Εντάσεως… απασχόλησης αποδεικνύεται ο κλάδος τροφίμων και ποτών στην Ελλάδα, καθώς εν μέσω της σφοδρής κρίσης, κατάφερε να διατηρήσει τις θέσεις εργασίας, καθιστώντας τον, τόσο αριθμητικά όσο και ποσοστιαία, ως τον μεγαλύτερο εργοδότη του μεταποιητικού τομέα της χώρας.
Αυτό προκύπτει από κλαδική έρευνα του ΙΟΒΕ, που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ) σύμφωνα με την οποία, τα χρόνια της κρίσης, το μερίδιο της βιομηχανίας τροφίμων στο σύνολο των εργαζομένων της μεταποίησης παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα, χωρίς ωστόσο να σημειώνει άνοδο, κυρίως λόγω της μικρής αύξησης του συνολικού εργατικού δυναμικού στις βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας.
Την αντοχή που επέδειξε ο τομέας αποδεικνύουν τα ευρήματα, βάσει των οποίων, το 2011, το ποσοστό του εργατικού δυναμικού Τροφίμων και Ποτών στο σύνολο της απασχόλησης στη μεταποίηση βρισκόταν στο 28%, ενώ σταδιακά, μέχρι το 2018, έφθασε στο 37%. Η άνοδος αυτή, ωστόσο, οφείλεται κυρίως στη μείωση του συνολικού αριθμού των εργαζομένων στην εγχώρια μεταποίηση μέχρι το 2014. Συγκεκριμένα, η πτώση του αριθμού των απασχολούμενων στο σύνολο της μεταποίησης της χώρας από το 2011 έως το 2014 καταγράφει σωρευτικές απώλειες της τάξης του 23%, όταν η αντίστοιχη σωρευτική μεταβολή στα τρόφιμα και ποτά είναι κατά πολύ χαμηλότερη (-1%).
Έτσι, το μερίδιο των απασχολουμένων των τροφίμων και ποτών ως προς το σύνολο του μεταποιητικού τομέα παραμένει σε υψηλά επίπεδα για 5η συνεχόμενη χρονιά.
Από το 2013 και μετά, η πτωτική τάση της απασχόλησης στα τρόφιμα και ποτά ανατρέπεται, με τον μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής να ξεπερνά το 3%. Η πορεία αυτή ανακόπτεται το 2018, όπου οι εργαζόμενοι στον τομέα μειώνονται κατά 2,3%, στις 130.000 περίπου. Μικρότερη κατά το ίδιο έτος ήταν η μείωση στο σύνολο της μεταποίησης κατά 0,1%. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο αριθμός των απασχολούμενων στο σύνολο της ελληνικής μεταποίησης ανέρχεται στις περίπου 360.000.
Υπερτερούν σε αριθμό οι πολύ μικρές επιχειρήσεις...
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, το 2016 δραστηριοποιούνταν στον τομέα των τροφίμων και ποτών περίπου 17.000 επιχειρήσεις, με τη συντριπτική τους πλειονότητα (90%) να κατατάσσονται στις πολύ μικρές, δηλαδή απασχολούν έως 9 εργαζόμενους από το σύνολο των 17.000 επιχειρήσεων, οι 15.300 ανήκουν στην κατηγορία των πολύ μικρών επιχειρήσεων (14.305 στα τρόφιμα και 992 στα ποτά) 883 ή ποσοστό 5% με αριθμό εργαζομένων από 10 έως 19 άτομα (883 τρόφιμα και 50 ποτά), 453 ή ποσοστό 3% στις μεσαίες με αριθμός εργαζομένων από 20-49 άτομα (425 στα τρόφιμα και 28 στα ποτά) 252 ή ποσοστό 1% στις μεγάλες (50-249 εργαζόμενους), εκ των οποίων οι 229 δραστηριοποιούνταν στα τρόφιμα και οι 23 στα ποτά.
Μόλις 48 επιχειρήσεις, εκ των οποίων οι 44 στα τρόφιμα και οι 4 στα ποτά, εμπίπτουν στην κατηγορία των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων (περισσότερους από 250 εργαζόμενους), οι οποίες απασχολούσαν το 2016 σχεδόν 28.000 άτομα (21.859 στα τρόφιμα και 2.886 στα ποτά).
