Πολύ σύντομα επιχειρήσεις και καταναλωτές θα έρθουν αντιμέτωποι με μια δυσάρεστη πραγματικότητα: την επαχθή αύξηση των τιμολογίων ηλεκτρισμού, εξαιτίας της εκτίναξης των χονδρεμπορικών τιμών.
Σε μια περίοδο επιβαρυμένη από την υγειονομική κρίση και τα παρελκόμενά της, η επιβάρυνση του ενεργειακού κόστους εκτιμάται ότι εξελίσσεται σε κρίσιμο κοινωνικό πρόβλημα, με ανεξέλεγκτες συνέπειες.
Πώς θα γίνει η διαχείρισή του σε ένα πλαίσιο ασφυκτικό, που υπαγορεύεται από τις πολιτικές της πράσινης ανάπτυξης; Όλες οι ενδείξεις συνηγορούν ότι η ΡΑΕ μετατρέπεται σε «ανάχωμα» για τη συγκράτηση της μετακύλισης του αυξημένου ενεργειακού κόστους σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά: Μέσω της διαφάνειας των τιμολογίων ηλεκτρισμού, ώστε να περιοριστούν καταχρηστικές συμπεριφορές στη λιανική αγορά ηλεκτρισμού, να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός, να μπει εντέλει μία τάξη στη λιανική αγορά ηλεκτρισμού, στην οποία ο ίδιος ο Ρυθμιστής εντοπίζει παραπλανητικές τακτικές σε βάρος των καταναλωτών.
Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή φαίνεται ότι δεν θα είναι εύκολη. Οι αντιδράσεις προμηθευτών στις σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις της Αρχής χαρακτηρίζονται «σφοδρές», η δημόσια διαβούλευση πήρε παράταση ως τις 15 Σεπτεμβρίου και η «μάχη των μαχών», όπως αποκαλείται, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με άγνωστη εξέλιξη.
Οι διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου, το μεταβατικό καύσιμο στην πορεία της απανθρακοποίησης, συνεχίζουν σταθερά την ανοδική πορεία τους. Η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά πανευρωπαϊκά, οι ΑΠΕ δεν λειτουργούν υπό συνθήκες καύσωνα και άπνοιας, το φυσικό αέριο κυριαρχεί στο ενεργειακό μίγμα, με αποτέλεσμα οι χονδρεμπορικές τιμές να εκτοξευθούν στα ύψη κυριολεκτικά τους τελευταίους δύο μήνες. Με τις καιρικές συνθήκες να διατηρούνται σχεδόν ίδιες και από τις αρχές Σεπτεμβρίου. Θεωρείται βέβαιο, συνεπώς, ότι το αυξημένο κόστος παραγωγής θα μετακυλιστεί στους τελικούς καταναλωτές, λόγω της ρήτρας αναπροσαρμογής που έχουν πλέον όλοι οι προμηθευτές. Το ερώτημα όμως που ανακύπτει είναι αν υπάρχουν ρυθμιστικοί κανόνες για τη μετακύλιση αυτή ή κάθε προμηθευτής εφαρμόζει τους δικούς του.
Σύμφωνα με τη ΡΑΕ και με τις επισημάνσεις της που εμπεριέχονται στο κείμενο της δημόσιας διαβούλευσης, υπερισχύει μάλλον το δεύτερο. Επισημάνσεις που προέκυψαν από σωρεία παραπόνων και καταγγελιών καταναλωτών που δέχθηκε η Αρχή. Ο Ρυθμιστής αναγνωρίζει την ανάγκη να μπορεί κάθε προμηθευτής να κάνει διαχείριση ρίσκου, αλλά όχι σε βάρος των καταναλωτών.
Ένα παράδειγμα: Μία από τις βασικές προτάσεις του, για την οποία υπάρχουν διαφορετικές απόψεις από την πλευρά των προμηθευτών, είναι η παροχή κυμαινόμενων τιμολογίων, με ευκρινές όριο προσαύξησης της χρέωσης προμήθειας +/-30%.
Τι λέει η ΡΑΕ; Να είναι ξεκάθαρα σε αυτή την κατηγορία τιμολογίων, αφενός, η τιμή βάσης (δηλαδή, η βασική χρέωση που συμφωνείται), αφετέρου, το εύρος της διακύμανσης προς τα πάνω, λόγω εφαρμογής της ρήτρας. Ώστε να γνωρίζει εκ των προτέρων ο καταναλωτής την αύξηση που θα επιδεχθεί η αρχική συμφωνημένη τιμή και μέχρι ποιο επίπεδο ποσοστιαία μπορεί να φθάσει. Για να μην έρχεται αντιμέτωπος με δυσάρεστες εκπλήξεις.
Δύο ακόμη κρίσιμες παρεμβάσεις που προτείνει η ΡΑΕ και για τις οποίες αντιδρούν προμηθευτές είναι η κατάργηση του παγίου από όλα τα τιμολόγια, ώστε να είναι συγκρίσιμα, καθώς και η επιβολή Ρήτρας Αποχώρησης. Για την τελευταία, ο Ρυθμιστής στην τηλεδιάσκεψη που είχε με όλους τους προμηθευτές, πριν από τη δημόσια διαβούλευση, επέμενε η Ρήτρα αυτή να ισχύει για όλα τα τιμολόγια. Και σωστά, γιατί αυτό ορίζει ρητώς η Οδηγία 2019/944 με την οποία χρειάζεται να εναρμονισθεί το εθνικό πλαίσιο.
Ωστόσο, στο κείμενο της διαβούλευσης φαίνεται ότι ο Ρυθμιστής «βάζει νερό στο κρασί του». Προτείνεται η Ρήτρα να ισχύει μόνο στα σταθερά τιμολόγια, καθώς η ΡΑΕ, όπως αναφέρουν πληροφορίες, συμμερίστηκε τον προβληματισμό προμηθευτών ότι είναι μεγάλο το κόστος για την απόκτηση πελατών, συνεπώς, αν ένας πελάτης με σταθερό τιμολόγιο αποφασίσει να αποχωρήσει νωρίτερα, δημιουργεί δυσανάλογα κόστη για τον προμηθευτή.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Euro2day.gr, οι προτεινόμενες παρεμβάσεις της ΡΑΕ είναι σε γνώση του αρμόδιου ΥΠΕΝ και έχουν την πολιτική κάλυψή του. Βεβαίως, ο Ρυθμιστής κινείται θεσμικά ως εκ του ρόλου του, με τις προτάσεις του να ενέχουν την έννοια της γνωμοδότησης, καθώς θα απαιτηθούν στη συνέχεια νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις, για να ενταχθούν στον Κώδικα Προμήθειας.
Συνεπώς, όπως έλεγε πηγή καλά ενημερωμένη, το πολιτικό δίλημμα που προκύπτει είναι «με τους καταναλωτές ή με τους προμηθευτές;». Πάντως, όπως φαίνεται ως τώρα, ο Ρυθμιστής φέρεται αποφασισμένος να επιχειρηματολογήσει για να υπερισχύσει η διαφάνεια και η συγκρισιμότητα των τιμολογίων.
Το αποτέλεσμα θα φανεί πολύ σύντομα.