Η εξαγορά των ελληνικών δραστηριοτήτων της AXA από την Generali που ανακοινώθηκε επισήμως σήμερα δεν αιφνιδίασε την αγορά, καθώς το θέμα είχε διαρρεύσει και σχολιαστεί ποικιλοτρόπως από το φθινόπωρο στο διεθνή και στον εγχώριο τύπο (βλέπε δημοσίευμα του Euro2day.gr στις 27/8/2020 με τίτλο «Ασφαλιστικές: Κινητικότητα για εξαγορές σε τρία μέτωπα»).
Η ουσία είναι ότι μετά την εκδήλωση της πανδημίας, πολλά πράγματα άλλαξαν στη διεθνή ασφαλιστική σκακιέρα. Ειδικότερα οι επιπτώσεις της covid-19 ήρθαν να προστεθούν σε άλλα προϋπάρχοντα προβλήματα, όπως π.χ. το περιβάλλον των αρνητικών επιτοκίων και η άμεση ανάγκη για σημαντικές επενδύσεις στο μέτωπο του ψηφιακού μετασχηματισμού. Οι εξελίξεις αυτές βρήκαν άλλους πολυεθνικούς ομίλους να καταγράφουν απώλειες και να κοιτάζουν πώς θα περιορίσουν τη γεωγραφική τους επέκταση και πώς θα ενισχύσουν την άμυνά τους απέναντι σε ενδεχόμενους κινδύνους και άλλους να θεωρούν πώς τώρα είναι η κατάλληλη ευκαιρία να αναπτυχθούν μέσα από το εργαλείο των εξαγορών.
Επιπλέον, η εγχώρια ασφαλιστική αγορά μετά από την πολύ δύσκολη φάση στην οποία περιήλθε κατά την περίοδο 2010-2013, άρχισε να εξομαλύνεται και να αποφέρει σημαντικά κέρδη στις ασφαλιστικές εταιρείες, καθώς από το 2014 έως και το 2020 εκτιμάται ότι κατέγραψε αθροιστικά θετικό προ φόρων αποτέλεσμα της τάξεως των 2,5 δισ. ευρώ (βλέπε σχετικό δημοσίευμα του Euro2day.gr). Να σημειωθεί ωστόσο ότι ένα σημαντικό τμήμα αυτών των αποτελεσμάτων οφείλεται στα υψηλά επενδυτικά κέρδη που σημείωσαν οι εταιρείες κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Επιπρόσθετα, αν και πολλά δομικά προβλήματα εξακολουθούν να ταλαιπωρούν την ελληνική ασφαλιστική αγορά, υπάρχει σε πολλούς η πεποίθηση ότι τα χειρότερα βρίσκονται πίσω μας και πως οι προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου παραμένουν ευοίωνες. Σύμφωνα με τους παράγοντες της ασφαλιστικής βιομηχανίας, οι βασικότεροι λόγοι αισιοδοξίας αποδίδονται στο ότι:
- Ο κίνδυνος της χώρας έχει περιοριστεί δραστικά, με τα yields των κρατικών χρεογράφων να υπολείπονται του 1%.
- Η ασφαλιστική παραγωγή φαίνεται πως έφτασε στο χαμηλότερο σημείο της το 2015 και έκτοτε ακολουθεί πλαγιοανοδική πορεία, με εξαίρεση το «πισωγύρισμα» του 2020 λόγω της πανδημίας. Τα περιθώρια ανόδου της παραγωγής παραμένουν μεγάλα στο μεσομακροπρόθεσμο διάστημα, αν κάποιος συνεκτιμήσει ότι η ελληνική παραγωγή αντιστοιχεί στο 2,5% του ΑΕΠ και η ευρωπαϊκή στο 7,5%.
- Με δεδομένο ότι η ασφαλιστική δραστηριότητα αποτελεί συνάρτηση του ΑΕΠ μιας χώρας, υπάρχει η προσδοκία για επίτευξη ικανοποιητικών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά την επόμενη πενταετία.
- Έχει ξεκινήσει σειρά επαφών μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών και της κυβέρνησης για πολλά πεδία πιθανής συνεργασίας (πχ φυσικές καταστροφές, υγεία, φορολογικά κίνητρα). Ενδεχομένως, κάποιες σχετικές συμφωνίες θα μπορούσαν να αρχίσουν να υλοποιούνται μέσα στα επόμενα χρόνια.
Αλλαγή σκηνικού
Η ένταξη των εγχώριων δραστηριοτήτων της ΑΧΑ στην Generali, έρχεται να δημιουργήσει έναν ακόμη «μεγάλο παίκτη» στην ελληνική ασφαλιστική αγορά, σε ότι αφορά τόσο τα μερίδια, όσο και την κερδοφορία.
Ειδικότερα, μετά το deal η Generali ανεβαίνει στη δεύτερη θέση στον κλάδο των γενικών ασφαλίσεων και στην τρίτη θέση στις καλύψεις υγείας. Ειδικότερα, η εξαγορασθείσα AXA είχε σημειώσει έσοδα 168 εκατ. ευρώ το 2019, κατέχοντας τη έβδομη θέση στις γενικές ασφαλίσεις και την όγδοη στον κλάδο ζωής.
Παράλληλα, μέσα από αυτό το deal η Generali «δένει» για τα επόμενα 27 χρόνια τη συνεργασία της με το τραπεζικό δίκτυο της Alpha Bank.
Να σημειωθεί ότι προ ολίγων ετών είχε προκύψει ένας άλλος μεγάλος «παίκτης», μέσα από την εξαγορά της Αγροτικής Ασφαλιστικής από την Ergo Hellas και την μετέπειτα συγχώνευσή τους.
Το κουβάρι των αλλαγών αναμένεται να συνεχιστεί μέσα στο 2021 με την εξαγορά του leader του κλάδου, της Εθνικής Ασφαλιστικής από το fund CVC, το οποίο -μεταξύ άλλων- θα επιδιώξει να εκμεταλλευθεί συνέργειες λόγω της ηγετικής θέσης που κατέχει στον κλάδο της ιδιωτικής υγείας.
Όλα δείχνουν πως μέσα στη χρονιά που ξεκινά αύριο θα δούμε και άλλες κινήσεις εξαγορών και συγχωνεύσεων στον εγχώριο ασφαλιστικό κλάδο, με την πλευρά της Eurolife να έχει δηλώσει πρόθυμη να εμπλακεί σε μια τέτοια υπόθεση.
Πέρα από το γνωστό επιχείρημα ότι το εποπτικό πλαίσιο Solvency II ωθεί τις μικρότερες ασφαλιστικές εταιρείες να ενταχθούν σε μεγαλύτερα σχήματα (τάση που δεν έχουμε δει μέχρι σήμερα, αλλά σύμφωνα με κύκλους της αγοράς είναι θέμα χρόνου να τη δούμε), πηγή πιθανών συνεργασιών είναι και οι εξελίξεις στο μέτωπο του bancassurance, καθώς οι τράπεζες θα κληθούν στο μέλλον να αυξήσουν την ασφαλιστική τους παραγωγή μέσα από μικρότερο αριθμό καταστημάτων και χωρίς την τακτική παρουσία των πελατών τους σ’ αυτά. Πρόκειται για το «στοίχημα» της ψηφιοποίησης τόσο του τρόπου λειτουργίας, όσο και του marketing, λόγος για τον οποίο ενδεχομένως να οδηγηθούμε σε κάποια deals.
To τίμημα και οι συγκρίσεις
Το τίμημα της εξαγοράς συμφωνήθηκε στα 165 εκατ. ευρώ, ποσό που οδηγεί σε ένα δείκτη P/E 12,2 με βάση τα κέρδη του 2019, όταν οι άλλες δύο ασφαλιστικές εταιρείες του ΧΑ (Ευρωπαϊκή Πίστη και Interlife) διαπραγματεύονται με μονοψήφιο σχετικό δείκτη (βέβαια, ο δείκτης P/E δεν αποτελεί πανάκεια, καθώς θα πρέπει να συνεξετάζονται και αρκετές άλλες παράμετροι).
Επίσης, αρκετοί θα σπεύσουν να προχωρήσουν σε συγκρίσεις δεικτών με το τίμημα που προσφέρει το fund της CVC για την εξαγορά του 80% της Εθνικής Ασφαλιστικής.
Πάντως, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και η αναφορά της Generali ότι «στην εν λόγω συμφωνία συμπεριλαμβάνονται μελλοντικές αμοιβές, οι οποίες διαμορφώνονται βάσει της πορείας και αποδοτικότητας της συνεργασίας και θα αποδοθούν στην Alpha Bank από τις ελληνικές επιχειρήσεις της Generali».