Πληθαίνουν οι φωνές στην ασφαλιστική αγορά που σε περιβάλλον αρνητικών -ή έστω οριακών- επιτοκίων υποστηρίζουν πως τα επενδυτικά-αποταμιευτικά προϊόντα που προσέφεραν εγγύηση του αρχικού κεφαλαίου θα αποτελούν σύντομα παρελθόν, τα unit linked θα είναι αυτά που θα επικρατήσουν και ότι το ρίσκο της επένδυσης θα μεταφερθεί πλήρως στους πελάτες.
Γεγονός είναι πως οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν αποφασίσει να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους πάνω στο σενάριο που θέλει το περιβάλλον των αρνητικών-οριακών επιτοκίων να συνεχίζεται για πολλά χρόνια ακόμη. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση σημαίνοντος στελέχους της αγοράς σε συνομιλητή του που υποστήριζε πως η εποχή των αρνητικών επιτοκίων θα παρέλθει σύντομα: «Δεν μπορώ να είμαι βέβαιος για το τι θα γίνει, αλλά γνωρίζω και κάποιον Γιαπωνέζο που υποστήριζε τα όσα λέτε εσείς, πριν από είκοσι περίπου χρόνια, χωρίς μέχρι τώρα να έχει δικαιωθεί»…
Γενικότερη εκτίμηση είναι ότι η πολιτική χαλάρωσης των μεγάλων Κεντρικών Τραπεζών θα συνεχιστεί για καιρό ακόμη και πως -όπως έχει φανεί και στο παρελθόν- τέτοια φαινόμενα διαρκούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Η ουσία είναι πως οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν έχουν την πολυτέλεια μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον να αναλάβουν το επενδυτικό ρίσκο και επιχειρούν τώρα να πείσουν τους πελάτες τους ότι πρέπει να το αναλάβουν εκείνοι, κόντρα σε ότι είχαν σε μεγάλο βαθμό συνηθίσει κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Γνωστό στέλεχος της αγοράς περιγράφει στο Euro2day.gr το γιατί η σημερινή κατάσταση διαφέρει κατά πολύ από τις προηγούμενες: «Τη δεκαετία του 1990 οι ασφαλιστικές εταιρείες έδιναν ελάχιστη εγγυημένη απόδοση 4,25% ή και λίγο παραπάνω, όταν οι αποδόσεις των καταθέσεων και των κρατικών τίτλων ήταν διψήφιες. Εύκολη υπόθεση. Όταν από τη δεκαετία του 2000 μέχρι και πριν από λίγα χρόνια τα επιτόκια των ομολόγων έπεσαν στο 5%-7%, τότε οι ασφαλιστικές μείωσαν τις εγγυημένες αποδόσεις τους στο 1,5% έως 3,25%, λεφτά που μπορούσαν να δοθούν στους πελάτες μέσα από το χτίσιμο ενός συντηρητικού χαρτοφυλακίου.
Σήμερα ωστόσο, οι ασφαλιστικές εταιρείες καλούνται να πληρώνουν από 1,5% έως και 5% το χρόνο στα παλιά συμβόλαιά τους, όταν τα τρέχοντα επιτόκια σε Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη είναι αρνητικά και οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών τίτλων έχουν υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Έτσι, σε περίπτωση που η τρέχουσα κατάσταση συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτός ο συνδυασμός μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες περιπέτειες όσες ασφαλιστικές εταιρείες συνεχίσουν να παίρνουν ανάλογα ρίσκα και στο μέλλον».
Κύκλοι της αγοράς πάντως, αντιλαμβάνονται τη δυσκολία του εγχειρήματος προκειμένου να αλλάξει η νοοτροπία ενός μεγάλου τμήματος των πελατών, που ήταν συνηθισμένο σε ένα περιβάλλον εξασφαλισμένου κεφαλαίου και ελάχιστων θετικών εγγυημένων αποδόσεων.
Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, «το πρώτο πράγμα που επιβάλλεται να γίνει είναι να εξηγηθούν πλήρως στους πελάτες τα νέα προϊόντα unit-linked που προσφέρουν οι ασφαλιστικές εταιρείες και επίσης τα προϊόντα αυτά να συμβαδίζουν με τις ανάγκες και το βαθμό κινδύνου που μπορεί να σηκώσει κάθε αποταμιευτής. Ένα δεύτερο σημαντικό ζήτημα είναι να αναφερθούν αναλυτικά και ευκρινώς τα κάθε είδους έξοδα και προμήθειες με τα οποία θα επιβαρυνθεί κάθε πελάτης από τα προϊόντα αυτά. Το χειρότερο σενάριο είναι να υπογράψει τελικά ο πελάτης ένα συμβόλαιο χειρότερο από αυτό που νόμιζε.
Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να αναφερθούν και τα δυνητικά οφέλη των unit-linked προϊόντων. Θα πρέπει να εξηγηθεί στους πελάτες ότι ιστορικά, σε μακροπρόθεσμο χρονικό διάστημα (τέτοιο χρονικό ορίζοντα έχουν τα ασφαλιστικά προϊόντα) οι μετοχές έχουν φέρει αποδόσεις σαφώς μεγαλύτερες από αυτές των ομολόγων και ακόμη πιο υψηλές σε σύγκριση με τα επιτόκια των τραπεζών. Άρα, οι πιθανότητες αυξημένων αποδόσεων μέσω των unit-linked είναι υπέρ των πελατών και όχι εναντίον τους.
Επιπλέον, μέσα από ένα σύστημα περιοδικών καταβολών (π.χ. συγκεκριμένο ποσό κάθε μήνα ή τρίμηνο) είναι δυνατόν να μειωθεί δραστικά το όποιο ρίσκο, ακόμη και αν κατ’ εξαίρεση οι αγορές αποβούν ζημιογόνες για μεγάλο χρονικό διάστημα».