Αν υπήρχε ένα πραγματικό νέο στοιχείο στην επεισοδιακή κοινή συνέντευξη Δένδια-Τσαβούσογλου, αυτό αφορούσε το γεγονός ότι, επικοινωνιακά έστω, για πρώτη φορά η Ελλάδα εμφανίστηκε… απρόβλεπτη!
Μάρτυράς μας, η έκπληξη που σταδιακά ζωγραφιζόταν στο πρόσωπο του Τούρκου υπουργού των Εξωτερικών, αλλά και τα εγχώρια και διεθνή ρεπορτάζ που κατέγραψαν το γεγονός, περιγράφοντάς το ως «πρωτοφανές». Κι αυτό από μόνο του αποτελεί μια μικρή «νίκη», έστω και σε επίπεδο εντυπώσεων.
Εντούτοις, για να επιστρέψουμε στην ουσία, ο «απρόβλεπτος κ. Δένδιας», με τη στάση του στη συγκεκριμένη συνέντευξη, έφερε σε επιφάνεια και τα αθέατα «ρήγματα» στην εγχώρια πολιτική σκηνή, ρήγματα που δεν είναι απλώς εσωκομματικά αλλά διαπερνούν τα κόμματα, όσον αφορά στην τακτική που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα μας σε σχέση με την Τουρκία.
Διότι πέρα από τη στάση των διαφόρων πτερύγων (και… εξαπτερύγων) της Νέας Δημοκρατίας, το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επικρότησε τον κ. Δένδια φαίνεται να προξένησε ενόχληση στην εκσυγχρονιστική του τάση, που συντάσσεται με το «δόγμα Σημίτη».
Αυτή η διάσταση απόψεων μεταξύ του δόγματος Κώστα Καραμανλή-Μολυβιάτη, του λεγόμενου δόγματος της «ακινησίας», και των επιλογών Σημίτη (μιας ευρύτερης διαπραγμάτευσης με την Τουρκία) αποτελεί πραγματικό «ελέφαντα στο δωμάτιο», τον οποίο κατά την ταπεινή μας άποψη, η ελληνική πολιτική σκηνή θα κληθεί να αντιμετωπίσει, είτε το θέλει είτε όχι. Διότι, πολύ απλά, οι συνθήκες είναι πλέον πολύ διαφορετικές σε σχέση με το παρελθόν. Σταδιακά η Μεσόγειος εισέρχεται σε ένα «πολυ-πολικό» παιχνίδι, στο οποίο δε μετέχουν μόνον οι ΗΠΑ με την Ευρωπαϊκή Ένωση να ακολουθεί, αλλά και η Ρωσία, σταδιακά ολοένα περισσότερο και η Κίνα, περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο το παιχνίδι μεταξύ των τοπικών δυνάμεων.
Υπό αυτή την έννοια, η επίκληση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου ολοένα και αδυνατίζει ως κύρια βάση διαπραγματευτικής ισχύος, ή ακόμη και ως βάση αποφυγής μιας ουσιαστικής διαπραγμάτευσης, με το επιχείρημα ότι «δεν διαπραγματευόμαστε δικαιώματα κατοχυρωμένα από το διεθνές δίκαιο».
Θα πρέπει, κατά συνέπεια, να στηριχθούμε πολύ περισσότερο σε ρεαλιστικούς συσχετισμούς, παρά σε νομικές έννοιες που έτσι κι αλλιώς σπανίως πρυτανεύουν σε θέματα συμφερόντων αντίπαλων δυνάμεων.
Υπό αυτή την έννοια, η ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι στις διαφορές μεταξύ κρατών υπάρχουν τρεις -και μόνον- τρόποι επίλυσης, η διαπραγμάτευση, η διαιτησία και ο πόλεμος, ίσως γίνεται πολύ πιο επίκαιρη από ό,τι ήταν σε προηγούμενες δεκαετίες.
Το δυστύχημα είναι ότι ακόμη και σήμερα, μεταξύ των πολιτικών κομμάτων αλλά και εντός αυτών, δεν φαίνεται να έχουν γίνει ουσιαστικές συζητήσεις για τα ανωτέρω ενδεχόμενα, όπως και για τις στρατηγικές υλοποίησής τους.
Τα αθέατα ρήγματα παραμένουν κι αποτελούν για τη χώρα μας στρατηγικό μειονέκτημα.