Σε πρόσφατη δημοσκόπηση, το 77% των πολιτών απάντησε ότι βλέπει προσπάθεια συγκάλυψης των πολιτικών ευθυνών στην τραγωδία των Τεμπών, προκαλώντας πληθώρα δημοσιευμάτων. Ωστόσο στην ίδια δημοσκόπηση υπήρχε κι ένα άλλο, εξίσου ανησυχητικό, εύρημα.
Σε ερώτηση για το πόσο εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη να αποδώσει ποινικές ευθύνες για τα Τέμπη, το 38% απάντησε «καθόλου» και το 29% «λίγο», ενώ «πολύ» απάντησε μόλις το 5% και «αρκετά» το 22%.
Ανατρέχοντας μάλιστα σε παλαιότερες έρευνες, της περιόδου 2010-2015, για την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στους θεσμούς, προκύπτει εμμέσως (καθώς τα ερωτήματα είτε τίθενται λίγο διαφορετικά είτε με διαφορετικό τρόπο ομαδοποίησης) πως η εμπιστοσύνη των πολιτών εξακολουθεί να κινείται σε χαμηλά επίπεδα, ίσως και χαμηλότερα από ό,τι την ταραγμένη περίοδο των μνημονίων!
Το τελευταίο διάστημα, η ελληνική Δικαιοσύνη εμφανίζεται επίσης να ξιφουλκεί εναντίον… ευρωπαϊκών θεσμών και των εκπροσώπων τους, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Πρώτα ήταν ο Άρειος Πάγος, που με απόφαση της πλειοψηφίας έσπευσε να χαρακτηρίσει ως «ευθεία παρέμβαση στην ελληνική Δικαιοσύνη» ένα πολιτικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το κράτος δικαίου και τις υποκλοπές στη χώρα μας.
Όμως, δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της υπόθεσης των υποκλοπών, αλλά και μήνες μετά την απροσδόκητη παρέμβαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, που ανέλαβε τη σχετική έρευνα για να την «επιταχύνει», ουδέν σημαντικό έχει συμβεί.
Όχι απλώς δεν έχουν απαγγελθεί κατηγορίες σε οιονδήποτε, δεν έχει γίνει ούτε η αντιπαραβολή μεταξύ εκείνων που παρακολουθούνταν από το Predator και από την ΕΥΠ, ώστε να διαπιστωθεί αν πράγματι υπάρχει υψηλός βαθμός συσχέτισης, όπως έχει υποστηριχθεί σε πληθώρα δημοσιευμάτων. Πρόκειται για περίεργη καθυστέρηση σε ένα θέμα που στην καλύτερη περίπτωση (αν δεν υπάρχει συσχέτιση), δημιουργεί μείζον θέμα εθνικής ασφάλειας, από ενέργειες «άγνωστων» τρίτων.
Πιο πρόσφατα, μόλις την περασμένη Παρασκευή, ο πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών Παναγιώτης Δανιάς καταλόγισε στην Ευρωπαία εισαγγελέα Λάουρα Κοβέσι «υπέρβαση αρμοδιοτήτων και προσβολή της θεσμικής αυτονομίας των κρατών-μελών». Διότι η τελευταία τόλμησε να δηλώσει ότι ο νόμος περί ευθύνης υπουργών (μια μόνιμη πληγή στη λογοδοσία της Δημοκρατίας μας) την εμποδίζει να κάνει τη δουλειά της ως προς τη διερεύνηση ευθυνών που σχετίζονται με την τραγωδία των Τεμπών και την αμαρτωλή σύμβαση 717.
Ωσάν να μην έφταναν τα παραπάνω, η δικανική κρίση μιας εισαγγελέως στην πολύκροτη υπόθεση παιδοβιασμού στον Κολωνό έχει οδηγήσει σε έκρηξη θυμού μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, που εκδηλώνεται με πορείες και διαμαρτυρίες. Λεπτό σημείο: Εκείνος που επωφελείται από την κρίση της είναι ο κατηγορούμενος, που φωτογραφιζόταν παλαιότερα μαζί με διάφορα σημαντικά στελέχη της κυβέρνησης.
