Μέσω του νέου εξωδικαστικού μηχανισμού, ο οποίος περιλαμβάνει τη δυνατότητα αποπληρωμής των χρεών σε 240 δόσεις προς το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία και υπό προϋποθέσεις, έως και 420 δόσεις προς τις τράπεζες, μπορούν να διευθετήσουν τα χρέη τους από την ερχόμενη Τρίτη 1η Ιουνίου 2021 τα φυσικά νομικά και φυσικά πρόσωπα.
Η δυνατότητα αυτή δίνεται από την ενεργοποίηση του «Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης Οφειλών» του νόμου 4738/2020 «Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας και άλλες διατάξεις», η ισχύς του οποίου ως προς το συγκεκριμένο σκέλος αρχίζει την Τρίτη 1 Ιουνίου.
Βασική προϋπόθεση για την ένταξη στον εξωδικαστικό μηχανισμό είναι η αποδοχή της άρσης του φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου από τον οφειλέτη, κάτι το οποίο, όπως έχει αποδειχθεί και από προηγούμενες ρυθμίσεις, δεν τυγχάνει ιδιαίτερης «αποδοχής» από τους οφειλέτες.
Οι αιτήσεις θα υποβάλλονται μέσω της ειδικής πλατφόρμας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΕΓΔΙΧ), ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το νέο πλαίσιο προβλέπει «κουρέματα» ακόμα και των κύριων οφειλών προς το δημόσιο έως και 75% και προς τις τράπεζες έως και 80%.
Αίτηση για εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών μπορούν, όπως προαναφέρθηκε, να υποβάλουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, υπό την προϋπόθεση ότι οι οφειλές τους είναι άνω των 10.000 ευρώ και τουλάχιστον προς δύο πιστωτές. Επίσης, αίτηση μπορεί να υποβάλουν και οι χρηματοδοτικοί οργανισμοί (τράπεζες).
Το ποσό αποπληρωμής
Σύμφωνα με το νόμο, ο οφειλέτης θα πρέπει να πληρώσει κατ’ ελάχιστον την αξία ρευστοποίησης όλης της περιουσίας του (ανεξαρτήτως αν το ποσό αυτό καλύπτεται από τα δηλωμένα εισοδήματά του).
Για τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, η αξία ρευστοποίησης προσδιορίζεται ως το μέγιστο ανάμεσα στη φορολογητέα αξία και την εμπορική αξία μειωμένη κατά 3%, λόγω των εξόδων της διαδικασίας ρευστοποίησης. Για τα κινητά περιουσιακά στοιχεία, η αξία ρευστοποίησης ταυτίζεται με την εμπορική αξία.
Αυτό σημαίνει ότι αν η αξία ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη υπερβαίνει το ύψος των οφειλών, τότε δεν υπάρχει διαγραφή χρέους. Αν όμως υπολείπεται, σε συνδυασμό με τις άλλες παραμέτρους που θέτει ο νόμος, γίνεται διαγραφή οφειλής.
Για παράδειγμα, αν η αξία της περιουσίας είναι 120.000 ευρώ και προς ρύθμιση οφειλές 100.000 ευρώ, δεν επιτρέπεται η διαγραφή οφειλής. Στην περίπτωση της ίδιας αξίας περιουσίας και με οφειλή 150.000 ευρώ, τότε υπάρχει η δυνατότητα διαγραφής οφειλής.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την εκκίνηση της διαδικασίας ένταξης στον εξωδικαστικό μηχανισμό, δεν απαιτείται η ρευστοποίηση της περιουσίας, αλλά η εκτίμηση του ύψους της, ώστε να καθοριστεί το συνολικό ποσό πληρωμής, ο αριθμός και το ύψος των δόσεων. Ωστόσο, αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο κατά την πάροδο του χρόνου ο οφειλέτης, ελλείψει δυνατότητας αποπληρωμής των οφειλών, να εξαναγκαστεί σε ρευστοποίηση μέρους ή ακόμα και του συνόλου της περιουσίας του.
