Σε αντίθεση με ασφαλιστικούς ομίλους άλλων χωρών που αντιμετωπίζουν σοβαρά ζητήματα εξαιτίας του κορωνοϊού και διάφορων φυσικών καταστροφών που έλαβαν χώρα, οι ελληνικές εταιρείες δεν καλούνται να διαχειριστούν τέτοιου μεγέθους προβλήματα, επειδή ένα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων παραμένει ανασφάλιστο.
Για παράδειγμα, δεν υπήρχαν στην Ελλάδα συμβόλαια κάλυψης επιχειρήσεων έναντι του κινδύνου διακοπής των εργασιών τους, οπότε οι εγχώριες ασφαλιστικές εταιρείες δεν κλήθηκαν να πληρώσουν τέτοιες ζημιές και έτσι π.χ. οι τουριστικές επιχειρήσεις έμειναν οικονομικά εκτεθειμένες και στην ουσία ξεκρέμαστες από τις επιπτώσεις του κορωνοϊού.
Το ίδιο ισχύει και για τις κατά καιρούς φυσικές καταστροφές που ακούμε να συμβαίνουν, πότε από πυρκαγιές και πλημμύρες και πότε από σεισμούς: Δεν έχουν πλήξει σημαντικά τα οικονομικά των ασφαλιστικών εταιρειών. Ούτε φέτος με την περίπτωση των πλημμυρών της κεντρικής Εύβοιας ούτε κατά το παρελθόν με τις υποθέσεις στη Μάνδρα και στο Μάτι, οι αποζημιώσεις που δόθηκαν ήταν μεγάλες. Και αυτό, γιατί υπολογίζεται πως μόλις περίπου το 15% των κατοικιών είναι ασφαλισμένο και κυρίως μιλάμε για τα ακίνητα που έχουν αγοραστεί μέσα από τραπεζικό δανεισμό (στις περιπτώσεις αυτές, η ασφαλιστική κάλυψη αποτελεί προϋπόθεση για τη λήψη δανείου).
Επίσης, ο Έλληνας είναι αυτός που πληρώνει το υψηλότερο ποσοστό των δαπανών υγείας από την τσέπη του σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, καθώς οι σχετικές κρατικές δαπάνες μειώθηκαν δραστικά κατά την τελευταία δεκαετία και μικρό μόνο ποσοστό των νοικοκυριών διαθέτει κάποιο πρόγραμμα ιδιωτικής ασφάλισης.
Τέλος, ούτε και από το περυσινό «λουκέτο» της Thomas Cook «μάτωσαν» οι εγχώριες ασφαλιστικές εταιρείες, λόγω του ότι πολύ μικρός αριθμός ξενοδοχειακών μονάδων είχε ασφαλισμένες τις σχετικές πιστώσεις του.
Ο κατάλογος είναι μακρύς και αντανακλά το γεγονός ότι η ετήσια ασφαλιστική παραγωγή στην Ελλάδα ανέρχεται μόλις στο 2% του ΑΕΠ, ενώ στα περισσότερα άλλα κράτη της Ευρώπης το ποσοστό αυτό είναι υπερδιπλάσιο.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, υπάρχει μπαράζ προτάσεων από φορείς και παράγοντες του ασφαλιστικού κλάδου για τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων, με στόχο όχι μόνο την τόνωση της αγοράς αλλά και το μακροπρόθεσμο συμφέρον της χώρας.
Ειδικότερα στο κομμάτι των κατοικιών, η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος έχει καλέσει την κυβέρνηση σε διάλογο με στόχο τη συνεργασία στο κομμάτι των καλύψεων από φυσικές καταστροφές. Επίσης, μια πρόσφατη πρόταση που συνυπογράφει και η ΠΟΜΙΔΑ είναι οι δαπάνες για ασφαλιστική κάλυψη των κατοικιών να απαλλάσσονται από τη φορολογία.
Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν πως ακόμη και αν το κράτος αφαιρούσε τα ασφάλιστρα υγείας και κατοικίας από το φορολογητέο εισόδημα σε άτομα μικρομεσαίων οικονομικών δυνατοτήτων, δεν θα έχανε φορολογικά έσοδα, με δεδομένο ότι:
- Υπάρχουν σημαντικές επιβαρύνσεις έμμεσων φόρων στα συμβόλαια κατοικίας και υγείας.
- Το κράτος θα εισπράξει επιπλέον φόρους από ασφαλιστικές εταιρείες και διαμεσολαβητές λόγω των αυξημένων εργασιών τους.
- Το Ελληνικό Δημόσιο θα απαλλαγεί από πακέτα στήριξης τα οποία σήμερα καταβάλλει σε περιπτώσεις θεομηνιών και άλλων φυσικών καταστροφών για την αποκατάσταση των ζημιών σε κατοικίες και περίθαλψη.
Με άλλα λόγια, μπορεί φαινομενικά το δημόσιο να χάσει κάποια χρήματα από άμεσους φόρους, πλην όμως θα αποκομίσει έμμεσα μεγαλύτερα οφέλη.
Φορολογικά κίνητρα ζητούνται και στο μέτωπο των συνταξιοδοτικών-αποταμιευτικών προγραμμάτων, με στόχο την τόνωση της μακροπρόθεσμης αποταμίευσης των πολιτών. Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, τα φορολογικά κίνητρα θα μπορούν να έχουν και οπισθοβαρή χαρακτήρα, προκειμένου το Ελληνικό Δημόσιο να μπορέσει να τα ικανοποιήσει σε περιβάλλον δημοσιονομικής στενότητας. Μπορεί δηλαδή τα κίνητρα να δοθούν μετά το πέμπτο έτος ενός πολυετούς συνταξιοδοτικού-αποταμιευτικού συμβολαίου. Επιπλέον, τα ποσά που θα συγκεντρωθούν ως αποθεματικά θα μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν την υλοποίηση σημαντικών επενδύσεων στην ελληνική οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι ασφαλιστικές εταιρείες επιθυμούν διάλογο με την κυβέρνηση, προκειμένου να συνεργαστούν σε μια σειρά κομβικών ζητημάτων, όπως είναι οι συντάξεις, η υγεία και οι φυσικές καταστροφές.
Κινήσεις τύπου ΣΔΙΤ φαίνεται να είναι επιθυμητές και από τις δύο πλευρές, πλην όμως ο πολυδιαφημισμένος διάλογος δεν έχει ξεκινήσει ακόμη, παρά το ότι η παρούσα κυβέρνηση που προεκλογικά τον είχε υποσχεθεί, σήμερα διάγει το δεύτερο έτος της θητείας της.