Το ΔΝΤ δεν άνοιξε τα χαρτιά του αναφορικά με το εάν θα συμμετάσχει ή όχι στο ελληνικό πρόγραμμα. Οι αποφάσεις παραπέμπονται για αργότερα. Με την έγκριση της έκθεσης του άρθρου 4 από το Εκτελεστικό του Συμβούλιο, όμως, ξεκάθαρα επιχειρεί να βγάλει από πάνω του τη ρετσινιά του «κακού». Αυτού που εισηγείται πρόσθετη λιτότητα σε μια ρημαγμένη ελληνική κοινωνία, ενώ πιέζει προς την πλευρά των Ευρωπαίων για δραστική ελάφρυνση του δημόσιου χρέους.
«Η Ελλάδα δεν χρειάζεται περισσότερη δημοσιονομική προσαρμογή από δω και πέρα, πέραν των όσων έχουν ήδη δρομολογηθεί. Οι μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι θα πρέπει να υποστηριχθούν από δημοσιονομικά ουδέτερες, υψηλής ποιότητας μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα διευρύνουν τη φορολογική βάση και θα εκλογικεύσουν τις δαπάνες συντάξεων, προκειμένου ο δημόσιος τομέας να μπορεί να παράσχει κατάλληλες υπηρεσίες και κοινωνική στήριξη σε ευαίσθητες ομάδες πληθυσμού, δημιουργώντας παράλληλα τις συνθήκες για ανάπτυξη και επενδύσεις», σημειώνει, αποκαλύπτοντας ότι «οι αρχές θεωρούν ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% είναι εφικτός, πλην όμως θεωρούν για πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους, ότι ένας στόχος 2%-2,5% είναι προτιμητέος», αναφέρεται στην έκθεση.
Σε αυτό το επίπεδο, όμως, καταγράφεται η πρώτη μεγάλη διαφωνία εντός του Εκτελεστικού Συμβουλίου (ΕΣ). «Κάποιοι διευθυντές προτιμούν πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ», αναφέρει η εκτίμηση του ΕΣ, φωτογραφίζοντας τη διαφωνία κάποιων (χωρών της ΕΕ;) καθώς τα χαμηλότερα πλεονάσματα μεταφράζονται σε μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους.
Κατά την άποψη του Ταμείου, ο μόνος ρεαλιστικός στόχος αφορά σε πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ και αυτό συνοδευόμενο από γενναίες αποφάσεις διευθέτησης του χρέους, προκειμένου να μην επιβεβαιωθεί το βασικό του σενάριο, που οδηγεί σε δημόσιο χρέος 275% του ΑΕΠ το 2060, με τις χρηματοδοτικές ανάγκες στο εφιαλτικό 62% του ΑΕΠ.
Εδώ έρχεται η δεύτερη διαφωνία καθώς και πάλι η ανάγκη για σημαντική ελάφρυνση χρέους είχε τη στήριξη των «περισσότερων», αλλά όχι όλων.
Μειώστε φόρους
Τα πρόσθετα μέτρα, κατά την άποψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, χρειάζονται, είτε ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα είναι 1,5% του ΑΕΠ, το οποίο θεωρείται ρεαλιστικό, είτε 3,5%, το οποίο θα έπνιγε τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Στην πρώτη περίπτωση, το Ταμείο εισηγείται ένα πακέτο μέτρων δημοσιονομικά ουδέτερο. Θεωρεί ότι η μείωση του αφορολόγητου και η κατάργηση των φοροαπαλλαγών θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει παράλληλη μείωση του ΦΠΑ κατά μία μονάδα (από το 24% στο 23%) , του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις από το 29% στο 19%, αλλά και την καθιέρωση χαμηλών συντελεστών φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων έως και την περιοχή του 15%-20%.
Αντίστοιχα και για τις συντάξεις. Εισηγείται κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» όχι για λόγους αύξησης των πλεονασμάτων αλλά, όπως σημειώνει, για την καλύτερη στόχευση των κοινωνικών επιδομάτων και εδραίωση συνθηκών κοινωνικού κράτους. Όπως αναφέρει, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας καλύπτουν σήμερα μόλις το 73% του φτωχότερου 20% του ελληνικού πληθυσμού, το χαμηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη.
«Ένας ρεαλιστικός στόχος αναφορικά με το πρωτογενές αποτέλεσμα από το 2018 και μετά θα ήταν πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ. Η στόχευση σε υψηλότερο πλεόνασμα θα οδηγούσε στην ανάγκη πρόσθετης δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία δεν συνίσταται στην παρούσα φάση, καθώς θα ήταν καταστροφική για την ανάπτυξη», σημειώνεται στην έκθεση. Εξίσου ανεπιθύμητη κρίνεται άλλωστε και η επιδίωξη υψηλότερων πλεονασμάτων μέσω του λεγόμενου «κόφτη».
«Αν οι αρχές αποφασίσουν να διατηρήσουν έναν μεσοπρόθεσμο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ, τότε θα χρειαστούν πρόσθετα αξιόπιστα και υψηλής ποιότητας μέτρα», σημειώνει το Ταμείο και δεδομένου ότι προσδιορίζει το πλεόνασμα στο 1,5% το 2018, συνάγει κανείς ότι στην περίπτωση αυτή θα απαιτούσε πρόσθετα μέτρα 2% του ΑΕΠ ή κοντά στα 4,5 δισ. ευρώ.
Αλλάξτε πολιτική
Το μήνυμα προς την ελληνική κυβέρνηση αντικατοπτρίζει τη διαφορετική φιλοσοφία που διέπει την κυβερνητική πολιτική από τις συνταγές του Ταμείου.
Άσχετα από τους στόχους, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αλλάξει το μίγμα πολιτικής της σε ένα πιο φιλικό προς την ανάπτυξη, αναφέρεται.
«Με έναν στόχο πλεονάσματος 1,5% του ΑΕΠ, μια τέτοια αλλαγή πολιτικής θα πρέπει να εφαρμοστεί το συντομότερο δυνατό, με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο, προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη για την ανάπτυξη και την αναδιανομή, με παράλληλη μείωση της αβεβαιότητας».
Πέραν των μέτρων σε φορολογικό και ασφαλιστικό, ξεχωρίζουν ακόμα προτροπές για:
* διαγραφές χρεών στην Εφορία, στο πλαίσιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού αλλά και διαγραφές χρεών αφού έχουν εξαντληθεί όλα τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης.
* Πλήρη άρση των Capital Controls το συντομότερο εφικτό.
* Περαιτέρω ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας. Οι ισχύουσες μεταρρυθμίσεις δεν πρέπει να ανατραπούν αλλά να συμπληρωθούν με την ευθυγράμμιση της Ελλάδας με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές αναφορικά με τις ομαδικές απολύσεις (διπλασιασμός ποσοστού) και τον συνδικαλιστικό νόμο (ισχύει ακόμα ο νόμος του 1980 για τις απεργίες).
* Επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και της απελευθέρωσης των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών. «Περάστε από τη νομοθέτηση στην εφαρμογή», σημειώνεται, με την προσθήκη ότι απαιτούνται αποφασιστικά βήματα στην ιδιωτικοποίηση περιουσιακών στοιχείων, ιδίως στον τομέα της ενέργειας.
Τα νούμερα...
Το Ταμείο προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα κοντά στο 1% του ΑΕΠ το 2016 και 1,5% το 2018, υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοστούν πλήρως τα μέτρα ύψους 3,75% του ΑΕΠ, τα οποία νομοθετήθηκαν την περίοδο 2015-16.
Το 2016, το πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται στο 0,9% του ΑΕΠ, στο 1% το 2017 και στο 1,5% το 2018, με νέα μέτρα τα οποία θα υποκαθιστούν την επίδραση μέτρων τα οποία εκπνέουν.
