αξιοσημείωτες επιδόσεις στον βαθμό που θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία.
Ορισμένοι επενδυτές ερευνούν ποιες από τις μετοχές αυτές είναι υποτιμημένες, χτίζοντας θέσεις με σκοπό την επίτευξη κέρδους σε μακροπρόθεσμο επίπεδο. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι όσοι προχώρησαν σε σωστές επιλογές κατά τα τελευταία χρόνια, αν δεν σημειώνουν κάποια κέρδη, τουλάχιστον έχουν καταγράψει πολύ μικρότερες απώλειες σε σύγκριση με τον Γενικό Δείκτη και πόσο μάλλον σε σχέση με τις μετοχές του τραπεζικού κλάδου.
Ακούω επίσης πελάτες μου να είναι ικανοποιημένοι από τα σημαντικά μερίσματα και τις επιστροφές κεφαλαίου που έχουν καρπωθεί κατά τα πέντε τελευταία χρόνια από περιφερειακές εταιρείες του ΧΑ όπως π.χ. ο Κανάκης, οι Μύλοι Κεπενού, η Mermeren Kombinat, η Βογιατζόγλου Systems και η Γενική Εμπορίου.
Γενικότερα, πιστεύω ότι σε βάθος χρόνου καμιά εταιρεία με καλά θεμελιώδη μεγέθη δεν χάνει την αξία της. Έτσι, μπορεί κάποιος να αγοράσει μια υποτιμημένη μετοχή σήμερα, που σε βάθος χρόνου θα αξίζει περισσότερο. Ωστόσο, ο κίνδυνος στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα θα είναι μεγαλύτερος».
Η πορεία της αγοράς
Σύμφωνα πάντως με τους παράγοντες της αγοράς, η απόδοση των περιφερειακών μετοχών συνδέεται προφανώς και με τη μεσομακροπρόθεσμη πορεία των blue chips και του Γενικού Δείκτη.
Το μόνο βέβαιο είναι πως κανείς αναλυτής δεν τολμά να κάνει οποιαδήποτε πρόβλεψη για την πορεία των μετοχών του τραπεζικού κλάδου και οι περισσότεροι περιορίζουν τις εκτιμήσεις τους στους υπόλοιπους τίτλους του ΧΑ.
Με τον Γενικό Δείκτη λοιπόν να έχει πλησιάσει αρκετά το επίπεδο των 700 μονάδων, χαρακτηριστική είναι η θέση του κ. Ηλία Ζαχαράκη της Fast Finance ΑΕΠΕΥ, πως «σε περίπτωση που ο Γενικός Δείκτης κερδίσει το επίπεδο των 720-730 μονάδων, τότε θα μιλάμε για την έναρξη μιας μεσοπρόθεσμης ανοδικής τάσης. Αυτό το έχουμε ήδη διαπιστώσει σε συγκεκριμένες μη τραπεζικές μετοχές της υψηλής κεφαλαιοποίησης, ωστόσο θα θέλαμε να το δούμε και σε όρους Γενικού Δείκτη».
Το ζητούμενο βέβαια είναι αν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι προκειμένου να προσδοκούμε άνοδο τιμών στο ΧΑ, ιδίως μάλιστα όταν και η κατάσταση στις διεθνείς αγορές είναι πλέον αρκετά ανησυχητική, μετά από έξι συνεχή χρόνια ράλι.
«Στο οικονομικό επίπεδο δεν βλέπω τίποτε θετικό, πέραν του ότι η κυβέρνηση δείχνει να έχει αποφασίσει ότι πρέπει να προχωρήσει στις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις. Το επόμενο τρίμηνο θα είναι καθοριστικό», συμπληρώνει ο κ. Ζαχαράκης.
Από την πλευρά του, ο κ. Νίκος Χρυσοχοΐδης, διευθύνων σύμβουλος της ομώνυμης χρηματιστηριακής, δεν κρύβει μεν τον προβληματισμό του για μια σειρά από αβεβαιότητες, ωστόσο επισημαίνει τη δραστική υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων, τάση που ενδεχομένως να συνεχιστεί μετά από μια επιτυχή ολοκλήρωση της επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. «Μια υποχώρηση των spreads θα μπορούσε ενδεχομένως να καταστήσει κάπως πιο ελκυστικές τις τοποθετήσεις των επενδυτών σε ελληνικά περιουσιακά στοιχεία», υποστηρίζει ο κ. Χρυσοχοΐδης.