Η άνοδος των επιτοκίων αφενός αυξάνει τα έσοδα των τραπεζών από τόκους, αφετέρου επιβαρύνει το κόστος δανεισμού των ίδιων των τραπεζών από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Η διαπίστωση αυτή επισημαίνεται στην Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος δίνοντας το στίγμα των ποιοτικών χαρακτηριστικών της κερδοφορίας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αλλά και των προκλήσεων.
Την ίδια στιγμή, επισημαίνεται ότι για τις ελληνικές τράπεζες, οι διεθνείς οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης αναμένουν ότι η κερδοφορία τους θα στηριχθεί και το 2023 από την αύξηση των επιτοκίων και ότι η ανθεκτικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων αλλά και οι δανειοδοτήσεις στο πλαίσιο του RRF (σ.σ. δανειακού σκέλους του Ταμείου Ανάκαμψης) θα αντισταθμίσουν τη συμβολή των αυξήσεων των επιτοκίων στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Κόστος ομολόγων
Σημειώνεται ότι οι πρόσφατες διαταράξεις στον τραπεζικό τομέα, κυρίως των ΗΠΑ, επέδρασαν αυξητικά στις αποδόσεις των τραπεζικών ομολόγων, κυρίως της μη επενδυτικής κατηγορίας, μεταξύ των οποίων και τα ομόλογα των ελληνικών τραπεζών. Μια επιπλέον πρόκληση για την κερδοφορία των τραπεζών προέρχεται από την επίδραση της αύξησης των επιτοκίων στο κόστος χρηματοδότησής τους από καταθέσεις, που δύναται να προέλθει από περαιτέρω αύξηση στα επιτόκια καταθέσεων ή/και στη ζήτηση για προθεσμιακές καταθέσεις έναντι καταθέσεων μίας ημέρας.
Επίσης, η άνοδος των επιτοκίων ενδεχομένως θα έχει αρνητικές επιδράσεις στην ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών. «Επομένως, το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων καθίσταται σημαντικός κίνδυνος, καθώς θα συνεχίζονται οι εκδόσεις ομολόγων των ελληνικών τραπεζών με σκοπό την κάλυψη της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL)», αναφέρεται στην Έκθεση.
Επενδυτική βαθμίδα
Σε αυτό το περιβάλλον, η αναβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου στην Επενδυτική Κατηγορία «θα αποτελούσε σημαντική εξέλιξη και για τις τράπεζες, καθώς αναμένεται ότι θα οδηγήσει σε αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ελληνικών τραπεζών, γεγονός που θα συμβάλει στη συγκράτηση του κόστους δανεισμού τους από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές», επισημαίνεται.
Σε ό,τι αφορά στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (Single Supervisory Mechanism ‒ SSM) εμφάνισαν ελαφρά υποχώρηση το Δεκέμβριο του 2022 σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2021.
Το 2023 οι σημαντικές ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να εκδίδουν ομόλογα με σκοπό την κάλυψη της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL). Συγκεκριμένα, η Eurobank πραγματοποίησε μία έκδοση ομολόγου υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας 500 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 7,0% και διάρκεια 6 έτη, ενώ η Alpha Bank μία έκδοση ομολόγου μειωμένης εξασφάλισης AT1 ύψους 400 εκατ. ευρώ με τοκομερίδιο 11,875% χωρίς τακτή ημερομηνία λήξης και μία έκδοση ομολόγου υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας 70 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 6,75% και διάρκεια 6 έτη.
«Η συμμετρική άνοδος των επιτοκίων σε καταθέσεις και δάνεια θα είχε αρνητική επίπτωση στο καθαρό εισόδημα από τόκους των ελληνικών τραπεζών, σε συνάφεια με το χαμηλό λόγο δανείων προς καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες (64,7%) σε σύγκριση με τις τράπεζες στην ευρωζώνη (103,5%)», αναφέρεται στην Έκθεση.
MREL: Απομένουν 6,7 δισ. ευρώ
Με βάση τα στοιχεία του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB MREL Dashboard 2022:Q4), και τις εκδόσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2023 έως τις 15 Ιουνίου, απομένουν περίπου 6,7 δισ. ευρώ που πρέπει να καλυφθούν από αντίστοιχες ομολογιακές εκδόσεις ή άλλους τύπους επιλέξιμων στοιχείων παθητικού έως το τέλος του 2025. Σημειώνεται ότι ενδεχόμενη αναβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία αναμένεται να οδηγήσει σε αναβαθμίσεις και των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών, όπως συνέβη το 2022 και τους πρώτους μήνες του 2023.
Η απόσταση της πλέον ευνοϊκής μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής αξιολόγησης της κάθε σημαντικής τράπεζας σε επίπεδο ομίλου από την επενδυτική κατηγορία έχει διαμορφωθεί σε τρεις βαθμίδες για τη Eurobank και την Εθνική Τράπεζα (ΒΒ-), τέσσερις βαθμίδες για την Αlpha Bank (Β+) και πέντε βαθμίδες για την Τράπεζα Πειραιώς (Β2).