Η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους ενδεχομένως να αποτελέσει το διακύβευμα που θα κρίνει αποφασιστικά την πορεία της πράσινης μετάβασης πανευρωπαϊκά. Αιτία, η δραματική αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου, που υπερβαίνει την προσφορά και οδηγεί στα ύψη τις τιμές του μεταβατικού καυσίμου ενόψει της απανθρακοποίησης.
Οι συνέπειες καταγράφονται ήδη στις χονδρεμπορικές τιμές ηλεκτρισμού, που αναμένεται να δημιουργήσουν ντόμινο ανατιμήσεων σε όλο το φάσμα της οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ήδη ξένοι αναλυτές μιλούν για ενεργειακό σοκ στην Ευρώπη, με τις κυβερνήσεις να «πονοκεφαλιάζουν» για το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται η μετακύλιση των αυξήσεων σε προϊόντα, υπηρεσίες και καταναλωτές.
Ενδεικτικά, η σοσιαλιστική κυβέρνηση της Ισπανίας, που είχε κάνει σημαία της προεκλογικής καμπάνιας της τη μείωση του ενεργειακού κόστους, αναγκάστηκε πρόσφατα να ζητήσει από τις Βρυξέλλες αλλαγές στους κανονισμούς της αγοράς ηλεκτρισμού, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τις αυξήσεις του ενεργειακού κόστους. Σκόνταψε, όμως, στην άρνηση της Κομισιόν.
Στην Ελλάδα, ο παρατεταμένος καύσωνας, που «έδειξε τα δόντια του» από τον Ιούλιο και κορυφώθηκε τον Αύγουστο, εξοβελίζοντας τις ΑΠΕ, είχε ως αποτέλεσμα πρωτοφανείς αυξήσεις στις χονδρεμπορικές τιμές, καθώς το φυσικό αέριο ήταν το κυρίαρχο καύσιμο του ενεργειακού μίγματος. Αυξήσεις, μάλιστα, που κατέστησαν την Ελλάδα πρωταθλήτρια στην Ευρώπη και αναμένεται να μεταφραστούν από τον Σεπτέμβριο σε τσουχτερά τιμολόγια ηλεκτρισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Όπως σημείωναν εμφατικά πηγές της αγοράς που μίλησαν στο Euro2day.gr., αυτό προβλέπεται να εξελιχθεί σε νούμερο ένα πρόβλημα για την κυβέρνηση από το φθινόπωρο, χωρίς πολλές, επί της ουσίας, δυνατότητες διαχείρισης.
Από τις αρχές του έτους, οι τιμές της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου έχουν σημειώσει αύξηση πάνω από 116%, με τον δείκτη αναφοράς ICIS TTF να διαμορφώνεται στις 16 Αυγούστου στα 47,85 ευρώ/MWh, επίπεδο που θεωρείται το υψηλότερο όλων των εποχών. Μετά τη δύσκολη χρονιά του 2020, λόγω της πανδημίας, η ζήτηση φυσικού αερίου επανακάμπτει μαζί με τις διάφορες οικονομικές δραστηριότητες και υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί κατά 7% μέχρι το 2024 συγκριτικά με το 2019. Σύμφωνα με τη McKinsey, αύξηση της ζήτησης κατά 3,4% ετησίως αναμένεται και για το υγροποιημένο φυσικό αέριο μέχρι το 2035.
Και μπορεί η ζήτηση να γνωρίζει άνθηση, ωστόσο, τα αποθέματα της Ευρώπης εξαντλούνται λόγω του ότι προηγήθηκε ένας βαρύς και μακρύς σε διάρκεια χειμώνας, με τη Ρωσία, τον μεγαλύτερο προμηθευτή της, να έχει μειώσει τις παραδόσεις, ως μέσο πίεσης, όπως υποστηρίζεται, για την αποδοχή του αγωγού Nord Stream 2. Και σαν να μη φτάνει αυτό, δυσκολεύει και η εναλλακτική λύση της προμήθειας υγροποιημένου αερίου από την Ασία, καθώς οι χώρες-παραγωγοί επιλέγουν να ενισχύουν τα αποθέματά τους.
Τα δεδομένα αυτά προεξοφλούν τη σταθερή πλέον άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ενεργειακό κόστος. Με μια Ευρώπη που φαίνεται ότι μπορεί να έρθει αντιμέτωπη με τον εφιάλτη της ενεργειακής φτώχειας, όταν όλες οι πολιτικές της συντείνουν στην αποτροπή αυτού του ενδεχόμενου, δεν είναι παράδοξο, λένε ήδη οι αναλυτές, ότι άρχισε να αναπτύσσεται σκεπτικισμός στους κόλπους της για τους φιλόδοξους στόχους της κλιματικής αλλαγής.
Κάθε χώρα-κράτος έχει θέσει διαφορετικές προθεσμίες για την απανθρακοποίηση, με τη Γερμανία να τοποθετηθεί το ορόσημο αυτό ως το 2038. Το αναπάντητο, προσώρας, ερώτημα είναι πώς θα ανταποκριθούν οι Βρυξέλλες σε μια πραγματικότητα που δεν μπορεί πια να αγνοηθεί και με κράτη-μέλη της όπως η Γαλλία να αμφισβητούν και να καθυστερούν σκόπιμα την επιβολή «πράσινων» μέτρων.