Χρησιμοποιώντας σκακιστική ορολογία η Rheinische Post του Ντύσελντορφ δίνει τον εξής τίτλο στην ανάλυσή της: «Μόνο ένα πατ στην Αθήνα προκαλεί φόβο», όπου «πατ» σημαίνει αναγκαστική ισοπαλία των αντιπάλων και πιθανότατα επανάληψη της παρτίδας.
Η εφημερίδα, σημειώνει, σύμφωνα με την Deutsche Welle, ότι ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών «είναι πρακτικά αδύνατον να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για την τελευταία δόση του ευρωπαϊκού προγράμματος βοήθειας προς την Ελλάδα μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου. Κάτι τέτοιο δεν είχε επιτευχθεί ούτε στην αρχικά προβλεπόμενη προθεσμία στα τέλη του 2014, καθώς η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά δεν κατάφερε να συμφωνήσει με την τρόικα σε νέες μεταρρυθμίσεις και περικοπές.
Τώρα, ακόμα και αν οι συσχετισμοί δυνάμεων είναι σαφείς, ο επόμενος πρωθυπουργός δεν πρόκειται να ορκιστεί πριν από τις 12 Φεβρουαρίου, ημέρα σύγκλησης της επόμενης ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής». Ποια είναι όμως τα περιθώρια συμβιβασμών με μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ; Ο αρθρογράφος σημειώνει ότι «οι Ευρωπαίοι εταίροι είναι διατεθειμένοι να κάνουν κάποιες υποχωρήσεις» απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα, ενώ επίσης παραθέτει το ανώνυμο σχόλιο διπλωμάτη στις Βρυξέλλες, ο οποίος διευκρίνιζει ότι «θα πρόκειται για κάποιες συμβολικές παραχωρήσεις, τις οποίες (ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ) θα μπορεί να ʻπουλήσειʼ στο εσωτερικό».
«Αλυσιδωτές αντιδράσεις» στη λήξη του προγράμματος
«Ακόμα και χωρίς Grexit υπάρχουν αρκετά προβλήματα» τονίζει η Neue Zürcher Zeitung της Ζυρίχης. Ο αρθρογράφος σημειώνει ότι με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος βοήθειας στα τέλη Φεβρουαρίου «όχι μόνο θα ακυρωθεί η τελευταία δόση ύψους 1,8 δισ. ευρώ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), αλλά και θα επιστραφούν στον EFSF περίπου 10 δισ. ευρώ, τα οποία είχαν προβλεφθεί για παροχή βοήθειας προς τις τράπεζες. Σε αυτήν την περίπτωση τίθεται υπό αίρεση και το δανειακό πρόγραμμα του ΔΝΤ, το οποίο σε αντίθεση με εκείνο του EFSF συνεχίζεται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2016 και προβλέπει πληρωμές ύψους 16,3 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα».
Στην Ελλάδα αναφέρεται και ο Γιούργκεν Σταρκ, πρώην μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, σε συνέντευξή του στην οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt. Απαντώντας στην ερώτηση εάν η ευρωζώνη θα μπορούσε να αντέξει μία αποχώρηση της Ελλάδας, ο Γερμανός οικονομολόγος δηλώνει: «Θα μπορούσε να την αντέξει, καθώς οι πιθανοί κίνδυνοι μετάδοσης σε άλλες χώρες είναι σχεδόν μηδενικοί. Αλλά πλέον δεν υπάρχει λύση χαμηλού κόστους για την Ελλάδα. Υπολογισμοί του ινστιτούτου ΙFO του Μονάχου υποδεικνύουν ότι και οι δύο πιθανότητες, τόσο η έξοδος της Ελλάδας όσο και η παραμονή της, θα έχουν περίπου το ίδιο κόστος για τους φορολογούμενους».
Πάντως ο Γιούργκεν Σταρκ δεν δέχεται τη σύγκριση της Ελλάδας με την Ισπανία: «Η χώρα αυτή δεν συγκρίνεται με την Ελλάδα, καθώς από μόνη της έχει πραγματικά δρομολογήσει μεταρρυθμίσεις. Και αυτό φαίνεται στα οικονομικά στοιχεία».
Στήριξη ΕΚΤ στον... ΣΥΡΙΖΑ;
Η επικείμενη παρέμβαση της ΕΚΤ στις αγορές ομολόγων προβληματίζει και τον Γιούργκεν Σταρκ. Απαντώντας σε ερώτηση εάν η ΕΚΤ θα έπρεπε να περιμένει τις εκλογές στην Ελλάδα πριν λάβει τις σχετικές αποφάσεις, ο Γερμανός οικονομολόγος τονίζει: «Ναι, θα έπρεπε να το κάνει αυτό. Αλλά προφανώς δεν θα το κάνει, γιατί θα θέλει να δώσει μήνυμα στήριξης, ακριβώς επειδή πλησιάζουν οι εκλογές. Μέχρι τώρα η ΕΚΤ πάντοτε βοηθούσε όταν υπήρχαν πολιτικές δυσκολίες».
«Πώς η ΕΚΤ υποστηρίζει τον Αλέξη Τσίπρα» είναι ο τίτλος σε σχετικό ρεπορτάζ της Frankfurter Allgemeine. Η εφημερίδα φιλοξενεί σχόλια του διευθυντή της Kapa Research Τάσου Γεωργιάδη, ο οποίος επιχειρεί να ερμηνεύσει τις δημοσκοπήσεις και τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων. Εάν η ΕΚΤ αποφασίσει ή τουλάχιστον εξαγγείλει ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων την Πέμπτη, τότε «στην Ελλάδα θα κερδίσει κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ από αυτό» εξηγεί ο κ. Γεωργιάδης σύμφωνα με τη Frankfurter Allgemeine.
Και αυτό για τον εξής λόγο: «Εάν η ΕΚΤ πει ότι θα αγοράσει και ελληνικά ομόλογα, τότε πολλοί εκλογείς θα πειστούν ότι η Ελλάδα δεν απειλείται με έξοδο από την ευρωζώνη ακόμη και με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ». Κατά τα άλλα ο Γερμανός αρθρογράφος σημειώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να προηγείται ιδιαίτερα στην περιοχή της Αττικής, όπου συγκεντρώνει την προτίμηση του 36% των ψηφοφόρων, ενώ η Ν.Δ. έχει σταθερό προβάδισμα στις μεγαλύτερες ηλικίες.