Άμεση προτεραιότητα στο ζήτημα του χειρισμού των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων έχουν δώσει κυβέρνηση και τραπεζίτες και έτσι μέσα στον Αύγουστο αναμένεται να καταλήξουν σε ένα κοινό γενικότερο πλαίσιο για τον τρόπο που τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις.
Όλοι συμφωνούν πως η διαιώνιση της υπάρχουσας κατάστασης όπου απλά τα προβλήματα μεταφέρονται στο μέλλον, πρέπει να σταματήσει, καθώς δεν μπορεί να έρθει ουσιαστική ανάπτυξη στην πραγματική οικονομία, όταν:
• Από τη μια πλευρά ένα τόσο μεγάλο ποσοστό εταιρειών λειτουργεί χωρίς χρηματοδότηση.
• Και από την άλλη, όταν παραγωγικές εταιρείες δεν μπορούν να δανειστούν από τις τράπεζες.
Χαρακτηριστική άλλωστε είναι η θέση του γενικού διευθυντή του ΙΟΒΕ κ. Νίκου Βέττα, πως «απαιτείται γρήγορο ξεκαθάρισμα των παλαιών δανείων που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν» και επίσης ότι «χρειάζεται να γίνει μεταφορά πόρων από επιχειρήσεις χωρίς προοπτικές, σε υποσχόμενες εταιρείες».
Κύκλοι πάντως της αγοράς, διαπιστώνουν πως μέχρι σήμερα, δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί κοινή αντίληψη μεταξύ των τραπεζών για το πώς τελικά θα πρέπει να χειριστούν το θέμα. «Το μεγάλο ζήτημα σήμερα είναι πως συχνά δεν μπορούν να συμφωνήσουν όλες οι εμπλεκόμενες τράπεζες, καθώς φαίνεται να έχουν διαφορετικές στρατηγικές, ανάλογα με τα business plans που έχουν εκπονήσει και ανάλογα με την οπτική γωνία που βλέπουν τα πράγματα» δηλώνει γνωστό στέλεχος της αγοράς.
Άλλες τράπεζες για παράδειγμα, τείνουν να προτιμούν μια γρήγορη απεμπλοκή των τραπεζών από τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, με το σκεπτικό πως οι τράπεζες δεν μπορούν να κάνουν τον επιχειρηματία και πως θα ήταν προτιμότερη μια γρήγορη πώληση της εταιρείας, έστω και αν προκαλούσε σημαντική ζημία στα λογιστικά βιβλία των τραπεζών.
Σύμφωνα με ένα άλλο σκεπτικό, οι τράπεζες θα πρέπει να αποκτήσουν μετοχικό έλεγχο των εταιρειών, να παρέμβουν προκειμένου να διορθώσουν πολλά κακώς κείμενα στις εταιρείες, να τις συγχωνεύσουν με άλλες για τη δημιουργία συνεργειών και μόνο στο τέλος να τις πουλήσουν, με την προσδοκία ότι θα αποκομίσουν θετικές υπεραξίες, ή έστω θα περιορίσουν τις όποιες απώλειες.
Ανεξάρτητα τελικά, από το μίγμα των αποφάσεων που θα αποφασίσουν μέσα στον Αύγουστο κυβέρνηση, τραπεζίτες και Τράπεζα της Ελλάδος, το Euro2day.gr «θυμάται» την τύχη των εισηγμένων εταιρειών του ΧΑ, στις οποίες οι τράπεζες αναγκάστηκαν να μετάσχουν στα μετοχικά τους κεφάλαια, προκειμένου να τις διασώσουν.
IDEAL: Πρόκειται ίσως για την πλέον επιτυχή μέχρι σήμερα, εμπλοκή των τραπεζών στο μετοχικό κεφάλαιο εισηγμένης εταιρείας που αντιμετώπισε πρόβλημα χρηματοδότησης. Οι τράπεζες κεφαλαιοποίησαν μέρος των δανείων τους προς την εταιρεία, ενώ το χέρι στην τσέπη έβαλε και ο βασικός της μέτοχος. Σήμερα, η εισηγμένη λειτουργεί, είναι κερδοφόρος και μάλιστα με ισχυρή ρευστότητα. Πέρυσι, είχε επιστρέψει και ένα αξιοσημείωτο ποσό στους μετόχους της μέσα από τη διαδικασία της επιστροφής κεφαλαίου.
SATO: Οι τράπεζες υιοθέτησαν το business plan της εισηγμένης και εισήλθαν πέρυσι στο μετοχικό της κεφάλαιο. Το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης βρίσκεται σε εξέλιξη.
Οι ζημίες συνεχίστηκαν...
ΑΕΓΕΚ: Οι τράπεζες συμμετείχαν ενεργά στην προσπάθεια διάσωσης του γνωστού κατασκευαστικού Ομίλου, όχι μόνο κεφαλαιοποιώντας μεγάλο ύψος δανείων, αλλά και αγοράζοντας πάγια περιουσιακά του στοιχεία έναντι παχυλών τιμημάτων, όπου δεν υπήρχε δυνατότητα πώλησης σε τρίτους.
Έκτοτε, αφού η πορεία της ΑΕΓΕΚ πέρασε από διάφορα στάδια, επιλέχτηκε ως στρατηγικός εταίρος ο επιχειρηματίας κ. Μαρούλης και σήμερα ο κατασκευαστικός Όμιλος υποχρεώνεται σε μεγάλο ύψος ζημιών και σειρά προβλημάτων. Ενδεικτικό στοιχείο είναι ότι η τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία της ΑΕΓΕΚ κυμαίνεται μόλις γύρω στα 2,5 εκατ. ευρώ.
ALTEC: Οι πιστώτριες τράπεζες εισήλθαν στο μετοχικό κεφάλαιο του γνωστού Ομίλου πληροφορικής το 2008, μετοχοποιώντας σημαντικό τμήμα των δανειακών τους υποχρεώσεων και αγοράζοντας από αυτόν κάποια περιουσιακά στοιχεία (πχ το ακίνητο της εταιρείας) για περαιτέρω μείωση του δανεισμού. Σήμερα, ο Όμιλος σημειώνει μεν θετικό EBITDA, πλην όμως έχει μεγάλα δάνεια, επιβαρύνεται με υψηλούς τόκους, τα ίδια κεφάλαιά του είναι έντονα αρνητικά και όλα δείχνουν πως βαδίζουμε προς νέα αναγκαστική κεφαλαιοποίηση τραπεζικών δανείων. Η τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας κυμαίνεται γύρω στα 5-5,5 εκατ. ευρώ.
ΜΑΪΛΛΗΣ: Οι τράπεζες κεφαλαιοποίησαν μέρος των τραπεζικών τους υποχρεώσεων, ωστόσο ο εισηγμένος Όμιλος δεν μπόρεσε να ανακάμψει. Σχολιάζοντας πρόσφατα το πρόγραμμα διάσωσης του 2011, υψηλόβαθμο στέλεχος της Μαΐλλης σημείωσε πως:
Πρώτον, η συμφωνία για κεφαλαιοποίηση τραπεζικών υποχρεώσεων του ομίλου είχε καθυστερήσει χαρακτηριστικά.
Δεύτερον, θα έπρεπε να είχε κεφαλαιοποιηθεί μεγαλύτερο ποσό από αυτό που τελικά κεφαλαιοποιήθηκε. Και τρίτον, θα έπρεπε να είχε δοθεί επιπλέον ρευστότητα στον όμιλο, καθώς εξαιτίας της ανυπαρξίας μετρητών δεν μπορούσε να υποστηρίξει μεγαλύτερο ύψος πωλήσεων, παρά το γεγονός ότι ζήτηση υπήρχε. «Οι τράπεζες δεν μπορούσαν να τρέξουν την εταιρία, ούτε έδιναν νέο χρήμα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η ουσία είναι πως τώρα βρέθηκε ξένος επενδυτής που αγόρασε τις μετοχές των τραπεζών έναντι συμβολικού τιμήματος (έμμεσο κούρεμα), προκειμένου οι τελευταίες να έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να εισπράξουν δάνεια 70-80 εκατ. ευρώ, που επιμηκύνθηκαν και μειώθηκαν δραστικά τα επιτόκιά τους.
Υποθέσεις... χρονοντούλαπου
NUTRIART: Τράπεζες και βασικός μέτοχος είχαν συμφωνήσει σε πρόγραμμα διάσωσης της γνωστής αρτοβιομηχανίας (Κατσέλης), με τον βασικό μέτοχο να βάζει φρέσκο χρήμα και τις τράπεζες να κεφαλαιοποιούν μέρος των δανείων τους. Και ενώ είχαν όλα συμφωνηθεί και είχαν εκτυπωθεί και σχετικά ενημερωτικά έντυπα στο ΧΑ, οι διαδικασίες κράτησαν τόσο πολύ καιρό, έτσι ώστε η κατάσταση για την NUTRIART να επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο και να γίνουμε μάρτυρες ένα ακόμη «λουκέτου» στην ελληνική βιομηχανία.
ΕΝΩΜΕΝΗ ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ: Μετά την εκλογή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το 2009, ξεκίνησε η εκπόνηση business plan που προέβλεπε -μεταξύ άλλων- κεφαλαιοποίηση μέρους των τραπεζικών δανείων και κρατική εγγύηση για ένα άλλο ύψος δανείων. Παρά το μάκρος που πήραν οι συζητήσεις και οι διαπραγματεύσεις, το όλο deal δεν προχώρησε.
Στη συνέχεια ακολούθησε το ενδιαφέρον ξένου fund να τοποθετηθεί στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία, ωστόσο μια από τις τράπεζες και μια εταιρεία leasing δεν τα βρήκαν στο ύψος του «κουρέματος» και ο επενδυτής... γύρισε στη Νέα Υόρκη. Τελικά οι τράπεζες έχασαν το σύνολο του ποσού που είχαν δανείσει τον κλωστοϋφαντουργικό Όμιλο