Λαφαζάνης: Δεν θέλουμε υπερμέγεθες κράτος

Ο Π. Λαφαζάνης του Συνασπισμού εξηγεί το σχέδιο της σύγχρονης Αριστεράς για την οικονομία και επισημαίνει τα σημεία σύγκλισης και απόκλισης με τo οικονομικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ και τις εξαγγελίες Παπανδρέου.

Λαφαζάνης: Δεν θέλουμε υπερμέγεθες κράτος
Ο αρμόδιος για θέματα Οικονομίας και κοινωνικής πολιτικής του Συνασπισμού και υποψήφιος βουλευτής στη Β' Πειραιά, κ. Παναγιώτης Λαφαζάνης, χαρακτηρίζει παρεξήγηση το ότι η Αριστερά θέλει ένα υπερμέγεθες κράτος, εντοπίζει σημαντικότατες διαφορές οικονομικής πολιτικής με το ΠΑΣΟΚ και εξετάζει τα αξεπέραστα εμπόδια για συνεργασία, αν και φοβάται ότι μια κυβέρνηση Παπανδρέου θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κυβέρνηση τύπου Θαπατέρο. 

Ο  ίδιος σχολιάζει τις εσωκομματικές εξελίξεις στον Σύριζα, ασκεί κριτική στο μονεταριστικό μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εξηγεί τους τρόπου με τους οποίους η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να είναι όχι πιο "ανταγωνιστική" αλλά πιο "αποδοτική".      

Κύριε Λαφαζάνη, η συνεχής διελκυστίνδα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επηρεάζει τη διαμόρφωση των οικονομικών προτάσεων της παράταξης;

Ως ΣΥΝ και ως ΣΥΡΙΖΑ περάσαμε μετά τις ευρωεκλογές μια προβληματική περίοδο με αρκετά δύσκολες στιγμές. Ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε ατυχώς αυτό το διάστημα, είναι εκείνο που εύστοχα αποκαλέσατε στην ερώτησή σας "διελκυστίνδα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ". Αυτή η δύσκολη περίοδος δεν είχε σχέση με διαφορές στη διαμόρφωση των οικονομικών μας θέσεων. Μακάρι να είχε, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν, ίσως, δημιουργικό. Οι δυσκολίες μας, δυστυχώς, δεν στηρίζονταν πάντα σε γόνιμες ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές, γι’ αυτό και ζημίωσαν τη δημόσια εικόνα μας και την απήχησή μας. Θεωρώ, όμως, ότι με τις τελευταίες αποσαφηνίσεις και συλλογικές μας αποφάσεις έχουμε αφήσει πίσω τις δυσκολίες.

Πιστεύω ότι αλλάξαμε σελίδα και ενωμένοι και αποφασισμένοι έχουμε μπει στη δύσκολη μάχη των εκλογών για να κερδίσουμε το χαμένο έδαφος. Έχουμε πλήρη επίγνωση ότι τα πράγματα για εμάς δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστα. Θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Ξέρουμε ότι το πρώτο και κύριο που πρέπει να διασφαλίσουμε είναι η παρουσία μας στην επόμενη Βουλή. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε και θα παλέψουμε και για την τελευταία ψήφο. Από κει και πέρα είναι αυτονόητο ότι επιδιώκουμε ό,τι το καλύτερο και το υψηλότερο. Ακόμα και τη θετική έκπληξη.

Φοβούμαι, όμως, ότι το σκηνικό μετά τις 4 Οκτωβρίου θα είναι αρκετά, έως πολύ, συντηρητικό. Μια αυτοδύναμη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ θα είναι μια κυβέρνηση νεοφιλελεύθερου αντικοινωνικού προσανατολισμού, στο πρότυπο της κυβέρνησης του σοσιαλιστή κ. Θαπατέρο στην Ισπανία, όπου η επίσημα ανεργία έχει προσεγγίσει το 20%. Αν το ΠΑΣΟΚ δεν έχει αυτοδυναμία, τότε θα αρχίσουν να χτυπάνε ηχηρά τα τύμπανα των κλειδοκρατόρων για συγκυβέρνηση Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, στο πρότυπο της Γερμανίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών ή αν αυτό δεν γίνει δυνατόν για ανακατατάξεις ή και διαιρέσεις στο ένα ή και στα δύο κόμματα, που θα επιτρέψουν κυβέρνηση ευρύτερης συναίνεσης για την εφαρμογή σκληρών μέτρων στη λογική των συνταγών του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ.

Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα όσο το δυνατόν πιο ισχυρή, στην επόμενη Βουλή, ως δύναμη αντιπολίτευσης, είναι εξαιρετικά απαραίτητη και χρήσιμη για τον λαό και τον τόπο. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμη που διαθέτει ρηξικέλευθες εναλλακτικές προτάσεις, ριζοσπαστικότητα, καινοτομία, τόλμη και κυρίως κινηματικό πνεύμα θα αποτελέσει τη μόνη πραγματική, ενοχλητική και δυναμική αντιπολίτευση στην επόμενη Βουλή, αντιπολίτευση ικανή να θέσει τις βάσεις μιας μελλοντικής ανατροπής και μιας νέας προοδευτικής πορείας. 

Θα θεωρούσατε την πρακτική του "λιγότερου κράτους" αξεπέραστο σημείο διαφωνίας;

Η ερώτησή σας είναι πολύ ενδιαφέρουσα γιατί μου δίνει τη δυνατότητα να αποσαφηνίσω μια σειρά μεγάλες παρεξηγήσεις: Πρώτη παρεξήγηση είναι η ταύτιση, περίπου, της Αριστεράς με το σημερινό κράτος και τις λειτουργίες του. Μέγα λάθος! Δεύτερη παρεξήγηση είναι η χρέωση στην Αριστερά αντιλήψεων για ένα υπερμέγεθες ή ένα για πολύ μεγαλύτερο κράτος. Επίσης, μέγα λάθος! Τρίτη παρεξήγηση είναι η σύνδεση του "λιγότερου κράτους" με τις πολιτικές και κυρίως τις πρακτικές της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Εδώ δεν πρόκειται απλώς για λάθος αλλά για πλήρη και κατάφωρη διαστρέβλωση της πραγματικότητας.

Ας αρχίσουμε από το τρίτο σημείο: Η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες υπόσχονται ότι εργάζονται για "λιγότερο κράτος". Πράγματι, στα είκοσι περίπου αυτά χρόνια η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ προχώρησαν σε πολιτική γενικευμένων εκποιήσεων δημόσιου πλούτου και ιδιαίτερα ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων κερδοφόρων και στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων. Μήπως όμως αυτές οι μαζικές -και συχνά χαριστικές- ιδιωτικοποιήσεις οδήγησαν σε μείωση του κράτους; Κάθε άλλο!

Παρά τις ιδιωτικοποιήσεις, το κράτος στη χώρα μας χρόνο με τον χρόνο γιγαντωνόταν όλο και περισσότερο με την αδιάκοπη συγκρότηση σειράς νέων υπηρεσιών και δραστηριοτήτων και τη μεγέθυνση των υπαρχουσών, ενώ ταυτόχρονα αυτό το κράτος γινόταν όλο και πιο φαύλο, πιο γραφειοκρατικό, πιο αναποτελεσματικό, πιο δαπανηρό, πιο σπάταλο και με υπερεξάπλωση των κατασταλτικών μηχανισμών. Κι αυτά που ισχυρίζομαι επιβεβαιώνονται αριθμητικά τόσο από τη συνεχή διόγκωση των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, όσο και από τους δείκτες αποδοτικότητας των κρατικών λειτουργιών.

