Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει αναστήσει μια παλιά τεχνική που χρησιμοποιούνταν ευρέως κατά την κρίση χρέους της Λατινικής Αμερικής τη δεκαετία του 1980 και η οποία θα επιτρέψει στην Ελλάδα να αποφύγει την πτώχευση στις πληρωμές του επόμενου μήνα, τονίζει ο Μοχάμεντ Ελ Εριάν σε άρθρο γνώμης.
Η «ανακούφιση», αναφέρει ο επιφανής οικονομολόγος, δίνει στο ΔΝΤ και στους Ευρωπαίους εταίρους χρόνο για να λύσουν τις τεχνικές διαφορές τους. Ωστόσο ο «λεπτός συμβιβασμός» του Ταμείου εξακολουθεί να αφήνει την Ελλάδα υπό τη σκιά ενός τεράστιου πλεονάζοντος χρέους. Για να μειωθεί, επιβάλλεται η Ευρώπη να βρει έναν τρόπο να βάλει στην άκρη την εθνική πολιτική και «να ενεργήσει σε μια βάση οικονομικής λογικής και αναγκαιότητας».
Οι διαφορές της Ευρώπης και του ΔΝΤ εξαπλώνονται παντού, επισημαίνει ο οικονομολόγος. Οι ευρωπαϊκές αρχές επιχειρηματολογούν πως τα χαμηλά επιτόκια και οι μεγάλες λήξεις έχουν καταστήσει το ελληνικό χρέος βιώσιμο, ενώ για το Ταμείο μια ουσιαστική μείωση χρέους είναι κρίσιμη για να παράγει την εμπιστοσύνη και την αξιοπιστία που θα δώσουν τέλος στην παρατεταμένη φτώχεια της Ελλάδας.
Ο Ελ Εριάν τονίζει πως η άποψη της Ευρώπης εξακολουθεί να αψηφά την οικονομική λογική για έναν απλό λόγο: οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ανησυχούν για τις εγχώριες πολιτικές συνέπειες της ελάφρυνσης χρέους, ιδιαίτερα ενόψει εκλογών στη Γερμανία.
Ο ειδικός παραδέχεται πως η διαγραφή χρέους μπορεί να είναι δύσκολη και να εγείρει το θέμα της αδικίας, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις, η άρνηση διαγραφής είναι πιο επιζήμια. Τόσο η Ευρώπη όσο και το ΔΝΤ γνωρίζουν πως η Ελλάδα βρίσκεται εδώ και πολύ καιρό σε αυτό το στάδιο, γεγονός που καθιστά τη χώρα μια μόνιμη «κηδεμονευομένη» της ευρωζώνης που δεν αποδέχεται αυτή την κατάληξη, αλλά δείχνει ανίκανη να δράσει.
Με τους πιστωτές να μην καταφέρνουν να συμφωνήσουν, η Ελλάδα έχει στερηθεί την επιπρόσθετη χρηματοδότηση που χρειάζεται για να δώσει τέλος στις εγχώριες καθυστερούμενες οφειλές και να ανταπεξέλθει στις πληρωμές του Ιουλίου. Στο μεταξύ, η ανάπτυξη για άλλη μια φορά «μαραζώνει», παρά την ευρύτερη ευρωπαϊκή ανάκαμψη. Για να ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο, το ΔΝΤ συμβιβάστηκε αναβιώνοντας την πρακτική της «κατ’ αρχήν» έγκρισης ενός χρηματοδοτικού προγράμματος.
Αυτή η «θεωρητική» έγκριση υπαινίσσεται την επικύρωση των προθέσεων μιας χώρας σε ό,τι αφορά στην οικονομική πολιτική από το Ταμείο, κάτι που μπορεί να «ξεκλειδώσει» περαιτέρω χρηματοδότηση. Αλλά το ΔΝΤ στην πραγματικότητα δεν προχωρά στην εκταμίευση των δικών του δανείων, εν αναμονή ενός πιο ικανοποιητικού αποτελέσματος, εν προκειμένου μιας ελάφρυνσης χρέους.