… και σε τζίρο οι πολύ μεγάλες
Ωστόσο σε όρους κύκλου εργασιών τα δεδομένα αλλάζουν, καθώς τα υψηλότερα ποσοστά, τόσο στα Τρόφιμα (32%) όσο και στα Ποτά (53%), καταγράφονται στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, δηλαδή σε εκείνες στις οποίες ο αριθμός των εργαζομένων τους ξεπερνά τα 250 άτομα.
Στα τρόφιμα, σημαντικό μερίδιο στον κύκλο εργασιών συγκεντρώνουν και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (17%), γεγονός που ερμηνεύεται από τη μεγάλη συγκέντρωση και τον υψηλό αριθμό των πολύ μικρών επιχειρήσεων οι οποίες όπως προαναφέρθηκε, ξεπερνούν τις 14.000. Στα ποτά, ωστόσο, το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 10%, λόγω του σχετικά μικρού αριθμού πολύ μικρών επιχειρήσεων, καθώς σε αυτές ανήκουν 992 επιχειρήσεις.
Συγκεκριμένα, με όρους κύκλου εργασιών, το 2016 οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις των τροφίμων «συγκέντρωσαν» 4,12 δισ. ευρώ, οι μεγάλες 4,073 δισ. ευρώ, οι μεσαίες 1,476 δισ. ευρώ, οι μικρές 963 εκατ. ευρώ και οι πολύ μικρές 2,175 δισ. ευρώ.
Αντίστοιχα στον τομέα των ποτών, οι 4 πολύ μεγάλες επιχειρήσεις είχαν συνολικό κύκλο εργασιών 959 εκατ. ευρώ, οι μεγάλες 402 εκατ. ευρώ, οι μεσαίες 185 εκατ. ευρώ, οι μικρές 133 εκατ. ευρώ και οι πολύ μικρές 180 εκατ. ευρώ.
Τα χαρακτηριστικά των υποκλάδων
Βάσει των στοιχείων της έρευνας, ως προς την κατανομή των υποκλάδων των τροφίμων και ποτών με βάση τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά που εξετάζοντα, προκύπτουν τα εξής:
* Στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ξεχωρίζει η Αρτοποιία και τα αλευρώδη, με το μεγαλύτερο ποσοστό της σχετικής κατανομής (20%), τα Φρούτα και λαχανικά και τα Ποτά (από 16%), ενώ την τρίτη θέση καταλαμβάνουν τα Γαλακτοκομικά (14%).
* Σχετικά με την αξία παραγωγής, το σημαντικότερο μερίδιο της σχετικής κατανομής κατέχουν η Αρτοποιία και τα αλευρώδη και τα Γαλακτοκομικά (από 16%), ενώ ακολουθούν τα Ποτά (14%) και τα Φρούτα και λαχανικά (13%).
* Στον αριθμό των επιχειρήσεων του κλάδου, το μεγαλύτερο μερίδιο έχει η Αρτοποιία και τα αλευρώδη (59%), ενώ ακολουθούν τα Έλαια και λίπη (12%), τα Άλλα είδη διατροφής (7%) και τα Γαλακτοκομικά προϊόντα (5%).
* Όσον αφορά τον κύκλο εργασιών, το υψηλότερο μερίδιο κατέχουν η Αρτοποιία και αλευρώδη (17%) και τα Γαλακτοκομικά προϊόντα (15%), με τα Φρούτα και λαχανικά και τα Έλαια και λίπη να ακολουθούν (14%).
* Ως προς τον αριθμό των εργαζομένων, η Αρτοποιία και τα αλευρώδη (42%) έρχονται πρώτα στη σχετική κατάταξη, δεύτερα τα Φρούτα και λαχανικά (14%) και ακολουθούν τα Γαλακτοκομικά προϊόντα (11%).
* Τέλος, σε σχέση με παραγωγικότητα εργασίας, οι Ζωοτροφές καταγράφουν την υψηλότερη επίδοση (53,6 ευρώ ανά εργαζόμενο), ενώ ακολουθούν τα Ποτά (54,8 ευρώ ανά εργαζόμενο), τα Προϊόντα αλευρόμυλων (38,9 ευρώ ανά εργαζόμενο) καθώς και τα Γαλακτοκομικά προϊόντα (38,7 ευρώ ανά εργαζόμενο).