Έρχομαι τώρα στην Αριστερά. Είναι λάθος η σύνδεσή μας με το σημερινό πελατειακό, κομματικοποιημένο και αναποτελεσματικό κράτος, που είναι δημιούργημα του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. Η Αριστερά δεν έχει καμία σχέση με τη μάστιγα των πελατειακών αντιλήψεων. Αντίθετα, θέλουμε να ανοικοδομήσουμε ένα νέο σύγχρονο κράτος, πάνω στις αρχές της πλήρους και απόλυτης αξιοκρατίας και πάνω στις αρχές της πλήρους και απόλυτης διαφάνειας και του θεσμοθετημένου κοινωνικού ελέγχου, πράγματα που συνιστούν προϋπόθεση υπεύθυνης εργασίας και ανιδιοτελούς συνεισφοράς των δημόσιων λειτουργών.

Μην περιμένουμε ποτέ υπεύθυνη και παραγωγική εργασία στον δημόσιο τομέα χωρίς πλήρη αξιοκρατία στο κράτος, χωρίς αντικειμενικότητα, χωρίς διαφάνεια, χωρίς κοινωνικό έλεγχο. Χωρίς όλα αυτά το κράτος τελματώνει και γίνεται καταθλιπτικό βάρος στην οικονομία και στην κοινωνία. Το μεγάλο στοίχημα για την Αριστερά αλλά και για τη χώρα είναι η ανατροπή, στην ουσία επανάσταση, για ένα σύγχρονο, καινοτόμο, αξιοκρατικό και αποδοτικό κράτος. Αν δεν κερδίσουμε αυτό το στοίχημα, δεν υπάρχει προοπτική στη χώρα.

Ταυτόχρονα, χρεώνεται η Αριστερά με την αντίληψη του γιγάντιου κράτους που καταβροχθίζει οικονομία και κοινωνία. Δυστυχώς αυτές οι αντιλήψεις, που δεν έχουν καμία σχέση με τον αυθεντικό αντικρατισμό του Μαρξ, ο οποίος θεωρούσε το κράτος, ιδιαίτερα το αστικό κράτος, όργανο βίας και καταπίεσης, κυριάρχησαν και απέτυχαν στα μοντέλα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Εμείς απορρίπτουμε αυτές τις αντιλήψεις.

Στη δική μας οικονομική πρόταση το Δημόσιο πρέπει να έχει μια ισχυρή παρέμβαση στην οικονομία, ιδιαίτερα στους πλέον στρατηγικούς τομείς, π.χ. χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενέργεια, υποδομές, δίκτυα κ.λπ. Δεν πρέπει, όμως, να ταυτίζουμε το κράτος με τον δημόσιο τομέα της οικονομίας, ταύτιση που δικαιολογημένα γίνεται σήμερα, διότι κόμμα - κράτος - δημόσιες επιχειρήσεις συνιστούν ενιαίο πλέγμα εξουσίας, όπου μια κομματική νομενκλατούρα νέμεται προνόμια και λάφυρα.

Για εμάς ο δημόσιος τομέας της οικονομίας θα πρέπει να έχει αυτονομία και δεν θα λειτουργεί ως παράρτημα του κόμματος-κράτους. Οι δημόσιες επιχειρήσεις θα πρέπει να κινούνται στη βάση, αποκλειστικά και μόνο, αναπτυξιακών και ευδιάκριτων ποσοτικοποιημένων κοινωνικών κριτηρίων και στο πλαίσιο αυτό να λειτουργούν με επιχειρηματικό, καινοτόμο πνεύμα, με υψηλές επιδόσεις παραγωγικότητας και σε μια όλο και πιο κοινωνικοποιημένη κατεύθυνση.

Με αυτή την έννοια, ο δημόσιος τομέας δεν θα είναι κράτος με την παραδοσιακή έννοια, αλλά με μια νέα κοινωνική, δημιουργική και κοινωνικοποιημένη επιχειρησιακή λειτουργία, που θα διέπεται από νέες προτεραιότητες και όχι από το στενό ιδιωτικό κέρδος και το όφελος για ολίγους.

