Η αξιολόγηση της BlackRock ολοκληρώθηκε, οι τράπεζες συνέταξαν νέες στρατηγικές διαχείρισης προβληματικών δανείων, η ΤτΕ έδωσε τις κατευθυντήριες συστάσεις, η εφαρμογή τους, όμως, θα καθυστερήσει.
Η αναγκαία επιθετική αναδιάρθρωση επιχειρήσεων μέσω δανείων κολλάει, όπως όλα δείχνουν, αρχικά στην έλλειψη των απαραίτητων κεφαλαίων και δευτερευόντως στην προσδοκία ότι μπορεί να βρεθούν λιγότερο επώδυνες λύσεις. Προσδοκία που μπλοκάρει, προς το παρόν, και τις «έξυπνες» λύσεις, που πέφτουν προτείνονται.
Τα μη εξυπηρετούμενα εταιρικά δάνεια αποτελούν, αυτήν τη στιγμή, τη μεγαλύτερη ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος.
Το ύψος τους ανέρχεται σε 35 δισ. ευρώ, επί συνόλου επισφαλειών 65 δισ. ευρώ, και θα ξεπεράσουν τα 45 δισ. ευρώ μετά την BlackRock II, σύμφωνα με εκτίμηση της PwC. Την ίδια στιγμή, τα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών ανέρχονται μόλις σε 30 δισ. ευρώ.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο δραματική αν συνυπολογισθεί η πρόσφατη μελέτη της Grant Thornton, που κατέδειξε την ανάγκη γενναίου restructuring στις επιχειρήσεις.
Η μελέτη καταγράφει την επιδείνωση της σχέσης βραχυπρόθεσμου προς μακροπρόθεσμο δανεισμό (από 0,53 το 2008 σε 1,1 το 2012), λόγω της παραβίασης όρων των δανειακών συμβάσεων, και την αδυναμία του 43% 259 μεγάλων επιχειρήσεων να εξυπηρετήσουν τους τόκους δανείων με τη λειτουργική τους κερδοφορία (EBITDA)!
Σύμφωνα με στελέχη μεγάλων ελεγκτικών εταιρειών, το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως σε επιχειρήσεις, τις οποίες βρήκε η κρίση με υψηλό δανεισμό, διαθέτουν, όμως, ακόμη καλό σχετικά λειτουργικό μοντέλο και οικονομικά μεγέθη που δικαιολογούν την αποτελεσματική αναδιάρθρωση του δανεισμού τους.
Στην παραπάνω κατηγορία ανήκει, σύμφωνα με τους ίδιους, το 70% - 73% των επιχειρήσεων που υπογράφουν οι πέντε μεγαλύτερες ελεγκτικές εταιρείες. Περίπου το 13% - 15% των επιχειρήσεων είναι ήδη «ζόμπι» και θα πρέπει είτε να κλείσουν, είτε να πωληθούν σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Αντίστοιχο είναι το ποσοστό αυτών που δεν έχουν πρόβλημα δανεισμού.
Η πιο απλή περίπτωση για τις τράπεζες είναι η αναχρηματοδότηση δανεισμού, με την προϋπόθεση ότι οι επιχειρήσεις θα ενισχυθούν κεφαλαιακά μέσω είτε αύξησης κεφαλαίου είτε έκδοσης Μετατρέψιμου Ομολογιακού Δανείου, με βάση ένα business plan που έχει κριθεί αξιόπιστο.
Στην παραπάνω κατηγορία, όμως, εμπίπτουν λίγες επιχειρήσεις, κυρίως λόγω αδυναμίας ή απροθυμίας των βασικών μετόχων να βάλουν το χέρι στην τσέπη.
Ως εκ τούτου, οι τράπεζες θα πρέπει να δρομολογήσουν επιθετικές λύσεις αναδιάρθρωσης δανείων και επιχειρήσεων, γεγονός που όμως συνεπάγεται την εγγραφή ζημιών και επομένως τη μείωση των εποπτικών τους κεφαλαίων.
«Θα πρέπει να δρομολογηθούν άμεσα τέτοιες λύσεις, ενώ από την πλευρά του το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να προωθήσει χρηματοδοτικά εργαλεία που θα κατευθυνθούν προς καινοτόμα, υγιή, εξωστρεφή και αναπτυξιακά επιχειρηματικά σχέδια» αναφέρει στέλεχος ελεγκτικής εταιρείας.
Λύση αλά ιταλικά προτείνουν οι τράπεζες
Η λύση για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της μείωσης του δείκτη Core Tier I, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, είναι η κυβέρνηση να ακολουθήσει το παράδειγμα της Ιταλίας και της Ισπανίας νομοθετώντας το tax credit.
