Στο σχόλιο της προηγούμενης εβδομάδας γράφαμε ότι «στις δημοκρατίες, αν ο πληθυσμός αρχίσει να υποφέρει εξαιτίας εξωτερικών γεγονότων, δεν θα πάει να ζητήσει τον "λογαριασμό" από τον Πούτιν αλλά από την κυβέρνηση που εξέλεξε».
Όπως έδειξαν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, στις οποίες η κυβέρνηση καταγράφει σημαντικές απώλειες, με πιο χαρακτηριστική αυτή της Μetron Analysis, που εμφάνισε ποσοστό 27% στην πρόθεση ψήφου για τη Νέα Δημοκρατία και διαφορά συρρικνωμένη στις 7,6 μονάδες σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο μικρός αυτός «αφορισμός» ισχύει στην τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα.
Με αυτά τα δεδομένα, τα όποια σχέδια για εκλογές προ του θέρους, επ' ευκαιρία της υποχώρησης της πανδημίας, δείχνουν να έχουν ακυρωθεί από την πραγματικότητα. Η αυτοδυναμία φαντάζει σχεδόν ακατόρθωτη σήμερα, ενώ τυχόν άμεση αλλαγή του εκλογικού νόμου, σε περιβάλλον έντονης πτώσης των ποσοστών του κυβερνώντος κόμματος, θα μπορούσε να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα.
Βεβαίως στην πολιτική ισχύει το «ποτέ μη λες ποτέ». Όμως η μεταπολεμική ιστορία της χώρας δείχνει ότι οι κυβερνήσεις προσφεύγουν σε πρόωρες εκλογές είτε διότι έχουν πολύ αυξημένες πιθανότητες να τις κερδίσουν, ανανεώνοντας τον χρόνο εξουσίας και ενδεχομένως ισχυροποιώντας την αριθμητική πλειοψηφία τους στη Βουλή, είτε, όπως συνέβη το 2009 με την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν επιθυμούν να «δραπετεύσουν» μπροστά σε ένα επερχόμενο τσουνάμι δυσμενών εξελίξεων.
Προσώρας, όμως, δεν φαίνεται να ισχύει ξεκάθαρα κάποια από αυτές τις συνθήκες...
Το κυρίαρχο «σενάριο» αυτή τη στιγμή είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα συνεχίσει να πορεύεται προς τη λήξη της θητείας της, ελπίζοντας σε μια σοβαρή βελτίωση των οικονομικών συνθηκών που θα της επιτρέψει να αδράξει την ευκαιρία σε καλύτερο χρόνο.
Εάν επιβεβαιωθεί είτε το καλύτερο είτε ακόμη και το βασικό από τα οικονομικά σενάρια, όπως αυτά που περιέγραψε πρόσφατα η Εθνική Τράπεζα, λένε οι αισιόδοξοι, υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες ανάκαμψης των ποσοστών της ΝΔ, σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα.
Εντούτοις, όπως παρατηρούν οι πιο απαισιόδοξοι, η βελτίωση ορισμένων αναπτυξιακών δεικτών, στο προσεχές μέλλον, με τη βοήθεια και του «Ελλάδα 2.0», δύσκολα θα αλλάξει την πραγματικότητα της ακρίβειας σε ζωτικά είδη καθημερινής διαβίωσης και στην ενέργεια, αλλά και των επιπτώσεων που δημιουργούνται για τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Οι συνέπειες της μεγάλης γεωπολιτικής κρίσης δεν αναμένεται να εξαλειφθούν σύντομα, ακόμη κι αν υπάρξει κάποια κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία. Τουναντίον ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν προειδοποίησε ήδη ότι ο αγώνας ενάντια στη Ρωσία θα είναι μακροχρόνιος.
Οι επιπτώσεις όμως της ακρίβειας είναι αναλογικά μεγαλύτερες στα πιο αδύναμα στρώματα και σε μεγάλο κομμάτι της μικρομεσαίας τάξης, στην πλειονότητα δηλαδή του πληθυσμού, ενώ αντίθετα η «διάχυση» της ανάπτυξης που καταγράφεται π.χ. μέσω μεγάλων έργων και εταιρικών επενδύσεων θέλει χρόνο για να αποτυπωθεί στην κοινωνία και να φτάσει, στον βαθμό που θα φτάσει, στην τσέπη του πολίτη. Τα περιθώρια είναι πλέον στενά, ακόμη και με ορίζοντα τη λήξη της τετραετίας, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί περαιτέρω αναζωπύρωση του λαϊκισμού, που πάντα ελλοχεύει σε κοινωνικά και οικονομικά δύσκολες περιόδους.
Σε μεγάλο βαθμό, το «καθαρό αποτέλεσμα» που θα καταγράψει ο πολίτης στην τσέπη του θα εξαρτηθεί, όπως περιγράψαμε και στο προηγούμενο σημείωμα, από την προθυμία που θα εμφανίσει η ΕΕ στην παροχή στήριξης προς τα πιο αδύναμα μέλη της, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, ώστε να αντεπεξέλθουν στις απανωτές προκλήσεις μιας εξαιρετικά δύσκολης -και σύνθετης- συγκυρίας.
Θα εξαρτηθεί δηλαδή από τον βαθμό περαιτέρω ελευθερίας που θα δοθεί στην υπερχρεωμένη ελληνική οικονομία, να στηρίξει τις πιεζόμενες κοινωνικές τάξεις. Κάτι για το οποίο ο υπογράφων κρατά, δυστυχώς, μικρό καλάθι, κρίνοντας και από τα πενιχρά αποτελέσματα της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής.
Εν ολίγοις, εξαιτίας των απανωτών δυσμενών γεγονότων, πρώτα της πανδημίας, μετά της δραματικής αλλαγής στο διεθνές γεωπολιτικό και οικονομικό τοπίο, η κυβέρνηση βρίσκεται πλέον σε δύσκολη θέση, που δεν θα είναι εύκολο να βελτιωθεί αισθητά κατά το υπόλοιπο της θητείας της, λαμβανομένης υπόψη και της «κόπωσης» που εμφανίζει.
«Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», κατά τη γνωστή ρήση.