Oι βασικές τάσεις των θεμελιωδών μεγεθών και των αγορών παραμένουν θετικές: η παγκόσμια οικονομία ανοίγει το βήμα της σε όρους ανάκαμψης, οι μετοχικές αγορές διατηρούν τη μακροπρόθεσμη ανοδική δυναμική τους και τα ομόλογα παραμένουν σε πτωτική πορεία. Όμως, οι αναλυτές δυσπιστούν. Έτσι, τους επόμενους 1-2 μήνες αναμένουν αύξηση της αβεβαιότητας και των διακυμάνσεων και συνιστούν μεγαλύτερη εγρήγορση.
Όσον αφορά τις επιμέρους επενδύσεις, καθώς τα περισσότερα θεμελιώδη παραμένουν θετικά, αρκετοί αναλυτές συνεχίζουν να συνιστούν «υπερεπένδυση» στις μετοχικές αγορές, με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτές της ευρωζώνης, αυξάνοντας όμως τον βαθμό εγρήγορσης, αφού αναμένεται ενίσχυση των διακυμάνσεων τόσο λόγω της εποχικότητας όσο και της οριακής επιδείνωσης σε μερικούς πρόδρομους δείκτες.
Ορισμένοι αναλυτές, μάλιστα, αναρωτιούνται αν και το 2013 θα είναι τελικά ακόμα μία χρονιά κατά την οποία οι μετοχικοί επενδυτές θα αποσυρθούν τους καλοκαιρινούς μήνες, εκφράζοντας την άποψη πως έχουμε έναν συνδυασμό μάλλον αρνητικών παραμέτρων για το βραχυπρόθεσμο μέλλον των μετοχών. Κι αυτό γιατί:
1. Το ράλι στις τιμές των αμερικάνικων τίτλων φαίνεται να έχει εισέλθει σε φάση ωρίμανσης, αφού απουσιάζει μια ουσιώδης διόρθωση τους τελευταίους 18 μήνες.
2. Η παγκόσμια οικονομία θα αρχίσει να «χωνεύει» τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης της κινέζικης οικονομίας, αν και πιο μεσοπρόθεσμα θα αρχίσει να αναβιώνει η εσωτερική ζήτηση στην Ευρώπη και στην οικονομία των ΗΠΑ.
3. Στις ΗΠΑ φαίνεται πια αρκετά πιθανό το σενάριο μη επέκτασης του προγράμματος ποσοτικής διευκόλυνσης (QE3) το επόμενο έτος και το «αόρατο χέρι» το οποίο έτεινε η Fed στις αγορές κατά τη διάρκεια της κρίσης βαθμιαία μάλλον μπαίνει στην... τσέπη.
Ωστόσο, οι περισσότεροι αναλυτές υποστηρίζουν πως οι μετοχικές αγορές διεθνώς συνεχίζουν να διατηρούν την ανοδική τους τάση και τη θετική τεχνική εικόνα, υποστηριζόμενες από θετικές εκπλήξεις κερδοφορίας, λογικές αποτιμήσεις, χαμηλά επιτόκια, από το αδύναμο δολάριο και από ικανοποιητικά μακροοικονομικά στοιχεία.
Σε κομβικό σημείο
Σε αυτήν τη φάση βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο. Από τη μια πλευρά, οι αμερικάνικες μετοχές του S&P 500 έχουν αποδώσει 150% από τα χαμηλά του Μαρτίου του 2009, σημειώνοντας νεότερα υψηλά από εκείνα του 2007, και παράλληλα τα εταιρικά κέρδη είναι ανώτερα από ό,τι το 2007, με τα επιτόκια χαμηλότερα.
Από την άλλη πλευρά, ο δείκτης S&P 500 Financials βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την υπόλοιπη αγορά, αφού όχι μόνο δεν είναι σε ιστορικά υψηλά, αλλά διαμορφώνεται περίπου 45% χαμηλότερα από το ιστορικό υψηλό του τον Φεβρουάριο του 2007. Στην αμερικανική αγορά μετοχών, όταν ανεβαίνουν τα επιτόκια και οι μετοχές των τραπεζών κινούνται ανοδικά αυτό είναι ιδιαίτερα θετικό (bullish) στοιχείο. Το αντίθετο, όμως, δηλαδή ανοδικά επιτόκια και υποαπόδοση του S&P 500 Financials, είναι πολύ αρνητικό (bearish) σημάδι για την αγορά μετοχών.
