Ένα χρόνο και ένα μήνα από την ημέρα που η Avramar προσέφυγε στις τράπεζες για παροχή έξτρα χρηματοδότησης και αναδιάρθρωσης των δανείων της, η διαδικασία για τη διάσωσή της εισέρχεται στην τελική ευθεία.
Νωρίς σήμερα το απόγευμα, η Deloitte θα γνωρίζει ακριβώς πόσοι και ποιοι από τους πάνω από 15 επενδυτές που έλαβαν τον φάκελο της Avramar θα έχουν καταθέσει τελικά μη δεσμευτική προσφορά και θα περάσουν στο επόμενο στάδιο της διαδικασίας. Τα ονόματα που έχουν ακουστεί, πολλά. Μεταξύ αυτών της Philosofish, της Biomar, του ισπανικού ομίλου Groupo Profand, της Cooke και του επίσης ισπανικού fund Atitlan, το οποίο φέρεται να συνδέεται με τη Mubadala, σημερινού μετόχου της Avramar.
Όμως το πρόβλημα δεν είναι μόνο πόσοι και ποιοι θα βρεθούν στην τελική γραμμή καταθέτοντας δεσμευτική προσφορά, αλλά αν η Avramar, ο μεγαλύτερος ιχθυοκαλλιεργητικός όμιλος της χώρας, μπορεί να διασωθεί εν συνόλω. Όχι μόνο γιατί το ελληνικό σκέλος του ομίλου, που έχει βγει προς πώληση, βαρύνεται με δυσθεώρητα χρέη προς τις τράπεζες και τους προμηθευτές -σ.σ. τα χρέη ξεπερνούν τα 400 εκατ. ευρώ- αλλά γιατί τα χρήματα που θα κληθεί να βάλει ο προτιμητέος επενδυτής ξεπερνούν τα 100 εκατ. ευρώ, εκτιμούν παράγοντες της αγοράς.
«Ακόμα και αν πληρώσεις μόνο 1 ευρώ για την αξία της εταιρείας και δεν αναλάβεις τα δάνεια, απαιτούνται τουλάχιστον 100 εκατ. ευρώ για την τροφή των ψαριών», λέει παράγοντας της αγοράς με πολύχρονη διαδρομή στον κλάδο.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η εταιρεία είναι καμένη γη. «Αναγκάζεται να πουλά μικρά ψάρια, βάρους 200-250 γρμ., προκειμένου να αποκτήσει ρευστότητα. Επίσης αδιευκρίνιστο είναι αν υπάρχει γόνος και σε τι κατάσταση είναι η βιομάζα», αναφέρει.
Την ίδια εκτίμηση κάνει και άλλο στέλεχος της αγοράς, που έχει λάβει τον φάκελο της διαγωνιστικής διαδικασίας από την Deloitte, σύμφωνα με το οποίο το μέσο βάρος της βιομάζας μέχρι το φθινόπωρο θα αγγίζει μόλις τα 100-150 γραμμάρια.
«Συνεπώς, η εκτροφή ψαριών θα απαιτήσει σίτιση καθ' όλη τη διάρκεια του χειμώνα έως το επόμενο καλοκαίρι. Οπότε λαμβάνοντας υπόψη ότι για 1 κιλό ψάρι χρειάζονται τουλάχιστον 2 κιλά τροφής -η τιμή της τροφής είναι 1,25 ευρώ/κιλό-, το κόστος θα ξεπεράσει κατά πολύ τα 100 εκατ. ευρώ», λέει. Και συμπληρώνει ότι σε αυτό το κόστος δεν έχουν συμπεριληφθεί μισθοί, λειτουργικά έξοδα και λοιπές δαπάνες.
Όμως επί της ουσίας κανείς από τους ενδιαφερόμενους επενδυτές δεν γνωρίζει επακριβώς σε ποια κατάσταση βρίσκεται η εταιρεία. Η οικονομική επισκόπηση των 50 σελίδων που έλαβαν οι ενδιαφερόμενοι βασίζεται σε στοιχεία του 2022, για το άνοιγμα προς τους προμηθευτές τα στοιχεία ήταν του Μαΐου του 2023 ενώ τα στοιχεία για τη βιομάζα είναι του Οκτωβρίου του 2023. Περαιτέρω στοιχεία θα δοθούν από την Deloitte, στη δεύτερη φάση και στους επενδυτές που θα συμμετέχουν σε αυτή.
Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία, με βάση το process letter των Τραπεζών, οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές θα πρέπει να κάνουν προσφορά για τα κεφάλαια που σκοπεύουν να επενδύσουν, για το ύψος του κουρέματος των δανείων που επιθυμούν αλλά και για το ποσοστό της εταιρείας που θέλουν να αποκτήσουν. Αυτό σημαίνει ότι την επόμενη ημέρα, οι σημερινοί επενδυτές της Avramar, δηλαδή η Amerra και η Mubadala, οι μετοχές των οποίων έχουν ενεχυριαστεί για να προχωρήσει η διαδικασία και η εκταμίευση της ενδιάμεσης χρηματοδότησης των 20 εκατ. ευρώ, παραμένουν στην εικόνα.
«Εκτός από τη Mubadala που επιθυμεί κάποια λύση, η Amerra επιδιώκει να παραμείνει όσο πάει, γιατί βγάζει πάρα πολλά λεφτά από τα management fees», λέει στέλεχος της αγοράς με γνώση της διαδικασίας. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, η Amerra θα λάβει εφέτος από την Avramar ως management fees περί τα 4 εκατ. ευρώ.
Το ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι κανείς από τη C-Suite του ομίλου, που βρίσκεται στην Ισπανία, δεν υπογράφει ισολογισμούς και δεν είναι στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας. Μάλιστα στελέχη της Avramar χαρακτηρίζουν το group management του εξωτερικού ως... τουρίστες.
Σε ό.τι αφορά την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Avramar αυτή τη στιγμή, πηγές κοντά στην εταιρεία αναφέρουν στο Euro2day.gr ότι έχει «παγώσει» τις οφειλές ύψους 25 εκατ. ευρώ που είχε προς τους προμηθευτές της έως την 31η Μαρτίου και πλέον καλύπτει τις τρέχουσες υποχρεώσεις.
Το άνοιγμα προς τις τράπεζες είναι «παγωμένο», ενώ το βασικό μέλημα είναι οι ιχθυοτροφές. «Αγοράζουμε όσο χρειαζόμαστε για να καλύψουμε τις τρέχουσες ανάγκες μας. Δεν κρατάμε στοκ», λέει άλλη πηγή, η οποία επιβεβαιώνει ότι ο μηνιαίος στόχος της παραγωγής από 3.000 τόνους, τον Ιούνιο ανέβηκε στους 5.000 τόνους.
Αυτή η σημαντική αύξηση στην παραγωγή μεταφράζεται από στελέχη του κλάδου ως ανάγκη της εταιρείας να μαζέψει ρευστότητα. Όμως το γεγονός ότι ψαρεύει και πουλά αφενός πολύ μικρά ψάρια και αφετέρου έχει ρίξει τις τιμές, έχει πιέσει τον κλάδο στο σύνολό του, προκαλώντας ιδιαίτερο προβληματισμό για την επόμενη ημέρα.