Σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα έχει διαμορφωθεί η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικά καύσιμα και κυρίως λιγνίτη που δίνει και την πιο φθηνή ενέργεια, ενώ πλέον ΑΠΕ, υδροηλεκτρική παραγωγή και εισαγωγές, καλύπτουν το 57% της ζήτησης στην Ελλάδα.
Από τα στοιχεία Μαΐου και πενταμήνου Ιανουαρίου-Μαΐου 2015, αναδύεται μια εντελώς διαφορετική εικόνα του ισοζυγίου, σε σχέση με ελάχιστα χρόνια πριν.
Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η υποαπασχόληση των επενδύσεων της ΔΕΗ σε μονάδες βάσης, δηλαδή λιγνιτικές που για το Μάιο συμμετείχαν με 37% στην κάλυψη της ζήτησης, η μεγάλη αύξηση των εισαγωγών αφού καλύπτουν πλέον περίπου το 25% της συνολικής ζήτησης, η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ και η αλλαγή της καμπύλης φορτίου που έχει μηδενίσει την αιχμή του μεσημεριού.
Τα νέα δεδομένα του ενεργειακού ισοζυγίου, και κυρίως η περίσσεια ισχύος, εφόσον λειτουργούσε στοιχειωδώς αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, θα μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο για την ίδια τη ΔEΗ προκειμένου να αυξήσει ανενεργό δυναμικό των μονάδων βάσης που λειτουργούν με χαμηλό βαθμό απασχόλησης και έτσι να τροφοδοτήσει την ενεργοβόρα βιομηχανία με τιμές χαμηλότερες από τις σημερινές, αντίστοιχες άλλων χωρών της ΕΕ.
Κάτι τέτοιο όπως είναι φυσικό θα επέτρεπε όσες βιομηχανίες χάνουν σε ανταγωνιστικότητα από τις υψηλές τιμές ενέργειας να αυξήσουν τις εξαγωγές τους και τις θέσεις απασχόλησης, ενώ η ΔEΗ θα αποτελούσε πραγματικά αναπτυξιακό μοχλό.
Ας σημειωθεί εδώ ότι σε άλλες χώρες της ΕΕ, όταν παρατηρούνται έστω και συγκυριακά αντίστοιχα φαινόμενα, δηλαδή μεγάλη παραγωγή από ΑΠΕ, οι εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, προσφέρουν κίνητρα στους πελάτες τους μέσω εκπτώσεων, για την αύξηση της ζήτησης, προκειμένου έτσι να διατηρήσουν την παραγωγή των μονάδων βάσης. Για να μην αναφερθούμε σε ακραίες περιπτώσεις, όταν στο pool διαμορφώνονται αρνητικές τιμές, δηλαδή οι παραγωγοί πληρώνουν τους καταναλωτές για να διατηρήσουν ή αυξήσουν την ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας.
Η ζήτηση
Σε ό,τι αφορά στα δεδομένα της παραγωγής και ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, προκύπτει ότι το πεντάμηνο Ιανουαρίου - Μαΐου η συνολική ζήτηση των 21.331 γιγαβατωρών, σε ποσοστό 34% καλύφθηκε από τα εργοστάσια λιγνίτη της ΔΕΗ, σε ποσοστό 24% από εισαγωγές (Βουλγαρία, Αλβανία, ΠΓΔΜ, Τουρκία, Ιταλία), κατά 14% από τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια, κατά 19% από ΑΠΕ και κατά 9% από εργοστάσια φυσικού αερίου.
Το μόνο που προκύπτει από την όλη εικόνα, είναι ότι επανέκαμψε η ζήτηση, χωρίς όμως η τάση ανόδου να διατηρείται σε όλο το πεντάμηνο.
Η αυξητική τάση ήταν πολύ πιο ισχυρή τους τρεις πρώτους μήνες του 2015 ενώ τον Απρίλιο και Μάιο παρατηρείται επιβράδυνση. Συγκεκριμένα, το α' τρίμηνο η συνολική ζήτηση ηλεκτρικού ανήλθε σε 13.627 γιγαβατώρες αυξημένη κατά 8,5% έναντι του α' τριμήνου του 2014. Τους επόμενους μήνες Απρίλιο και Μάιο η παρατεταμένη αβεβαιότητα και η κρίση στην οικονομική δραστηριότητα, φαίνεται ότι επηρέασε και την κατανάλωση ηλεκτρικού καθώς η αύξηση της ζήτησης έναντι του αντίστοιχου διμήνου περιορίστηκε στο 2,5%, ενώ Μάιο 15 με Μάιο 14 ήταν 2%.
Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο στο δίκτυο, δηλαδή στους καταναλωτές που τροφοδοτούνται από τη μέση και χαμηλή τάση όπου τους τρεις πρώτους μήνες του 2015 η αύξηση ήταν 9,3% και τους επόμενους δύο 2,38%.
Η λιγνιτική παραγωγή
Αναφορικά με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη και το βαθμό απασχόλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, από τα στοιχεία πενταμήνου προκύπτει ότι και τους πέντε μήνες του 2015 η παραγωγή είναι μειωμένη κατά 25%.
Αντιστοίχως η παραγωγή από ΑΠΕ είναι αυξημένη κατά 9% και των υδροηλεκτρικών κατά 112%, λόγω της μεγάλης υδραυλικότητας του προηγούμενου οκτάμηνου, ενώ των μονάδων φυσικού αερίου μειωμένη κατά 28% λόγω της αλλαγής του ρυθμιστικού πλαισίου για τη λειτουργία των μονάδων αυτών.
Έτσι, ο συντελεστής χρησιμοποίησης των λιγνιτικών μονάδων, κινείται σε χαμηλά επίπεδα, που κυμαίνονται από 13% για τον ΑΗΣ Μελίτης, έως και 82% για τον ΑΗΣ Μεγαλόπολης 4 που είναι και το υψηλότερο ποσοστό. Οι περισσότερες από τις 14 λιγνιτικές μονάδες που παράγουν ενέργεια (γιατί υπάρχουν και αυτές που βρίσκονται εκτός παραγωγής) έχουν συντελεστή χρησιμοποίησης κάτω από 60%, πράγμα που σημαίνει ότι το 40% του επενδυμένου από τη ΔΕΗ κεφαλαίου στις μονάδες αυτές είναι ανενεργό και άρα επιβαρύνει το παραγωγικό κόστος, χωρίς να υπολογίζεται και η επιβάρυνση από τον ανενεργό εξοπλισμό των ορυχείων που θα έπρεπε να εργάζεται για την τροφοδοσία των εργοστασίων με λιγνίτη.
Πάντως με βάση υπολογισμούς που κάνει ο ΑΔΜΗΕ για το συντελεστή χρησιμοποίησης των λιγνιτικών μονάδων, αυτός είναι ακόμη χαμηλότερος, δηλαδή μόλις 44%. Και αυτό, επειδή ο Διαχειριστής λαμβάνει υπόψιν το σύνολο των κατανεμημένων λιγνιτικών μονάδων που είναι ενταγμένες στο Σύστημα, ασχέτως του αν λειτουργούν και οι οποίες έχουν συνολική ισχύ 4.456 μεγαβάτ.