Στο ενδιάμεσο, όμως, πρόσφατα γεγονότα στα θεμελιώδη και σε άλλες αγορές θα μπορούσαν να συντελέσουν σε άνοδο της μεταβλητότητας για τους επόμενους 1-2 μήνες (σύμφωνα και με τη γνωστή εποχική μεταβλητότητα), αυξάνοντας τον επενδυτικό κίνδυνο.
Πέρα από την αβεβαιότητα για τις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία, τέτοια γεγονότα είναι: η επιδείνωση των όρων πωλήσεων προς αποθέματα στην οικονομία των ΗΠΑ, η πτώση της τιμής του χαλκού (πρόδρομος δείκτης), η μη περαιτέρω μείωση της μεταβλητότητας και η προοπτική υποχώρησης της κερδοφορίας των κλάδων ενέργειας και πρώτων υλών (καθώς διορθώνουν τα εμπορεύματα), οι οποίοι πρωτοστάτησαν στην ανάπτυξη της εταιρικής κερδοφορίας.
Συνολικά, πάντως, η πλειονότητα των αναλυτών συνιστά υπερεπένδυση στις μετοχικές αγορές, αλλά με αυξημένη εγρήγορση (ενισχυμένη πιθανότητα αλλαγής τάσης), ειδικά αν παραβιαστούν βασικά τεχνικά σημεία διεθνών δεικτών, καθώς αυτό θα μπορούσε να προϊδεάσει για μεταβολή της μεσοπρόθεσμης τάσης.
Οι αναδυόμενες αγορές
Για τις αναδυόμενες αγορές συνολικά δεν συνιστώνται αυξημένες θέσεις, καθώς δεν αναμένεται να υπεραποδώσουν, ιδίως εάν τελικά η πτώση των τιμών των εμπορευμάτων οδηγήσει σε ύφεση των πληθωριστικών πιέσεων και οι αγορές επικεντρωθούν ξανά στη μακροχρόνια θετική αναπτυξιακή δυναμική.
Το τελευταίο διάστημα, οι εξελίξεις στον τομέα των θεμελιωδών δεν ήταν θετικές, καθώς όχι μόνο παρατηρήθηκε επιδείνωση της σχέσης πραγματικής οικονομίας - πληθωρισμού αλλά και οι κεντρικές τράπεζες εξέπληξαν με τις κινήσεις και τη ρητορική τους. Στο δεύτερο τρίμηνο του 2013, οι σημαντικές εκροές κεφαλαίων οδήγησαν σε πτώση στις τιμές των αναδυόμενων αγορών. Αθροιστικά 30 δισ. δολάρια ήταν οι εκροές από τις αναδυόμενες στο β΄ τρίμηνο. Μόνο τον Ιούνιο του 2013 οι εκροές ανήλθαν σε 20 δισ. δολάρια, με τον δείκτη MSCI EM Index να μειώνεται περίπου 8% σε δολαριακούς όρους.
Τα ομόλογα
Οι ομολογιακές αγορές έχουν κινηθεί πτωτικά και τον τελευταίο μήνα, καθώς ένας συνδυασμός παραγόντων οδήγησε τις αποδόσεις των ομολόγων σε ανώτερα επίπεδα. Συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία όπως οι δείκτες PMI, αλλά κυρίως η ηπιότερη ρητορική της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ βρίσκονται πίσω από την κίνηση αυτή, με τα μακροπρόθεσμα αμερικανικά ομόλογα να σημειώνουν απώλειες 3,2%, τον παγκόσμιο δείκτη κυβερνητικών ομολόγων να υποχωρεί 2,1%, ενώ το τελευταίο τρίμηνο ακόμα και τα γερμανικά 10ετή σημειώνουν απώλειες, γεγονός που οδηγεί προς τα πάνω τις -αντίστροφα κινούμενες- αποδόσεις.