Αναβαλλόμενο φόρο, δηλαδή, και για τις ζημίες από τη διαχείριση των προβληματικών δανείων. Κάτι τέτοιο θα διευκόλυνε τις τράπεζες να γράψουν τη ζημία από τη διαχείριση δανείων, εξυγιαίνοντας τα χαρτοφυλάκιά τους, χωρίς να μειωθεί ανάλογα η καθαρή τους θέση, καθώς το 26% της ζημίας θα εγγράφεται ως φορολογική πίστωση.
Σχετική πρόταση έχει καταθέσει η PriceWaterhouseCoopers και οι τράπεζες την έχουν υιοθετήσει, πιέζοντας το υπουργείο Οικονομικών και την τρόικα να αποδεχθούν το tax credit για τις περιπτώσεις και μόνο της ζημίας που προκύπτει από τη μετοχοποίηση (κεφαλαιοποίηση) δανείων επιχειρήσεων με στόχο την αναδιάρθρωσή τους.
Οι προϋποθέσεις για τη μετοχοποίηση δανείων
Παρότι η συζήτηση είναι ανοικτή για τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι τράπεζες θα προχωρούν σε μετοχοποίηση δανείων, είναι σαφές ότι πρόθεσή τους είναι να υιοθετούν λύσεις μετοχοποίησης δανείων εφόσον ο βασικός μέτοχος ή ο στρατηγικός επενδυτής δεσμεύεται να ενισχύσει κεφαλαιακά την εταιρεία.
Στόχος είναι η κεφαλαιακή ενίσχυση, σε συνδυασμό με τη μετοχοποίηση μέρους των δανείων και την αναχρηματοδότηση του υπόλοιπου δανεισμού, να επαναφέρει τον δείκτη καθαρός δανεισμός προς EBITDA κάτω από ένα κοινά αποδεκτό -με τραπεζικά κριτήρια- όριο (π.χ. να μην ξεπερνά ο καθαρός δανεισμός 5 φορές τα EBITDA).
Οι επιχειρηματίες θα καλούνται να βρουν κεφάλαια για να καλύψουν το ποσοστό που τους αναλογεί ώστε να μη χάσουν τις εταιρείες του. Αν δεν το κάνουν οι -πιστώτριες- τράπεζες θα μπορούν να κινούν τη διαδικασία μετοχοποίησης δανείων και διενέργειας αύξησης κεφαλαίου με μετρητά, χωρίς τη συναίνεση του βασικού μετόχου.
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, ενδιαφέρον από private equity funds για να μπουν ως στρατηγικοί επενδυτές υπάρχει με δεδομένο, όμως, το μικρό μέγεθος της αγοράς και την αναγκαία διασπορά των τοποθετήσεων, θα πρέπει οι τράπεζες να προωθήσουν ταυτόχρονα αρκετές αναδιαρθρώσεις, ώστε να προκύψουν «καλάθια» τοποθετήσεων.
Να αλλάξει το πλαίσιο της προπτωχευτικής διαδικασίας
Για να προχωρήσουν, όμως, επιθετικές λύσεις αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του βασικού τους μετόχου, θα πρέπει να επέλθουν αλλαγές στο πλαίσιο της προπτωχευτικής διαδικασίας, που σήμερα είναι ιδιαίτερα χρονοβόρο και οδηγεί στην πλήρη απαξίωση των επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, θα πρέπει να συσταθούν ειδικά πτωχευτικά δικαστήρια ώστε αφενός να συντμηθούν οι χρόνοι, αφετέρου οι υποθέσεις να δικάζονται από γνώστες του πτωχευτικού δικαίου και όχι από δικαστές που καλούνται να εντρυφήσουν σε αυτό για να βγάλουν μια απόφαση.
Εναλλακτικά θα μπορούσαν να υιοθετηθούν εργαλεία που εφαρμόζονται ήδη στο εξωτερικό, όπως οι εξειδικευμένοι σύμβουλοι πτώχευσης.
Γιατί επιστρέφει το μοντέλο του «εθνικού πρωταθλητή»
Για περιπτώσεις κλάδων χαμηλού επενδυτικού ενδιαφέροντος, οι τράπεζες θα ανασύρουν, όπως προκύπτει από τις μέχρι τώρα κινήσεις τους, το μοντέλο του «εθνικού πρωταθλητή».
Τη συγχώνευση, δηλαδή, δύο ή και περισσότερων επιχειρήσεων ανά κλάδο υπό την ηγεσία της πλέον εύρωστης, ταυτόχρονα με την κεφαλαιοποίηση των δανείων, ώστε να μειωθεί το over capacity, να αναπτυχθούν συνέργειες και να εξυγιανθούν ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας.