Πολλαπλάσια εκτεθειμένη στον κίνδυνο πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων το 2018 είναι η ελληνική κυβέρνηση, μετά τη δημοσιοποίηση των προβλέψεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ το επόμενο έτος.
Στην έκθεση Fiscal Monitor, η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, ο πήχης του πλεονάσματος μένει κολλημένος στο 2,2% του ΑΕΠ, όπως εκτιμούσε ήδη από τον περασμένο Ιούλιο το Ταμείο.
Για το 2017, η εικόνα της υπέρβασης των στόχων που προκύπτει από το προσχέδιο του προϋπολογισμού (2,21% του ΑΕΠ για φέτος προβλέπει το υπουργείο Οικονομικών, κάνοντας σχέδια για διανομή κοινωνικού μερίσματος) δεν υιοθετείται από το Ταμείο, το οποίο βάζει τον πήχη οριακά χαμηλότερα από το 1,75% του ΑΕΠ, που απαιτεί το πρόγραμμα, και συγκεκριμένα στο 1,7% του ΑΕΠ.
Παρότι ουδείς περιμένει ότι το Ταμείο θα θέσει ζήτημα έστω και οριακών διορθώσεων για το 2017 (αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις του, οι οποίες αποδεικνύονται τα τελευταία χρόνια λανθασμένες), ο φάκελος του 2018 παραμένει ανοιχτός.
Ήδη άλλωστε το ΔΝΤ έχει διαμηνύσει ότι ενδεχομένως θα χρειαστεί ταχύτερη εφαρμογή των ήδη ψηφισμένων περικοπών σε συντάξεις (κανονικά το 2019) και μειώσεων στο αφορολόγητο (κανονικά το 2020), ενώ έχει συστήσει την αναβολή της εφαρμογής των αντίμετρων για το 2023, όταν και προβλέπεται ήδη χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων.
Οι προβλέψεις του Ταμείου εγείρουν προβληματισμό για τις δημοσιονομικές εξελίξεις και μετά το 2018.
Παρ’ότι η ενεργοποίηση των ήδη ψηφισμένων μέτρων θέτει τον πήχη των προβλέψεων πρωτογενών πλεονασμάτων για την τετραετία 2019-22 στο 3,5% του ΑΕΠ, δεν μπορούν να παραγνωριστούν επιμέρους προβλέψεις οι οποίες δείχνουν:
1. Επιστροφή στα δημοσιονομικά ελλείμματα ακόμα και σε κυκλικά προσαρμοσμένους όρους (λαμβάνοντας υπόψη την ανάπτυξη). Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα γενικής κυβέρνησης εμφανίζει ουσιαστική βελτίωση το 2017 και το 2018. Προβλέπεται έλλειμμα 1,7% του ΑΕΠ φέτος και 1,1% το 2018, το 2019 προβλέπεται ισοσκελισμένο αποτέλεσμα και στη συνέχεια και πάλι ελλείμματα, έστω και οριακά.
Το 2021 η γενική κυβέρνηση γυρνά σε έλλειμμα 0,1% του ΑΕ και το 2022 σε 0,4% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα και το κυκλικά προσαρμοσμένο αποτέλεσμα γενικής κυβέρνησης διαμορφώνεται (σε επίπεδο προβλέψεων) σε 0,1% του ΑΕΠ φέτος, -0,2% του ΑΕΠ το 2018, 0,7% του ΑΕΠ το 2019, 0,2% του ΑΕΠ το 2020 , -0,1% το 2021 και -0,3% το 2022.
Υπενθυμίζεται ότι με βάση τις προβλέψεις του Ταμείου, η ελληνική οικονομία δεν έχει τη δυναμική να πετύχει ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 1% σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτή η εκτίμηση του Ταμείου στήριξε όλους τους προηγούμενους μήνες την απαίτηση για πρόσθετες μεταρρυθμίσεις αλλά και άμεση διευθέτηση χρέους. Στο δεύτερο μέτωπο βέβαια, με την ντρίπλα του κατ’ αρχήν εγκεκριμένου προγράμματος για την Ελλάδα, έβαλε πολύ νερό στο κρασί του.
2. Μείωση στα έσοδα. Από φέτος και μετά, σαν να είναι η οικονομία όχι απλώς «παγωμένη», αλλά σε τροχιά συρρίκνωσης, τα δημόσια έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ υποχωρούν χρόνο με το χρόνο δραστικά, για να καταλήξουν το 2022 στο 45,1% του ΑΕΠ. Πέρυσι, υπολογίζονταν στο 50% του ΑΕΠ. Φέτος μειώνονται στο 48,6%, του χρόνου στο 46,9%, το 2019 στο 46,8%, το 2020 σε 46,2% και το 2021 στο 45,3% του ΑΕΠ, παρά τη "βροχή" των μέτρων που έχει ήδη πέσει και αναμένεται να συνεχιστεί, ακόμη και στο "καλό" σενάριο, όπου οι νέες περικοπές εφαρμοστούν σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα το 2019 και το 2020. Στο μεσοδιάστημα άλλωστε, με εξαίρεση το 2018, το Ταμείο κάθε άλλο παρά προβλέπει εκρηκτική αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδας.
3. Στη μέγγενη οι δαπάνες. Το ζωνάρι των δημοσίων δαπανών φαίνεται πως θα παραμείνει σφιχτό για πολλά χρόνια, αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Εκτιμάται ότι οι δαπάνες γενικής κυβέρνησης από 50,3% του ΑΕΠ φέτος, θα υποχωρήσουν σε 48% του χρόνου, σε 46,6% του ΑΕΠ το 2019, καταλήγοντας σε 45,5% του ΑΕΠ το 2020. Το 2009 οι δαπάνες γενικής κυβέρνησης διαμορφώνονταν σε επίπεδα δέκα ποσοστιαίων μονάδων υψηλότερα, στο 54,1% του ΑΕΠ.
4. Χρέος στα ύψη. Δώδεκα χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο, το 2022, κατά τις προβλέψεις του Ταμείου, το δημόσιο χρέος θα διαμορφώνεται στο εφιαλτικό 161,2% του ΑΕΠ, όταν το 2010 ήταν στο 146,2% του ΑΕΠ.
Το Ταμείο, στη βάση των νεότερων στοιχείων για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, δεν αποκλείεται κατά την άφιξη της Ντέλιας Βελκουλέσκου στην Αθήνα να μεταβάλει τις προβλέψεις του. Ακόμα όμως και εάν κλείσει η ψαλίδα και το Ταμείο ανεβάσει την εκτίμησή του για το πρωτογενές πλεόνασμα του επόμενου έτους στο 2,6% του ΑΕΠ, όπως αναφέρουν ορισμένες πληροφορίες, παραμένει ένα χάσμα περίπου μίας μονάδας ή κάτι λιγότερο από 1,8 δισ. ευρώ, η οποία θα πρέπει με κάποιο τρόπο να καλυφθεί.
Τα δεδομένα δείχνουν πως μια δύσκολη τρίτη αξιολόγηση βρίσκεται προ των πυλών.