Ραντεβού τον Σεπτέμβρη δίνει το ΥΠΕΘΟ με τις Βρυξέλλες για την κατάθεση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος 2025-28, όταν και θα ξεκαθαρίσει το δημοσιονομικό μονοπάτι των επόμενων ετών. Νωρίτερα, στο τέλος Ιουνίου, η Κομισιόν θα δώσει γραμμή για τα ανώτατα όρια αύξησης των πρωτογενών δαπανών την επόμενη τετραετία.
Αυτός ο οδικός χάρτης, υπό μορφή διμερούς συμβολαίου, είναι που θα κρίνει εάν και πότε θα μπορέσει να υπάρξει κάτι παραπάνω υπό μορφή μέτρων ενίσχυσης ή ελαφρύνσεων, καθώς επί του παρόντος ο λογαριασμός της διετίας 2024-25 έχει κλείσει στα 2,4 δισ. ευρώ και δεν προβλέπεται τίποτα παραπάνω.
Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο έρχεται να φορέσει έναν «στενό κορσέ» στα κράτη-μέλη της Ε.Ε., 11 εκ των οποίων εμφάνισαν πέρυσι δημοσιονομικό έλλειμμα υψηλότερο του 3% του ΑΕΠ και απειλούνται πλέον με την έναρξη διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος. Μεταξύ αυτών, Γαλλία, Ιταλία και Βέλγιο με ελλείμματα στη ζώνη του 4% με 7% του ΑΕΠ.
«Θα έχουμε ένα πολύ ενδιαφέρον φθινόπωρο», αναγνωρίζουν πηγές του ΥΠΕΘΟ, σημειώνοντας πως οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας και οι προβλέψεις που ενσωματώνονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας το οποίο εστάλη χθες στις Βρυξέλλες, δεν βάζουν στο ελάχιστο τη χώρα στο κάδρο των πιθανών περιπετειών.
Ελληνικές προβλέψεις
Οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες αυξάνονται σύμφωνα με το Πρόγραμμα κατά 2,1%, χαμηλότερα από το υποθετικό ανώτερο όριο αύξησης κατά 2,6%, ενώ τόσο φέτος όσο και του χρόνου προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ με δημοσιονομικό έλλειμμα σαφώς κάτω από 3% του ΑΕΠ (-1,2% φέτος, -0,9% του ΑΕΠ του χρόνου).
Στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, το βασικότερο εμπόδιο στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής δεν είναι το ύψος του ελλείμματος αλλά η αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών, οι οποίες διαμορφώνονται σήμερα στα 100 δισ. ευρώ. Με μια αύξηση 2,1%, σημαίνει πως του χρόνου μπορούν να αυξηθούν κατά 2,1 δισ. ευρώ και όχι παραπάνω και τον Ιούνιο θα κλειδώσουν συγκεκριμένοι στόχοι αύξησης για κάθε χρόνο τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Αν η σημερινή κυβέρνηση -ή η επόμενη- θελήσει να παρεκκλίνει των μέτρων που έχουν ήδη καθοριστεί σε ορίζοντα τετραετίας -όπως περιγράφονται στο πρόγραμμα της σημερινής κυβέρνησης- μπορεί να το κάνει. Μπορεί για παράδειγμα να θελήσει την επαναφορά 13ης και 14ης σύνταξης, η οποία κοστίζει 3 δισ. ευρώ τον χρόνο. Θα πρέπει όμως είτε να κόψει ισόποσα άλλες δαπάνες είτε να βρει ισοδύναμα μέτρα ύψους 3 δισ. ευρώ, αυξάνοντας για παράδειγμα κάποιους φόρους.
Έκτακτες δημοσιονομικές παρεμβάσεις, στη βάση καλύτερων επιδόσεων στα έσοδα όπως συνέβαινε τα τελευταία χρόνια, επίσης δεν χωρούν. Η γραμμή των Βρυξελλών, την οποία έχει ασπαστεί ο Κωστής Χατζηδάκης, ορίζει πως ό,τι περισσεύει δεν το χαλάμε αλλά το φυλάμε για έκτακτες περιστάσεις στο μέλλον ή το χρησιμοποιούμε για μείωση του χρέους. Πρόκειται για τα δημοσιονομικά «μαξιλάρια» στα οποία αναφέρθηκε πρόσφατα με την έκθεσή του ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, επιμένοντας στην ανάγκη συνετής διαχείρισης.
Ανάπτυξη: Καθοδική αναθεώρηση
Στο μέτωπο της ανάπτυξης, το Πρόγραμμα Σταθερότητας δεν έκρυβε εκπλήξεις. Η καθοδική αναθεώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από το 2,9% του προϋπολογισμού στο 2,5% του Προγράμματος Σταθερότητας φέτος ήταν αναμενόμενη.
Το ΥΠΕΘΟ αιτιολογεί την αναθεώρηση στη βραδύτερη ανάκαμψη της ευρωζώνης (από 1,2% ο στόχος αναθεωρήθηκε στο 0,8%) και τη διατήρηση των υψηλών επιτοκίων της ΕΚΤ για μεγαλύτερο του αρχικά αναμενόμενου διαστήματος.
Αυτό που προκαλεί αίσθηση είναι το γεγονός πως σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΥΠΕΘΟ, ο ρυθμός ανάπτυξης θα ήταν στην περιοχή του 1%, αν δεν υπήρχαν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη όχι μόνο να μη χαθεί ένα ευρώ έως το 2026 αλλά και να τεθούν οι βάσεις ώστε τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης να λειτουργήσουν ως ελατήριο ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Όταν, δηλαδή, τα 36 δισ. ευρώ θα έχουν περάσει στην ιστορία, ώστε η ανάπτυξη της οικονομίας να μη στηρίζεται τόσο στην κατανάλωση και στο πλήθος των τουριστών που θα επισκεφτούν τη χώρα.
Με βάση τις προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας, το ελληνικό ΑΕΠ θα φτάσει σε ονομαστικούς όρους τα 240 δισ. ευρώ το 2025, πάνω-κάτω όσο ήταν πριν η χώρα μπει στις μνημονιακές περιπέτειες.