Ο κίνδυνος της επιστροφής στο παρελθόν
Δεν θα εισέλθουμε περαιτέρω στην ουσία των υποθέσεων που καταγράφουμε, θα θυμίσουμε απλώς το απόφθεγμα που σημειώνει ότι «η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται τίμια».
Στην περίπτωση της Δικαιοσύνης, αυτό είναι απολύτως αναγκαίο, καθώς είναι ίσως η μόνη που μπορεί να προστατεύσει την ορθή λειτουργία μιας Δημοκρατίας, όταν άλλοι θεσμοί της φθίνουν, χάνοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών. Αποτελεί κυριολεκτικά την τελευταία έπαλξη.
Εντούτοις, εμείς συνεχίζουμε να οδεύουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση, χωρίς προσπάθειες αλλαγής, αφού κάθε παράταξη που κερδίζει την εξουσία υιοθετεί τον καθιερωμένο τρόπο επιλογής της ανώτατης ηγεσίας της Δικαιοσύνης, από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Ακόμη χειρότερα, η Δικαιοσύνη έχει καταστεί τα τελευταία χρόνια αντικείμενο ανοικτής αμφισβήτησης και διαξιφισμών μεταξύ των κομμάτων, με το ένα να κατηγορεί το άλλο, ανάλογα με τις φάσεις εναλλαγής στην εξουσία, για ποδηγέτησή της, μέσω μηχανισμών.
Με αυτές τις συνθήκες, μάλλον δεν αποτελεί παραδοξότητα η έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους των πολιτών. Κι αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε πρώτα από όλους να απασχολήσει τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης και τις ηγεσίες τους, που έχουν μερίδιο της ευθύνης. Το πρόβλημα δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί με σποραδικές ανακοινώσεις περί της προστασίας του κύρους του θεσμού.
Ούτε η κυβέρνηση, όμως, δείχνει να αντιλαμβάνεται πως η στερεότυπη θέση της σε πλήθος θεμάτων, ότι «θα κρίνει η Δικαιοσύνη» (ώστε να αποφεύγονται και τυχόν πολιτικές πρωτοβουλίες διερεύνησης), κινδυνεύει να ακυρωθεί, σε μια κοινωνία που ολοένα και περισσότερο δεν εμπιστεύεται τη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Ας προσέξει κι εκείνη όσο είναι καιρός. Η «κυβερνησιμότητα» δεν είναι ιδιότητα που προκύπτει απλώς και μόνο από τις ποσοστιαίες διαφορές με έκαστο των αντιπάλων. Απαιτεί στην πορεία και άλλες προϋποθέσεις, που, καλώς ή κακώς, διαμορφώνονται στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Το τι μπορεί να συμβεί όταν εκλείπουν αυτές οι προϋποθέσεις, το έχουμε δει στο πρόσφατο παρελθόν, τότε που ο θυμός και η απογοήτευση της κοινωνίας έφτασε σε υψηλά επίπεδα. Θα ήταν μεν ολέθριο σφάλμα να ξαναζήσουμε τόσο σύντομα αντίστοιχες καταστάσεις, δεν είναι όμως καθόλου απίθανο να συμβεί, όπως θα θέλαμε ίσως να πιστέψουμε.
Τουναντίον, οι καταστάσεις που επικρατούν στο εξωτερικό, ένθεν και εκείθεν του Ατλαντικού, σε χώρες με κάποτε πανίσχυρους θεσμούς, επιτείνουν την αίσθηση ότι η Ελλάδα αποτελεί προς το παρόν μια «εξαίρεση», που μπορεί εύκολα να αποδειχθεί προσωρινή.