Ο οικονομολόγος τονίζει ότι πρόκειται για έναν βραχυπρόθεσμο συμβιβασμό που αναγνωρίζει το πολιτικό ημερολόγιο και τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, βοηθά την Ελλάδα να αποφύγει την πτώχευση το καλοκαίρι και διαφυλάσσει τους πόρους του ίδιου του Ταμείου. Αλλά δεν είναι τίποτα παραπάνω από άλλη μια προσωρινή λύση -ουσιαστικά συνέχιση του γνωστού «παράτεινε και προσποιήσου» (extend and pretend).
Αν και το άμεσο πρόβλημα της χρηματοδότησης λύνεται, δεν γίνονται αρκετά για να μπει η Ελλάδα σε ένα ρεαλιστικό μονοπάτι για μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη και χρηματοοικονομική βιωσιμότητα. Και παράλληλα η προσέγγιση αυτή κινδυνεύει να εκθέσει το Ταμείο σε ακόμη μεγαλύτερη πολιτική πίεση, δίνοντας έμφαση σε ουσιαστικά ερωτήματα σχετικά με την ομοιομορφία της συμπεριφοράς απέναντι στα κράτη-μέλη.
Με αυτόν τον συμβιβασμό, το ΔΝΤ δεν πρέπει να κάνει τίποτα αν πρώτα δεν ικανοποιηθεί τόσο σε ό,τι αφορά στην ελάφρυνση όσο και στα τεχνικά ζητήματα. Και αντί να δηλώσουν νικητές, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτόν τον συμβιβασμό ως το επόμενο βήμα στη χαλάρωση της όλο και πιο αβάσιμης στάσης τους στο θέμα του ελληνικού χρέους.
Όπως επισημαίνει ο οικονομολόγος στο σημείο αυτό, οι δύο πλευρές θα πρέπει στο μεταξύ να ξεκινήσουν μια προσεκτική ανάλυση προηγούμενων εμπειριών από προγράμματα που εγκρίθηκαν «κατ’ αρχήν», αντί να τεθούν σε άμεση λειτουργία. Τέτοιου είδους προγράμματα μπορούν να αποδειχθούν καταλύτης και τρόπος χαλάρωσης των περιορισμών στην ανάπτυξη και στη χρηματοοικονομική βιωσιμότητα. Ο ειδικός εξηγεί πως δεν λειτουργούν ως αυτόνομες λύσεις, αλλά χρειάζεται να αποτελέσουν μέρος μιας εποικοδομητικής διαδικασίας.
Παρά μερικά εμπόδια κατά τη διάρκειά τους, μια σειρά τέτοιων προγραμμάτων τη δεκαετία του 1980 βοήθησαν να αποτραπούν πτωχεύσεις και κατέληξαν σε ουσιαστικές μειώσεις χρέους και υποχρεώσεων εξυπηρέτησης χρέους. Αυτά βοήθησαν οικονομίες της Λατινικής Αμερικής να αποκαταστήσουν την υψηλή ανάπτυξη και τη χρηματοοικονομική βιωσιμότητα. Λίγα χρόνια αργότερα, η διαδικασία αυτή επαναλήφθηκε επιτυχώς στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας για τις υπερχρεωμένες φτωχές χώρες (ΥΦΧ - HIPC).
Όπως συνοψίζει ο οικονομολόγος, αυτός ο βραχυπρόθεσμος συμβιβασμός ήρθε έπειτα από μήνες συχνά πικρόχολων διαπραγματεύσεων και, για χάρη της Ελλάδας αλλά και της αξιοπιστίας μελλοντικών αντίστοιχων διαδικασιών, οι πιστωτές πρέπει να τον δουν ως βήμα για μια οριστική λύση. «Οι Έλληνες πολίτες περιμένουν και υποφέρουν για πολύ καιρό», καταλήγει.