Μπορεί η Ελλάδα να μην εξορύσσει και παράγει «μαύρο» χρυσό, εντούτοις βρίσκεται στις 20 πρώτες χώρες εξαγωγής διυλισμένου πετρελαίου. Για την ακρίβεια, το 2018 βρέθηκε στη 19η θέση επί συνόλου 232 χωρών, έχοντας μάλιστα βελτιώσει την παγκόσμια κατάταξή της κατά 18 θέσεις σε σχέση με το 2001, οπότε και ήταν 37η.
Τα παραπάνω στοιχεία γίνονται γνωστά από την έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2018-2019 της Τράπεζας της Ελλάδος.
Σύμφωνα με ειδικό θέμα που αναπτύσσουν οι τεχνοκράτες της κεντρικής τράπεζας, «στην εξωτερική αγορά, η Ελλάδα έχει αυξήσει το μερίδιό της στις παγκόσμιες εξαγωγές διυλισμένου πετρελαίου από 0,67% το 2001 (το οποίο σε αξία αντιστοιχούσε σε 1 δισ. ευρώ) σε 1,5% το 2018 (το οποίο αντιστοιχεί σε 11 δισ. ευρώ)».
Ιδιαίτερα μετά το 2012, καταγράφεται σημαντική αύξηση των ελληνικών εξαγωγών διυλισμένου πετρελαίου, με αποτέλεσμα να βελτιώνεται το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας. Ακόμη και στην περίπτωση όπου οι εξαγωγές του καυσίμου εκφράζονται ως ποσοστό των αντίστοιχων εισαγωγών πετρελαίου, φανερώνεται η σημαντική άνοδος. Το 2002 οι εξαγωγές αντιστοιχούσαν μόλις στο 17% των εισαγωγών «μαύρου» χρυσού ενώ το 2018 εκτινάχθηκαν στο 66%. Η αξία των εξαγωγών ήταν το 2018 στα περίπου 10 δισ. ευρώ και το 2002 δεν άγγιζαν ούτε τα 500 εκατ. ευρώ. Επιπλέον το έλλειμμα του ισοζυγίου των καυσίμων έπεσε κάτω από τα 6 δισ. ευρώ το 2018, όταν το 2008 είχε φτάσει στο υψηλότερο σημείο, στα 10 δισ. ευρώ.
Το διυλισμένο πετρέλαιο εξάγεται, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, κυρίως σε χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά το διάστημα 2014-2018 οι κυριότεροι εισαγωγείς του ελληνικού διυλισμένου πετρελαίου ήταν η Τουρκία, ο Λίβανος και η Αίγυπτος και εντός Ε.Ε., η Ιταλία και η Κύπρος.
Ο σημαντικότερος λόγος που έστρεψε τα δύο διυλιστήρια ΕΛ.ΠΕ και Motor Oil στις ξένες αγορές ήταν η πρωτοφανής ύφεση που βίωσε την τελευταία δεκαετία η ελληνική οικονομία, με αποτέλεσμα τη μεγάλη πτώση της εγχώριας κατανάλωσης καυσίμων. Έτσι, «η στροφή του συγκεκριμένου κλάδου προς την εξωτερική αγορά αποτέλεσε σε σημαντικό βαθμό στρατηγική επιλογή», σχολιάζουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Οι επενδύσεις αυξήθηκαν, με αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση των υποδομών και την τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής. Με στοιχεία που επικαλείται η ΤτΕ και συγκεκριμένα τα τριμηνιαία στοιχεία ταμειακών ροών του Reuters, η επενδυτική δραστηριότητα, που προσεγγίζεται από τις κεφαλαιακές δαπάνες στον κλάδο διύλισης έφτασε στο 1 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο ετησίως μεταξύ 2008 και 2012.
Σύμφωνα με την ΤτE, «η εμπειρία του κλάδου διύλισης πετρελαίου δείχνει τον δρόμο για τη βελτίωση της εξαγωγικής επίδοσης της χώρας και την ουσιαστική ανάκαμψη της οικονομίας. Η επέκταση στις ξένες αγορές έγινε χάρη στην εντυπωσιακή άνοδο των επενδύσεων, οι οποίες συνέβαλαν στη βελτίωση της υφιστάμενης υποδομής των επιχειρήσεων και στην εισαγωγή νέας τεχνολογίας, η οποία με τη σειρά της αναβάθμισε την ποιότητα του προϊόντος».