Οι μεταρρυθμίσεις θεωρούνται «κλειδί» για την ανάπτυξη. «Αν δεν εφαρμοστούν νέες μεταρρυθμίσεις, παραμείνουν σε ισχύ τα Capital controls, δεν εξασφαλιστεί η συμμετοχή στο QE και χωρίς λύση για το χρέος, τότε ο ρυθμός ανάπτυξης σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα θα είναι 1% και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα μόλις 0,3%».
...και τα καρφιά
Από την έκθεση δεν λείπει η κριτική για την αδυναμία των ελληνικών κυβερνήσεων μετά το 2010 να εφαρμόσουν όσα δεσμεύτηκαν.
«Τα τελευταία έξι χρόνια, η Ελλάδα έχει αλλάξει επτά κυβερνήσεις αλλά καμία δεν κατάφερε να συγκεντρώσει την απαραίτητη διευρυμένη πολιτική στήριξη για την ολοκλήρωση των δύο προηγούμενων προγραμμάτων στα οποία μετείχε το ΔΝΤ. Μόλις 10 από τις 24 προγραμματισμένες αξιολογήσεις έχουν ολοκληρωθεί. Η αβεβαιότητα η οποία συνδέεται με τις πολλαπλές πολιτικές κρίσεις οδήγησε σε παράλυση τη λήψη αποφάσεων ή σε απροθυμία μεταρρυθμίσεων. Σε συνδυασμό με ένα αδύναμο εξωτερικό περιβάλλον, αυτή η απροθυμία μεταρρυθμίσεων τροφοδότησε περιστασιακούς φόβους για το ενδεχόμενο Grexit, οδηγώντας σε σοκ εμπιστοσύνης και επιδείνωσης της ύφεσης».
Οι τέσσερις προκλήσεις
1. Μη διατηρήσιμη δημοσιονομική πολιτική, η οποία βασίζεται σε μη βιώσιμες συντάξεις, που χρηματοδοτούνται από υψηλούς φόρους σε ρηχή βάση.
Η Ελλάδα κατέγραψε μια εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή της τάξεως του 16% του ΑΕΠ από το 2010 έως το 2015. Παρά το γεγονός ότι παραπάνω από το μισό των ψηφισμένων μέτρων αφορούσαν σε περικοπές δαπανών, μόλις ένα τέταρτο της συνολικής προσαρμογής έγινε μέσω της περιστολής των μισθών στο δημόσιο και των συντάξεων, που αυξάνονταν ταχύτατα προ της κρίσης, και τα υπόλοιπα προήλθαν από περιφερειακές περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων σε μια ρηχή φορολογική βάση. Παρότι το μισθολογικό κονδύλι στον δημόσιο τομέα μειώθηκε σχετικά, το πρόβλημα μετατέθηκε στο ασφαλιστικό μέσω των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, οδηγώντας σε μια περαιτέρω αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε σχέση με το ΑΕΠ, από το 2010 στο 2015.
Το πλέον πρόσφατο πακέτο προσαρμογής αναδεικνύει τις πολιτικές δυσκολίες αντιμετώπισης των διαρθρωτικών αδυναμιών που παραμένουν. Το πακέτο, το οποίο εκτιμάται ότι θα οδηγούσε σε εξοικονομήσεις της τάξεως του 4% του ΑΕΠ έως το 2018, στηρίζεται κυρίως σε φορολογικά μέτρα (3% του ΑΕΠ), με περαιτέρω αυξήσεις των ήδη υψηλών φορολογικών συντελεστών σε ρηχή βάση. Οι περικοπές στις συντάξεις είναι της τάξεως του 1%, όταν το έλλειμμα του ασφαλιστικού συστήματος φτάνει το 11% του ΑΕΠ. Ο κόφτης, ο οποίος έχει ψηφιστεί, «προσθέτει στρεβλώσεις καθώς δεν επιλύει τις αδυναμίες μέσω διαρθρωτικών αλλαγών αλλά βασίζεται σε περαιτέρω προσωρινές περικοπές».
