Μια ακόμη βιομηχανία, όπως όλα δείχνουν θα προστεθεί στον μακρύ κατάλογο των ελληνικών επιχειρήσεων που λόγω κρίσης, έλλειψης ρευστότητας και κακών επιχειρηματικών επιλογών, οδηγείται σε πτώχευση αφήνοντας πίσω τους νέα στρατιά ανέργων.
Το αν εν τέλει η Nutriart (Κατσέλης) της οικογένειας Δαυίδ – Λεβέντη, θα γράψει τους τίτλους τέλους και θα μείνουν άνεργοι 500 υπάλληλοί της, θα αποφασιστεί τον προσεχή Σεπτέμβριο και συγκεκριμένα στις 18 του μήνα οπότε και έχει ορισθεί να συζητηθεί η αίτηση κήρυξης σε πτώχευση που υπεβλήθη την περασμένη Παρασκευή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Προηγείται βέβαια σχετική έγκριση και από την Γενική Συνέλευση των μετόχων της που θα συγκληθεί για τον σκοπό αυτό πιθανότατα στις αρχές Ιουλίου.
Μέχρι τον Σεπτέμβριο όμως η εταιρεία, οι εργαζόμενοί της και φυσικά οι προμηθευτές και πελάτες της, θα πρέπει να διαχειριστούν μια κατάσταση η οποία είναι αν μη τι άλλο δύσκολη και σίγουρα πέρα από το αυτό που περίμενε η αγορά.
Και αυτό όχι γιατί δεν ήταν γνωστά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η εταιρεία τα τελευταία χρόνια, αλλά γιατί μέσω του σχεδίου αναδιάρθρωσης της αλλά και της προσπάθειάς της να πουλήσει μέρος ή το σύνολο των δραστηριοτήτων της, προσπάθεια που εντάθηκε το τελευταίο διάστημα, υπήρχε η εκτίμηση ότι με τον ένα ή άλλο τρόπο θα υπήρχε και η πολυπόθητη "κάθαρση".
Όπως έλεγε το απόγευμα της Παρασκευής σε πηγαδάκι στέλεχος της αγοράς λίγη ώρα μετά την επίσημη ανακοίνωση της εισηγμένης «οι τράπεζες έκλεισαν τον διακόπτη και η οικογένεια Δαυίδ κατέβασε τον γενικό».
Πέρα από τις εκτιμήσεις και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην αγορά, υπήρχαν και οι επίσημες ανακοινώσεις της εισηγμένης όπως αυτή που είχε εκδοθεί στις 3η Ιουνίου, στην οποία επισημαινόταν η επιδίωξη της για ενίσχυση της οικονομικής της θέσης, μέσω της ολοκλήρωσης της συμφωνίας χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης, η οποία είναι αλήθεια ότι είχε τραβήξει εις μάκρος.
Το τι ακριβώς συνέβη μεταξύ των τελευταίων επίσημων ανακοινώσεων, της μη δεσμευτικής προσφοράς που είχε καταθέσει η Μέλισσα – Κίκιζας για την απόκτηση του κλάδου αλεύρων, (για την οποία δεν υπήρξε καμία αντίδραση ούτε θετική ούτε αρνητική από τις τράπεζες) και της κατάθεσης αίτησης πτώχευσης, σίγουρα το γνωρίζουν πολύ καλύτερα οι βασικοί μέτοχοι.
Πληροφορίες οι οποίες θα γίνουν γνωστές όσο πλησιάζουμε στην ημέρα εκδίκασης της αίτησής της τον Σεπτέμβριο.
Επισήμως πάντως η εταιρεία με την ανακοίνωση που εξέδωσε το μεσημέρι της Παρασκευής φωτογραφίζει ως υπαίτιες για την αποτυχία εξεύρεσης λύσης στο πρόβλημά της τις Τράπεζες.
Συγκεκριμένα αναφέρει χαρακτηριστικά «η εταιρεία κατέβαλλε σημαντικές προσπάθειες για την αναδιάρθρωση και τον εξορθολογισμό της τα τελευταία χρόνια.
Η επιδείνωση της κρίσης, ταυτόχρονα με τις μεγάλες καθυστερήσεις που υπήρξαν στην οριστικοποίηση, σύναψη και υλοποίηση των συμφωνιών χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης με τις τράπεζες, επιβάρυναν σε μεγάλο βαθμό την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα η εταιρεία να μην είναι σε θέση πλέον να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις της».
Δήλωση η οποία δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα αν αναλογιστεί κανείς ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης σερνόταν πάνω από δύο χρόνια.
Σημειώνεται ότι οι διαπραγματεύσεις για το πρώτο σχέδιο αναδιάρθρωσης που υπεγράφη τον Αύγουστο του 2011 είχαν διαρκέσει οκτώ μήνες και άλλους εννέα μήνες είχαν διαρκέσει οι διαπραγματεύσεις για το δεύτερο σχέδιο αναδιάρθρωσης που υπεγράφη τελικά τον Ιανουάριο του 2013.
Με αυτή τη Δεύτερη Πρόσθετη Πράξη, είχε συμφωνηθεί μεταξύ των άλλων η παροχή επιπλέον χρηματοδότησης προς την εταιρεία ύψους 18 εκατ., εκ των οποίων τα 13 εκατ. αντιστοιχούσαν στο βασικό μέτοχο Tinola Ηoldings (οικογένεια Δαυίδ - Λεβέντη) και τα 5 εκατ. στις πιστώτριες τράπεζες.
Φυσικά αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι οι λάθος χειρισμοί της ίδιας της εταιρείας η οποία ως και πριν από λίγα χρόνια leader του κλάδου με ισχυρά μερίδια και brand name, δεν κατάφερε όχι μόνο να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια γινόταν σκιά του εαυτού της.
Αρκεί μόνο να αναφέρουμε ότι από τζίρο 91,695 εκατ. ευρώ το 2009, (111,737 εκατ. ευρώ το 2008), 79,258 εκατ. ευρώ το 2010, υποχώρησε στα 38,3 εκατ. Ευρώ το 2011 για να συρρικνωθεί στα 20,242 εκατ. ευρώ πέρυσι όπου οι ζημιές της διαμορφώθηκαν στα 36,8 εκατ. ευρώ.