Όπως υποστηρίζουν αναλυτές, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Γερμανία τα κρατικά ομόλογα εμφανίζονται ακόμα ακριβά, με τις αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων 40-50 μονάδες βάσης χαμηλότερα από τα επίπεδα που θα ήταν «αναμενόμενα» σύμφωνα με παρελθούσες συνδιακυμάνσεις, δεδομένων των τάσεων του πληθωρισμού, της αγοράς εργασίας, των ενδείξεων στη μεταποίηση καθώς και της πιστωτικής ανάπτυξης, η οποία παραμένει σε χαμηλό σημείο, αλλά έχει ανοδικές τάσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι αναλυτές συνιστούν περισσότερο τα εταιρικά ομολόγα, ιδίως της υψηλότερης κατηγορίας κινδύνου (high yield) σε σχέση με τα χαμηλότερης κατηγορίας κινδύνου investment grade. Στις ομολογιακές αγορές των ανεπτυγμένων οικονομιών προτείνουν υποεπενδεδυμένη ή ουδέτερη θέση, ενώ στην κατηγορία των ομολόγων των αναδυόμενων χωρών η εικόνα είναι αρκετά πολύπλοκη αφού οι απόψεις διίστανται, με θέσεις «υπερεπένδυσης» κυρίως σε ομόλογα με τοπικό νόμισμα, αλλά και «υποεπένδυσης», ειδικά για το γ΄ τρίμηνο του έτους.
Τα εμπορεύματα
Η αύξηση των αποθεμάτων, η μείωση στη ζήτηση πετρελαίου, η μεταβολή της ισοτιμίας του ευρώ με το δολάριο και η βελτίωση μερικών δεικτών ανάπτυξης στις ΗΠΑ προκάλεσαν υποχώρηση στα εμπορεύματα, ενώ, όπως λένε οι αναλυτές, η τεχνική εικόνα τους βραχυπρόθεσμα παραμένει αρνητική.
Ο συνδυασμός της παραπάνω αβεβαιότητας, η σχετικά αναιμική ζήτηση παρά τα δείγματα ότι η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να αυξήσει ρυθμούς, διατηρεί την τιμή του πετρελαίου brent γύρω από τα 105-110 δολάρια το βαρέλι τους επόμενους μήνες, όμως τα υψηλά αποθέματα, η πιθανή ενδυνάμωση του δολαρίου ή και ενδεχόμενες απογοητεύσεις στα οικονομικά στοιχεία θα μπορούσαν να οδηγήσουν την τιμή του αργού έως και τα 95 δολάρια.
Η ηπιότερη ρητορική της Fed διαμορφώνει τις συνθήκες και σε αυτήν την κατηγορία επενδύσεων αφού ο χρυσός, μετά το ισχυρό πτωτικό κύμα τιμών στο οποίο εισήλθε προσπαθεί να ανακάμψει. Για την τιμή του ωστόσο υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες απόψεις, από τα 1.050 δολάρια ανά ουγκιά πρόβλεψη της Goldman Sachs έως τα 1.611 δολάρια της Deutsche Bank ή τα 1.400 δολάρια της Scotiabank.
Υπό πίεση έχει βρεθεί και ο χαλκός, που από τη φύση του είναι υπερευαίσθητος σε πιθανή οικονομική επιβράδυνση, ενώ τα στοιχεία από την κινεζική οικονομία, και ειδικά από τον τομέα των κατασκευών, δείχνουν ότι τους επόμενους 6-12 μήνες η τιμή του μετάλλου θα κινηθεί πτωτικά, παρά το γεγονός ότι οι οικονομίες των ΗΠΑ και της ευρωζώνης φαίνεται να ανεβάζουν λίγο ρυθμό.
Αρκετοί αναλυτές συνιστούν βραχυχρόνια (3-6 εβδομάδες), αλλά και πιο μεσοπρόθεσμη (3-6 μήνες) ουδέτερη θέση στις πρώτες ύλες και στα εμπορεύματα, καθώς μεγάλο μέρος των θετικών παραγόντων εμφανίζεται προεξοφλημένο και η τεχνική εικόνα επιδεινώνεται βραχυπρόθεσμα.
Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, παραμένουν θετικοί, εφόσον επιτευχθούν ικανοποιητική ανάπτυξη και ήπια άνοδος των επιτοκίων.