Επομένως, το αξεπέραστο για εμάς σημείο διαφωνίας δεν είναι τόσο το "λιγότερο ή περισσότερο κράτος", μια αντιπαράθεση που γίνεται με παραδοσιακούς όρους. Το θέμα πρώτα απ’ όλα είναι τι είδους κράτος με ποιο περιεχόμενο και με ποιον προσανατολισμό. Όπως, ακόμα, το θέμα είναι μια ισχυρή δημόσια ενεργή παρέμβαση στην οικονομία, με νέα παραγωγικά, καινοτόμα, συμμετοχικά και κοινωνικοποιημένα χαρακτηριστικά, μακριά από στενές παραδοσιακές κρατικίστικες λογικές. 

Ποια σημεία των οικονομικών εξαγγελιών του ΠΑΣΟΚ θεωρείτε περισσότερο ασύμβατα με την οικονομική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ και σε ποια σημεία θεωρείτε ότι θα μπορούσε να υπάρξει ενός είδους σύγκλιση;

Η συζήτηση γύρω από τις συγκλίσεις ΣΥΡΙΖΑ και ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ έχει γίνει ιδιαίτερα βαρετή και ανιαρή, όσο βαρετός και ανιαρός ήταν και ο λόγος του κ. Γ. Παπανδρέου στη Θεσσαλονίκη.

Ας μην ταλαιπωρούμεθα. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν έπεσε από τον ουρανό. Αντίθετα, είναι αυτή που θεμελίωσε ένα νέο απαράδεκτο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο σε αυτή τη χώρα τα τελευταία 20 χρόνια. Ένα πελατειακό, κομματικοκεντρικό, νεοφιλελεύθερο μοντέλο που διέλυσε πλήρως τον παραγωγικό ιστό της οικονομίας, ενώ αποθέωσε μια κρατικοδίαιτη ολιγαρχία, την απίστευτη τραπεζική κερδοσκοπία, τις αρπαχτές στον τουρισμό και την εικονική συναλλαγματοφορία της ναυτιλίας.

Πάνω σε αυτό το αδιέξοδο μοντέλο κινήθηκε η Ν.Δ., ενισχύοντας τα χειρότερα στοιχεία του, με συνέπεια να φτάσουμε σήμερα, εν μέσω διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, σε μια εξελισσόμενη βαθιά ύφεση, που, αν δεν αλλάξουμε πορεία, μπορεί να επιφέρει μια άνευ προηγουμένου οικονομική και κοινωνική καταστροφή.

Η σημερινή, υπό τον κ. Γ. Παπανδρέου ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, όπως απέδειξε και η παρουσία του κ. Γ. Παπανδρέου στη Θεσ/νίκη, δεν έχει βγάλει κανένα απολύτως συμπέρασμα από την πλήρη και παταγώδη αποτυχία της τελευταίας εικοσαετίας. Γι' αυτό, άλλωστε, ο κ. Γ. Παπανδρέου δεν είχε να προτείνει καμία αλλαγή, καμία ανατροπή, ούτε καν μια στοιχειώδη εναλλακτική πρόταση για την οικονομία από τη Θεσσαλονίκη. Αντίθετα, ο οικονομικός προγραμματικός λόγος του έπλεε σε πελάγη απέραντης σύγχυσης, αμηχανίας, αοριστίας και βαθιάς συντηρητικής λογικής.

Δεν έχω τον χρόνο, ίσως και τον χώρο, να καταπιαστώ με ένα προς ένα τα σημεία του "προγράμματος" του κ. Γ. Παπανδρέου. Χαρακτηριστικά αναφέρω την περίφημη ενιαία προοδευτική φορολογική κλίμακα, η οποία έχει καταντήσει "λάστιχο" από τις πιο διαφορετικές εκφωνήσεις των στελεχών του ΠΑΣΟΚ και του προέδρου του. Σήμερα, ουδείς γνωρίζει ποια εισοδήματα θα περιλαμβάνει αυτή η κλίμακα, αφού συνεχίζονται τα μπρος-πίσω και τα μπάσε-βγάλε, και κυρίως κανείς δεν γνωρίζει τους συντελεστές της. Πλήρης αβεβαιότητα, πλήρης σύγχυση.

Την ίδια ώρα, ο κ. Γ. Παπανδρέου λέει ότι θα μειώσει τον συντελεστή για τα αδιανέμητα κέρδη των επιχειρήσεων. Ο συντελεστής φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων, συνολικά, οδεύει το 2014 στο 20%. Πόσο θα τον μειώσει, λοιπόν, ο κ. Γ. Παπανδρέου για τα αδιανέμητα κέρδη; Γιατί δεν μας το λέει; Στο 10%; Στο 5%; Πού; Κέρδη χωρίς φόρους είναι το μοντέλο; Και δεν γνωρίζει ο κ. Γ. Παπανδρέου ότι τα αδιανέμητα κέρδη μιας επιχείρησης δεν κατευθύνονται κατ’ ανάγκη στις επενδύσεις αλλά και στις τσέπες των golden boys και των μεγαλομετόχων των επιχειρήσεων;

Ο κ. Γ. Παπανδρέου, δυστυχώς, το μόνο που μπορεί να υποσχεθεί είναι να συνεχίσει τον ίδιο καταστροφικό οικονομικό προσανατολισμό που άφησε πίσω της η Ν.Δ., τον οποίο και η ίδια παρέλαβε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Φαύλος κύκλος! Ακόμα και η δανεική από τις ΗΠΑ του κ. Ομπάμα ιδέα της πράσινης ανάπτυξης -πράσινος καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει!- για την οποία μιλάει συνεχώς ο κ. Γ. Παπανδρέου, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα αν η ΔΕΗ, ως δημόσια επιχείρηση, δεν αναλάβει ένα κεντρικό ρόλο στην επέκταση και παραγωγή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με την αμφισβήτηση της απελευθέρωσης της σχετικής αγοράς. Πολύ περισσότερο, επίσης, είναι αστείο να μιλούν για πράσινη ανάπτυξη, όταν η Ελλάδα τα τελευταία τριάντα χρόνια καίγεται, ερημοποιείται και γίνεται γκρίζα.

Πρώτο μέτρο για το περιβάλλον είναι να σώσουμε τα δάση μας και να αναπτύξουμε τη δασική οικονομία, κατεύθυνση που μπορεί να συνεισφέρει και στην ανάπτυξη και κυρίως στην απασχόληση.

Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι σαφές ότι δεν υπάρχει κοινός τόπος ανάμεσα στις προγραμματικές θέσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Η χώρα χρειάζεται βαθιές αλλαγές και ανατροπές και όχι καλύτερη διαχείριση του συστήματος, αν και έχω την εντύπωση ότι ούτε και γι' αυτό θα αποδειχθεί ιδιαίτερα ικανή η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ. 

Η ανταγωνιστικότητα της χώρας διολισθαίνει διαρκώς. Ποιες είναι οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση αυτή;

Η ανταγωνιστικότητα ως έννοια δεν μου ταιριάζει ιδεολογικά και ποτέ δεν τη χρησιμοποίησα. Δεν ζούμε ή καλύτερα δεν πρέπει να ζούμε σε μια παγκόσμια ζούγκλα όπου οι οικονομίες των κρατών ανταγωνίζονται για την επικράτηση, γιατί αυτή η θεώρηση οδηγεί τον πλανήτη στην καταστροφή. Γι’ αυτό προτιμώ να αναφέρομαι στην αποδοτικότητα μιας οικονομίας, μια λέξη διαφορετικά φορτισμένη.

Πράγματι, λοιπόν, η αποδοτικότητα της ελληνικής οικονομίας συνολικά είναι χαμηλή κι αυτό συνιστά ένα κρίσιμο πρόβλημα. Σε μια οικονομία βασικά παίζουν ρόλο τρία πράγματα: Η παραγωγικότητά της, δηλ. η συνάρτηση κατά μέσο όρο ποσότητας και ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών ανά ώρα εργασίας και από εκεί και πέρα μετράει η κατανομή του παραγόμενου πλούτου και η έκταση της απασχόλησης. Η ελληνική οικονομία πάσχει και στα τρία αυτά πράγματα.

Έχει σχετικά χαμηλή παραγωγικότητα, ο παραγόμενος πλούτος μοιράζεται πάρα πολύ άνισα και η ανεργία είναι πολύ υψηλή. Επομένως χρειάζονται βαθιές αλλαγές που να βελτιώνουν και τις τρεις αυτές κατευθύνσεις, που είναι αλληλένδετες και όχι μόνο την παραγωγικότητα, η οποία δεν μπορεί να κινείται επί πολύ σε ικανοποιητικά επίπεδα, αν δεν συμβαδίζει με κοινωνική δικαιοσύνη και με υψηλά επίπεδα απασχόλησης.

Τι σημαίνει όμως αύξηση της αποδοτικότητας της οικονομίας; Σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι σε δεδομένο χρόνο μπορούν να παράγουν κατά μέσο όρο περισσότερα και καλύτερα προϊόντα και υπηρεσίες. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Μήπως με τη υπερεντατικοποίηση της εργασίας ή αν κάνουμε μια μεταφορά με τη συμπίεση των μισθών, ώστε να πέσει το κόστος προϊόντων και υπηρεσιών; Ασφαλώς όχι. Διότι αν τα πράγματα ήταν έτσι, τότε τη μεγαλύτερη οικονομική αποδοτικότητα θα την είχαν χώρες του τρίτου κόσμου με εργαζομένους που δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί, με τον... βούρδουλα από το πρωί μέχρι το βράδυ.

Για να βελτιώσουμε επομένως την αποδοτικότητα της οικονομίας μας πρέπει να αυξήσουμε τη συνολική παραγωγικότητα της εργασίας (και ταυτόχρονα να κατανείμουμε τον πλούτο δικαιότερα και να αυξήσουμε την πραγματική και πλήρη απασχόληση), πράγμα που σημαίνει βαθιές ριζοσπαστικές αλλαγές για ένα νέο ανασυγκροτημένο, σύγχρονο και αποδοτικό κράτος, βαθιές αλλαγές για μια αναβαθμισμένη, σύγχρονη, δημόσια, δωρεάν και καθολική παιδεία, συνολική ανασυγκρότηση του χώρου της έρευνας, της τεχνολογίας και των καινοτομιών με μεγάλη αύξηση των σχετικών δαπανών, γενναία και συνολική αύξηση των επενδύσεων, ιδιαίτερα σε σύγχρονους τεχνολογικά παραγωγικούς τομείς, πρώτα απ’ όλα των δημόσιων επενδύσεων, δημόσιος έλεγχος και αναπτυξιακός, κοινωνικός προσανατολισμός του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ανασυγκρότηση και αναβάθμιση του ευρύτερου δημόσιου τομέα σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, στήριξη των πολύ μικρών, ιδιαίτερα των καινοτόμων, επιχειρήσεων, ποιοτική και οικολογική αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής και ενίσχυση στη λογική αυτή της μικρομεσαίας αγροτιάς κ.λπ.

Μιλάμε , με δυο λόγια, για ένα πολύ διαφορετικό οικονομικό και κοινωνικό πρότυπο ανάπτυξης, το οποίο δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη σημερινή δικομματική Ελλάδα της κρίσης και της παρακμής. 


Στον λεγόμενο δυτικό κόσμο οι συνθήκες εργασίας επιδεινώνονται διαρκώς. Τα ωράρια καταργούνται, οι υπερωρίες δεν καταβάλλονται, τα κεκτημένα ασφαλιστικά δικαιώματα αμφισβητούνται εν ονόματι αυτής της ανάγκης για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Με αυτό το δεδομένο, πώς πιστεύετε ότι μπορεί κάτι να είναι διαφορετικό στην Ελλάδα;

Πράγματι έχετε δίκιο στη θεμελιώδη διαπίστωση που περιέχει η ερώτησή σας. Ο άγριος νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός που οργώνει τον πλανήτη, τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, κατεδαφίζει παντού κοινωνικό κράτος, μισθούς, εργασιακές σχέσεις, ασφαλιστικά δικαιώματα. Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε, επίσης, ότι στη βάση της διεθνούς οικονομικής κρίσης, βρίσκονται αυτά τα οδυνηρά φαινόμενα ως αιτία της.

Γιατί βαθύτερη αιτία της σημερινής διεθνούς κρίσης του καπιταλισμού δεν είναι απλώς και μόνο τα κερδοσκοπικά παιχνίδια των golden boys και η απληστία των τραπεζών αλλά κυρίως η απίστευτη υπερσυσσώρευση πλούτου σε λίγα χέρια, οι αβυσσαλέες κοινωνικές ανισότητες και η επέκταση της νέας φτώχειας. Γι’ αυτό, επίσης, δεν πρόκειται να υπάρξει πραγματική διέξοδος από την κρίση, πέρα από περιστασιακές ανάσες, αν δεν υπάρξει μια νέα δικαιότερη αναδιανομή του πλούτου στον κόσμο, την Ευρώπη και στις εθνικές οικονομίες.
 
Αν, λοιπόν, κυριαρχεί στον κόσμο ένα τόσο άγριο και άδικο σύστημα, η μοίρα της χώρας μας είναι απλώς να το επικαλείται για να το ακολουθεί και να το παρακολουθεί ως μοιραίο κακό; Πιστεύω όχι. Θα ήταν πελώριο λάθος άλλωστε, αν αυτό πράττουν όλες οι χώρες, αυτό το άδικο σύστημα θα διαιωνίζεται και θα μας οδηγεί όλους στην καταστροφή.

Η Ελλάδα δεν είναι το κέντρο της Γης. Δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Μπορεί, όμως, για το καλό της χώρας και του ελληνικού λαού να χαράξει έναν ρεαλιστικό εναλλακτικό δρόμο με ένα διαφορετικό εθνικό, αναπτυξιακό, κοινωνικό και οικολογικό στρατηγικό όραμα. Αυτό είναι απόλυτα εφικτό και απόλυτα αναγκαίο και μπορεί να είναι και μια συμβολή, ίσως και ο σπινθήρας, για να ενισχυθούν οι υπαρκτές δυνάμεις αλλαγής στην Ευρώπη και όχι μόνο σε αυτήν. 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση πιέζει για τη μείωση των ελλειμμάτων και σε πολλές περιπτώσεις "επιτηρεί" την ελληνική οικονομία, χαράσσοντας την πορεία της. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί υπεύθυνη για την τρέχουσα οικονομική την Ενωμένη Ευρώπη;

Ασφαλώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας μας. Όμως, είναι βέβαιο ότι το νεοφιλελεύθερο μονεταριστικό πλαίσιο της Ε.Ε. επιδρά πολύ αρνητικά στις οικονομίες των χωρών-μελών, ιδιαίτερα των οικονομικά αδύναμων, όπως η Ελλάδα.

Ειδικά το καθεστώς κοινοτικής επιτήρησης που έχει επιβληθεί στη χώρα μας και παραπέμπει σε αποικιοκρατικού χαρακτήρα εποπτείες και στηρίζεται στο προκρούστειο Σύμφωνο Σταθερότητας της Ε.Ε., είναι απολύτως απαράδεκτο. Είναι αδύνατο να πέσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού κάτω από το 3% του ΑΕΠ σε δύο ή τρία χρόνια, μάλιστα σε μια περίοδο οικονομικής ύφεσης και όταν φέτος κινδυνεύει να προσεγγίσει το 10%!

Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο πρέπει να βουλιάξει η οικονομία και η κοινωνία να περιέλθει σε πλήρη απόγνωση. Όταν, για παράδειγμα, ο κ. Γ. Παπανδρέου μιλάει για τριετές Σύμφωνο Σταθερότητας προκειμένου να φύγουμε από την επιτήρηση, μιλάει και αυτός στην ουσία για ένα πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής εξουθένωσης. Επομένως, το καθεστώς επιτήρησης όχι μόνο δεν είναι υποβοηθητικό αλλά και οδηγεί την οικονομία σε απίστευτο κατήφορο.

Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι τόσο πρόβλημα μεγάλου δημοσιονομικού ελλείμματος. Τα μεγάλα θέματα είναι το μείζον έλλειμμα αποδοτικότητας της οικονομίας, το μεγάλο παραγωγικό έλλειμμα, το έλλειμμα ενδογενούς αναπτυξιακής δυναμικής και βεβαίως το μεγάλο κοινωνικό έλλειμμα με τις αβυσσαλέες ανισότητες. Αν δεν αντιμετωπιστούν αυτά τα τελευταία ελλείμματα, δεν πρόκειται να υπάρξει μακροχρόνια πρόοδος και στο δημοσιονομικό έλλειμμα.

Το θέμα, επομένως, ιδιαίτερα σε αυτή τη φάση, δεν είναι το ύψος του ελλείμματος, αλλά το πώς αξιοποιείται αυτό το έλλειμμα και συνολικά οι δημόσιες δαπάνες. Αν αξιοποιούνται για να ικανοποιηθούν αποτελεσματικά και αποδοτικά αναπτυξιακοί, παραγωγικοί και επενδυτικοί στόχοι ή τα ποσά χάνονται στο τέλμα της γραφειοκρατίας, των δαπανών χωρίς απόδοση και στις χαριστικές παροχές προς μια κρατικοδίαιτη ολιγαρχία. Και δυστυχώς συμβαίνει το δεύτερο.
Τέλος, όταν υπογραμμίζουμε πως το υψηλό έλλειμμα δεν είναι το κεντρικό πρόβλημα, μας θυμίζουν την ελληνική ιδιαιτερότητα του πράγματι υψηλού δημόσιου χρέους. Όμως, αυτό το χρέος είναι πράγματι βραχνάς γιατί χρηματοδοτείται με όρους αγοράς και σε άγριο κερδοσκοπικό πλαίσιο με υψηλά spread επιτοκίων.

Αυτό, όμως, είναι μέγα σκάνδαλο. Είναι αδιανόητο το Δημόσιο να δανείζεται συχνά με επιτόκιο άνω του 5%, ενώ οι τράπεζες που προνομιακά αγοράζουν τα ομόλογα του Δημοσίου, τα προσφέρουν στη συνέχεια ως εγγύηση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και δανείζονται από αυτήν με το επιτόκιο παρέμβασής της, που είναι 1%! Έχουμε προτείνει επανειλημμένα να δανείζονται απευθείας, ιδιαίτερα στις συνθήκες κρίσης, τα κράτη-μέλη, πρώτα απ’ όλα αυτά με υψηλά spreads, όπως η Ελλάδα, από την ΕΚΤ με το επιτόκιο παρέμβασής της, κατά το πρότυπο των εμπορικών τραπεζών.

Άκρα του τάφου σιωπή από τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ που στηρίζουν τους τραπεζίτες και τη μονεταριστική Ευρώπη. Γι' αυτό άλλωστε μόνο ένας τραπεζίτης από την ΕΚΤ, όπως ο κ. Λ. Παπαδήμος, θα μπορούσε να γίνει αποθεωτικά δεκτός ως υπουργός Οικονομίας στην ελληνική μπανανία. Θαυμάστε τους!

Μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ αμφισβητεί τη σημερινή αδιέξοδη και κατεδαφιστική πορεία της Ε.Ε. απέναντι στη συναίνεση Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ. Και δεν αμφισβητούμε μόνο. Προτείνουμε. Προτείνουμε μια νέα Ευρωπαϊκή Συμφωνία για ανάπτυξη, απασχόληση, προστασία του περιβάλλοντος, που θα αντικαταστήσει τα σημερινά μοντέλα των Συμφώνων Σταθερότητας, της ανεξέλεγκτης πολιτικά ΕΚΤ και μιας ενιαίας αγοράς που λειτουργεί εξουθενωτικά για τους αδύνατους, συγκεντρωτικά για τους ισχυρούς και αποδιαρθρωτικά στο πλαίσιο της "αγοραίας" παγκοσμιοποίησης.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v