Σαφώς μικρότερη εξακολούθησε να είναι η κατανάλωση καυσίμων στους ελληνικούς δρόμους κατά τη διάρκεια του φετινού καλοκαιριού, λόγω του μειωμένου εισερχόμενου τουρισμού αλλά και εξαιτίας του χαμηλότερου διαθέσιμου εισοδήματος πολλών νοικοκυριών.
Τα στοιχεία του πίνακα παρουσιάζουν τις ποσοστιαίες μεταβολές στην κατανάλωση βενζίνης και πετρελαίου κίνησης (δηλαδή συνολικά των καυσίμων κίνησης) σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα από την αρχή του φετινού Μαρτίου έως και την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου.
Η ουσία είναι πως μετά τη βύθιση της ζήτησης που παρατηρήθηκε κατά την περίοδο των περιοριστικών μέτρων (lockdown) λόγω της πανδημίας, η κατανάλωση καυσίμων κίνησης συνέχισε να κυμαίνεται σε σαφώς χαμηλότερα επίπεδα από τα αντίστοιχα περυσινά, ακόμη και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Έτσι, διαψεύστηκαν οι προβλέψεις ορισμένων στελεχών του ασφαλιστικού κλάδου, που υποστήριζαν ότι μετά την καραντίνα, «οι Έλληνες οδηγοί θα ξεθυμάνουν στο τιμόνι» και το χαμένο έδαφος του διμήνου θα αναπληρωθεί στο σύνολο της χρονιάς.
Έτσι, κατά το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου, η βενζίνη συνέχισε να κινείται πτωτικά με υψηλό μονοψήφιο ποσοστό, ενώ η μέση υποχώρηση στο πετρέλαιο κίνησης διαμορφώθηκε σε διψήφιο νούμερο. Προφανώς, ο μικρότερος αριθμός τουριστών, το χαμηλότερο ΑΕΠ και το αδυνατισμένο πορτοφόλι πολλών νοικοκυριών συνέβαλαν στη συγκεκριμένη εξέλιξη.
Το όλο θέμα πάντως φαίνεται να λειτουργεί ευνοϊκά για τις ασφαλιστικές εταιρείες και ιδίως για εκείνες που δεν προχώρησαν φέτος σε εκπτώσεις ασφαλίστρων με αφορμή τον κορωνοϊό. Και αυτό γιατί η μείωση της κυκλοφοριακής κίνησης επηρεάζει πτωτικά τον αριθμό των τροχαίων ατυχημάτων, άρα και τις αποζημιώσεις που καλούνται να καταβάλλουν οι ασφαλιστικές εταιρείες. Ήδη οι αποζημιώσεις που καταβλήθηκαν κατά την περίοδο του lockdown ήταν σαφώς μειωμένες, ενώ όλα δείχνουν πως η πτωτική τους πορεία (έστω και με μικρότερους ρυθμούς) συνεχίστηκε και μέσα στο φετινό καλοκαίρι.
Φέτος, υπήρξαν ασφαλιστικές εταιρείες που προχώρησαν σε εκπτώσεις τιμολογίων κατά την περίοδο της πανδημίας, υποστηρίζοντας ότι έπρεπε να επιστρέψουν στους πελάτες τους τα οφέλη που είχαν, επειδή οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να κινήσουν τα οχήματά τους.
Στον αντίποδα, οι περισσότερες εταιρείες διατήρησαν σταθερά τα τιμολόγιά τους, υποστηρίζοντας πως η τιμολογιακή πολιτική των εταιρειών αποτελεί μακροπρόθεσμη υπόθεση και δεν μεταβάλλεται από έκτακτα γεγονότα που θα έχουν διάρκεια λίγων μηνών. Επίσης, υποστήριξαν πως ήδη τα τιμολόγια στον κλάδο οχημάτων είχαν μειωθεί κατά περίπου 40% μέσα στην τελευταία δεκαετία, με αποτέλεσμα πολλές εταιρείες να υποχρεώνονται σε ζημίες από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, αν συνυπολογίσουν το σύνολο των εξόδων που επωμίζονται.
Τέλος, υποστηρίζεται ότι η πολύ θετική επίδραση που είχε η πορεία των αγορών (μετοχών και κυρίως ομολόγων) στα αποτελέσματα των ασφαλιστικών εταιρειών δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συνεχιστεί στο μέλλον και πως οι εταιρείες θα πρέπει να εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους και όχι στο να «αγοράζουν τζίρο» στο βραχυπρόθεσμο χρονικό διάστημα.