Πέραν των παραπάνω, για να ενταχθεί κάποιος οφειλέτης σε ρύθμιση, θα πρέπει να πληρώσει και το ποσό που περισσεύει από τα εισοδήματά του (μετά την κάλυψη των ευλόγων δαπανών διαβίωσης στην περίπτωση των φυσικών προσώπων και του αναγκαίου κεφαλαίου κίνησης για τα νομικά πρόσωπα, εφόσον τα εισοδήματά του είναι επαρκή και μπορούν να υποστηρίξουν κάτι τέτοιο).
Επιπλέον, ο οφειλέτης έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι μπορεί να πληρώνει παραπάνω (με σκοπό να αποπληρώσει νωρίτερα και να αποφύγει την επιβάρυνση τόκων) και τότε, προστίθεται και αυτό το ποσό.
Όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις, που καθίστανται υποχρεωτικές για την υπαγωγή στον εξωδικαστικό μηχανισμό, σημαίνουν ότι εάν κάποιος δανειολήπτης δεν έχει επαρκή περιουσιακά στοιχεία, αλλά και υπερβάλλον εισόδημα από τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, ώστε να κατευθυνθεί στην αποπληρωμή των χρεών, δεν μπορεί να τύχει ρύθμισης.
Αυτές οι περιπτώσεις δανειοληπτών μάλλον θα οδηγούνται σε πτώχευση, ωστόσο, αυτό θα πρέπει να το ζητήσουν είτε οι ίδιοι, ώστε να απαλλαγούν εντός τριετίας από τα χρέη τους, είτε να αιτηθούν την πτώχευσή τους οι πιστωτές.
Επισημαίνεται ότι αν στην πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνεται και η πρώτη κατοικία, η απαλλαγή από τα χρέη επέρχεται σε 12 μήνες.
Το «κούρεμα»
Όπως ορίζει το νέο πλαίσιο, το «κούρεμα» προς το Δημόσιο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 95% των απαιτήσεων του δημοσίου από πρόστιμα που έχουν επιβληθεί από τη φορολογική διοίκηση και 85% των απαιτήσεων του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής.
Επιπλέον στην περίπτωση των διμερών διαπραγματεύσεων ή στις πολυμερείς διαπραγματεύσεις, όταν η προσφερόμενη λύση από τους χρηματοδοτικούς φορείς προκύπτει από την αντιπρόταση των πιστωτών, το «κούρεμα» βασικής οφειλής προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 75%.
Σημειώνεται ότι διαγραφή βασικής οφειλής παρακρατουμένων φόρων, επιρριπτομένων φόρων προς το Δημόσιο και ασφαλιστικών εισφορών, δηλαδή Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), Φόρος Μισθωτών Υπηρεσιών (ΦΜΥ) απαγορεύεται από το νόμο.
Αντίστοιχα, το «κούρεμα» προς τους χρηματοδοτικούς φορείς δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 80% των απαιτήσεων των χρηματοδοτικών φορέων (εξαιρουμένων των τόκων υπερημερίας για τους οποίους δεν υπάρχει όριο).
Το επιτόκιο και το ύψος της δόσης
Η ρύθμιση οφειλών με το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης επιβαρύνεται με επιτόκιο ίσο με το euribor τριμήνου, προσαυξημένο κατά 5%, το οποίο υπολογίζεται ετησίως.
Η ρύθμιση οφειλών με τους χρηματοδοτικούς φορείς επιβαρύνεται με επιτόκιο ίσο με το euribor/libor τριμήνου/μηνός, προσαυξημένο κατά 3,25% για εξασφαλισμένες οφειλές και 4,5% για μη εξασφαλισμένες οφειλές.
Το ποσό μηνιαίας δόσης αυξάνεται σταδιακά μετά από 1 και 4 έτη. Περαιτέρω, σε περίπτωση που η προσφερόμενη λύση από τους χρηματοδοτικούς φορείς προκύπτει από την αντιπρόταση των πιστωτών, προβλέπεται σταδιακή αύξηση με διάφορα βήματα ανάλογα το είδος δανείου - οφειλέτη.