Έτσι το ασφαλιστικό σύστημα παραμένει έντονα ανισόρροπο (με ένα έλλειμμα τέσσερις φορές υψηλότερο από το μέσο έλλειμμα της ευρωζώνης 2,5% του ΑΕΠ), οι διακριτικές περικοπές δαπανών έχουν συμπιεστεί σε μη διατηρήσιμα επίπεδα και τα φορολογικά βάρη έχουν κατανεμηθεί ανισομερώς, λόγω εξαιρέσεων οι οποίες οδηγούν τη μεσαία τάξη εκτός φόρου εισοδήματος (περισσότεροι από τους μισούς μισθωτούς εξαιρούνται από την πληρωμή φόρου εισοδήματος έναντι 8% στην ευρωζώνη).
Η ισχύουσα δομή των δημόσιων οικονομικών είναι από τη βάση της αναποτελεσματική, άδικη και κοινωνικά μη βιώσιμη, καθώς βοηθά τους σημερινούς συνταξιούχους και τα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης ενώ αποκλείει τους χαμηλοεισοδηματίες και τους άνεργους από την πρόσβαση σε επαρκή και καλά στοχευμένα κοινωνικά επιδόματα και άλλες καθοριστικές δημόσιες υπηρεσίες, οι οποίες χρειάζονται και αποτελούν δεδομένο σε άλλες χώρες της ευρωζώνης.
2. Αναποτελεσματική φορολογική διοίκηση, αδύναμη κουλτούρα πληρωμών και αυξανόμενο φορολογικό χρέος.
Παρά τις μεταρρυθμίσεις, η συλλογή φόρων είναι χαμηλή ενώ το χρέος του ιδιωτικού τομέα προς το δημόσιο αγγίζει το 70% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη. Οι ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές ήταν ήδη υψηλές πριν την κρίση, υποδηλώνοντας μια κουλτούρα μειωμένων πληρωμών και περιορισμένης ικανότητας είσπραξης. Περίπου ο μισός πληθυσμός χρωστά στο δημόσιο, ενώ η ύφεση συνέβαλε στη διόγκωση των ληξιπρόθεσμων. Όμως οι υψηλοί φόροι σε συνδυασμό με ποινές και πρόστιμα ψήλωσαν τα ληξιπρόθεσμα. Το πρόβλημα διευρύνθηκε με μια αναποτελεσματική φορολογική διοίκηση, συχνά εκτεθειμένη σε πολιτικές παρεμβάσεις, η οποία ήταν ανίκανη να επιβάλλει εισπράξεις, βασιζόμενη κυρίως σε αμνηστευτικές ρυθμίσεις.
3. Αδύναμοι τραπεζικοί ισολογισμοί και διακυβέρνηση
Παρά τις τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών από το 2010 και μετά και τη στήριξη ρευστότητας από την ΕΚΤ, η εμπιστοσύνη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν έχει επιστρέψει ακόμα και τα capital controls παραμένουν. Η ποιότητα των τραπεζικών κεφαλαίων είναι αδύναμη, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνεχίζουν να αυξάνονται τα τελευταία χρόνια, αγγίζοντας το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο -μετά την Κύπρο- στην ευρωζώνη. Παράλληλα παραμένουν οι προβληματισμοί αναφορικά με τη διακυβέρνηση των τραπεζών.
4. Διαρθρωτικά εμπόδια εμποδίζουν την ανάπτυξη
Παρά τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας την περίοδο 2010-11, οι οποίες οδήγησαν σε σημαντική μείωση του κόστους εργασίας συμβάλλοντας στην αύξηση της μισθολογικής ανταγωνιστικότητας έναντι των εμπορικών εταίρων της, οι παράλληλες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες απαιτούνταν στις αγορές προϊόντων, δεν οδήγησαν σε αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας εξαιτίας της βραδείας εφαρμογής τους και των ισχυρών αντιθέσεων από οργανωμένα συμφέροντα. Έτσι ενώ οι μισθοί μειώθηκαν, οι τιμές προσαρμόστηκαν λιγότερο. Την ίδια ώρα, τα ποσοστά φτώχειας παραμένουν απαράδεκτα υψηλά.