Στην τελική ευθεία για την αύξηση του κατώτατου μισθού τον ερχόμενο Ιανουάριο έχει μπει η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία. Σήμερα, έχει προγραμματιστεί η πρώτη προφορική διαβούλευση των κοινωνικών εταίρων, στην αρμόδια επιτροπή που έχει συσταθεί με σκοπό τον συντονισμό των δράσεων που θα οδηγήσουν σε αύξηση του κατώτατου μισθού.
Στην συνάντηση αυτή δεν θα εκπροσωπηθούν οι εργαζόμενοι, καθώς η ΓΣΕΕ (με ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας της Διοίκησης) δεν θα συμμετάσχει. Μάλιστα, με επιστολή, η οποία κοινοποιείται και στους υπόλοιπους κοινωνικούς εταίρους, η Συνομοσπονδία χαρακτηρίζει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση ως κατάλυση του δικαιώματος των εργαζομένων να διαπραγματεύονται συλλογικά και ελεύθερα, επαναλαμβάνοντας την πάγια θέση της για επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και την επαναφορά της ευθύνης καθορισμού του ύψους του κατώτατου μισθού, μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, στους κοινωνικούς εταίρους.
Ο ΣΕΒ, με τη σειρά του, θέτει δύο βασικές προϋποθέσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού. α) Η αύξηση να είναι συμβατή με την αύξηση της μέσης παραγωγικότητας της οικονομίας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα επιβεβαιωθεί για το 2018 και β) να συνδυασθεί με την άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
Μάλιστα, ο Σύνδεσμος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι σε μια χώρα χαμηλής ανταγωνιστικότητας, όπως η Ελλάδα, είναι αδύνατο μια επιχείρηση να πληρώνει καλύτερους μισθούς, όταν, μάλιστα, δεν έχει πρόσβαση σε χρηματοδότηση και επιβιώνει μέσα σε φορολογικούς και ρυθμιστικούς παραλογισμούς.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η βελτίωση των εισοδημάτων των εργαζομένων είναι αποτέλεσμα των επενδύσεων που οδηγούν σε συσσώρευση μέσων παραγωγής και κερδίζονται με την παραγωγική εργασία στους χώρους δουλειάς και όχι σε υπουργικά γραφεία.
Όπως μάλιστα επισημαίνεται στο οικονομικό δελτίο του Συνδέσμου, μια μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία δεν θα συνδέεται με τη μεταβολή της παραγωγικότητας και δεδομένου του ήδη υψηλού μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, κινδυνεύει να εκτοπίσει από την επίσημη αγορά εργασίας αρκετούς εργαζόμενους, που θα έρθουν αντιμέτωποι είτε με την ανεργία, είτε με τη μαύρη ανασφάλιστη εργασία.
Ο ΣΕΒ «αποκαλύπτει» ότι αυτό διαπιστώνεται και στις μελέτες των υπουργείων Οικονομικών, Εργασίας και του ΚΕΠΕ, που δεν έχουν δημοσιοποιηθεί, καθώς και από ευρήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και ζητεί την άμεση δημοσιοποίηση των μελετών - εκθέσεων που κατατέθηκαν και θα χρησιμοποιηθούν από το υπουργείο Εργασίας στη διαδικασία διαβούλευσης.
Η πραγματικότητα
Η συζήτηση αφορά τουλάχιστον 1 εκατομμύριο εργαζόμενους αλλά και άνεργους, τους οποίους θα επηρεάσει πιθανή αύξηση του κατώτατου μισθού.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ΣΕΒ, μεγάλο μέρος της αγοράς μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα (1/4) έχει αμοιβές κάτω των 600 ευρώ, ιδίως σε κλάδους όπως η εστίαση (25,5%) και το εμπόριο (22,7%), το 56% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα εργάζεται σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις έως 49 εργαζομένων, ενώ το 77% των μισθωτών στις μικρές επιχειρήσεις αμείβονται με αποδοχές κατώτατου και υποκατώτατου μισθού.
Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι δεν θα υπάρχουν ηλικιακές διακρίσεις και ότι ο νέος κατώτατος μισθός θα είναι κοινός, καταργώντας τον υποκατώτατο μισθό των 510,95 ευρώ και το ημερομίσθιο των 22,83 ευρώ για όσους είναι κάτω των 25 ετών.