Σε ό,τι αφορά το ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης για τη ρύθμιση οφειλών με το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ανέρχεται σε 50 ευρώ.
Στην περίπτωση που η προσφερόμενη λύση από τους χρηματοδοτικούς φορείς προκύπτει από την αντιπρόταση των πιστωτών, προβλέπεται ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης προς χρηματοδοτικούς φορείς που ανέρχεται σε 50 ευρώ ανά δάνειο με εξασφάλιση και σε 50 ευρώ ανά πιστωτή για δάνεια χωρίς εξασφάλιση.
Η διάρκεια αποπληρωμής
Ο μέγιστος αριθμός δόσεων ρύθμισης αποπληρωμής οφειλής προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης είναι 240.
Στην περίπτωση που η προσφερόμενη λύση από τους χρηματοδοτικούς φορείς προκύπτει από την αντιπρόταση των πιστωτών, προβλέπεται μέγιστο όριο 420 δόσεων για τα εξασφαλισμένα δάνεια φυσικών προσώπων, 240 δόσεων για μη εξασφαλισμένα δάνεια φυσικών προσώπων και εξασφαλισμένα δάνεια νομικών προσώπων και 180 δόσεων για μη εξασφαλισμένα δάνεια νομικών προσώπων.
Επιπλέον για οφειλέτες φυσικά πρόσωπα έχει προβλεφθεί από τους χρηματοδοτικούς φορείς το μέγιστο όριο ηλικίας τα 85 έτη, βάσει του οποίου μειώνεται ο αριθμός των δόσεων, εκτός αν συμβληθεί εγγυητής μικρότερης ηλικίας.
Η διαδικασία
Όλη η διαδικασία διενεργείται αυτόματα από την ηλεκτρονική πλατφόρμα του νέου Νόμου, μέσω της οποίας παράγεται η σχετική ρύθμιση, χωρίς να απαιτείται εμπλοκή ανθρώπινου παράγοντα ή και έγκριση οποιουδήποτε στελέχους του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, σύμφωνα με τα όσα ήδη ορίζει ο Νόμος.
Στη συνέχεια, οι χρηματοδοτικοί φορείς μπορούν να καταθέσουν πρόταση ρύθμισης προς τον οφειλέτη. Αν η πρόταση εξασφαλίσει τη συναίνεση του οφειλέτη και της απαιτούμενης πλειοψηφίας των χρηματοδοτικών φορέων (60%), διαβιβάζεται στο Δημόσιο και στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι καλούνται εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος να ελέγξουν την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου και εφόσον πληρούνται, τότε αυτομάτως παρέχεται η αυτόματη έγκρισή τους.
Σημειώνεται ότι αν εάν ο οφειλέτης καθυστερήσει την καταβολή τριών ή περισσότερων δόσεων προς οποιονδήποτε από τους πιστωτές του, ο πιστωτής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση αναδιάρθρωσης.
Την ίδια δυνατότητα έχει κάθε πιστωτής, εάν ο οφειλέτης καθυστερήσει να του καταβάλει πάνω από το 3% του συνολικού ποσού που οφείλει στον συγκεκριμένο οφειλέτη.
Η καταγγελία από κάποιον πιστωτή σημαίνει ότι ο οφειλέτης χάνει τη ρύθμιση της οφειλής του, μόνο ως προς τον συγκεκριμένο πιστωτή. Στον οποίο θα οφείλει τα ποσά που όφειλε πριν τη σύμβαση αναδιάρθρωσης, αφού από αυτά αφαιρεθούν τα ποσά που είχε καταβάλει μέχρι την καταγγελία.
Ο πιστωτής που κατήγγειλε τα σύμβαση μπορεί να κινηθεί άμεσα κατά του οφειλέτη για να εισπράξει τα οφειλόμενα ποσά.