Αρκεί να κοιτάξουμε γύρω μας για να διαπιστώσουμε ότι μετά από πέντε χρόνια κρίσης ελάχιστα έχουν αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν, όσον αφορά στη λειτουργία του κράτους, των θεσμών, αλλά και μέρους της κοινωνίας.
H Ελλάδα συνεχίζει εν πολλοίς να κινείται με τους κανόνες, τις νοοτροπίες, τις συμπεριφορές που κυριαρχούσαν πριν από την κρίση, υποταγμένες όμως στους περιορισμούς που επιβάλλει η χαμηλότερη οικονομική δραστηριότητα.
Τομείς αιχμής για μια «Νέα Ελλάδα», όπως αυτή που ευαγγελίζονται εσχάτως ο Αντώνης Σαμαράς και ο Αλέξης Τσίπρας (καθένας για… λογαριασμό του), τομείς όπως η Παιδεία, η Δικαιοσύνη, ο Πολιτισμός, βολοδέρνουν δέσμιοι των αμαρτιών του παρελθόντος.
Το ίδιο όμως συμβαίνει και στους χώρους στους οποίους υποτίθεται ότι θα γίνονταν γρήγορα οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις, στη Φορολογία, στην Ασφάλιση, στην Υγεία. Η αύξηση των φορολογικών εσόδων και η μείωση των παροχών βελτίωσαν τη δημοσιονομική εικόνα, όχι όμως και την αποτελεσματικότητα ή την κοινωνική δικαιοσύνη.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που εξηγούν αυτήν την κατάσταση. Η πρώτη και πιο «εύκολη» εξήγηση αφορά στην έλλειψη χρόνου. Αν ρωτήσετε κυβερνητικά στελέχη θα σας πουν ότι έπρεπε να αλλάξουν πολλά σε σύντομο χρονικό διάστημα, γεγονός που οδήγησε σε επιφανειακές λύσεις, σε λάθη και σε αδικίες.
Εν μέρει έχουν δίκιο, ιδίως αν λάβουμε υπόψη μας τον τρόπο λειτουργίας της πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα, αλλά και το επίπεδο της Δημόσιας Διοίκησης συνολικά, που καταφανώς δεν έχει καμία σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης.
Ωστόσο, ουδείς μπορεί να αγνοήσει την απροθυμία των κυβερνήσεων της κρίσης να συγκρουστούν με κατεστημένα συμφέροντα, είτε αυτά αφορούν τον δημόσιο τομέα, είτε επαγγελματικές τάξεις του ιδιωτικού, με ισχυρά ερείσματα στην πολιτική.
Όπως ουδείς μπορεί επίσης να αμφισβητήσει την παροιμιώδη έλλειψη συναίνεσης εκ μέρους της αντιπολίτευσης, ακόμη και στα προφανή, αλλά και την έλλειψη συναίνεσης εκ μέρους κοινωνικών ομάδων (προνομιούχων και μη), όχι μόνον όταν αυτές συνεπάγονται κόστος προς όφελος του ευρύτερου συνόλου, αλλά κι όταν υπάρχει κόστος προκειμένου να διασφαλιστεί μεσοχρόνιο όφελος για τις… ίδιες.
Ασφαλώς το γεγονός ότι η εκάστοτε κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να παρουσιάσει προς συζήτηση ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανάταξης της χώρας, που να ξεφεύγει από τη συνήθη εκδοχή του «ευχολόγιου», παίζει έναν ρόλο.
Δεν εξηγεί όμως τη διαρκή και συχνά επικοινωνιακά λυσσώδη σύγκρουση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, είτε αυτή αφορά το αριστερό τμήμα του πολιτικού φάσματος, είτε το δεξιό. Είναι σαν η κάθε πλευρά να εξαρτά την πολιτική της ύπαρξη από την άρνηση οποιασδήποτε επιτυχίας ή έστω καλής προαίρεσης της άλλης.
Όπως δεν εξηγεί πλήρως και την έλλειψη κοινωνικής σύμπνοιας.
Η εξήγηση αυτής της διαρκούς αντιπαλότητας και του οιονεί κοινωνικού διχασμού μάλλον βρίσκεται σε βαθύτερα χαρακτηριστικά που διαπερνούν όχι μόνο την κορυφή, αλλά και τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας.
Χαρακτηριστικά όπως ο ατομισμός και η ιδιοτέλεια, η δυσχέρεια στη συνεργασία και οι «παρωπίδες» στη σκέψη, η έλλειψη ευρύτητας στην παιδεία (εντελώς διαφορετικό από την κατοχή πτυχίου), η καχυποψία, ο υπερβάλλων «συναισθηματισμός» (αντί του ορθολογισμού), ο φόβος της αλλαγής και -ίσως το κυριότερο- η ιδιόμορφη σχέση με το κράτος, που ο μέσος Έλληνας, έχει συνηθίσει να αντιμετωπίζει δισυπόστατα:
Σαν αγελάδα για άρμεγμα (όταν εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες του) και ταυτόχρονα σαν κράτος δυνάστη (όταν καλείται να πληρώσει το κόστος του).
Επί δεκαετίες η βάση της ελληνικής κοινωνικής πυραμίδας αλληλεπιδρά με την πολιτική της κορυφή μέσα από αυτά τα χαρακτηριστικά, επιφέροντας εν τέλει τα αποτελέσματα που όλοι γνωρίζουμε. Κι από αυτήν την άποψη, το βαθύτατα προκλητικό «μαζί τα φάγαμε», του Πάγκαλου, αποκτά ίσως ένα νόημα: Δίνει το στίγμα μιας πολιτικής που πέρα από την ικανοποίηση της ανερμάτιστης «πείνας» των πρωταγωνιστών της, είχε -και ενδόμυχα εξακολουθεί να έχει- ως πρώτο στόχο τη διασφάλιση ικανοποιημένων… πελατών, «εδώ και τώρα», προς διασφάλιση του επιθυμητού εκλογικού αποτελέσματος.
Κορωνίδα βεβαίως αυτής της αριβιστικής πολιτικής αντίληψης υπήρξε το «Τσοβόλα δώστα όλα», φράση-σλόγκαν που επίσης ανήκει στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Εντούτοις, η συγκεκριμένη πολιτική αντίληψη κυριάρχησε σχεδόν συνολικά - και παραμένει «μύχιος πόθος» για πολλούς πολιτικούς, ανεξαρτήτως ιδεολογικής απόχρωσης, αλλά και για μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων.
Με αυτές όμως τις συνθήκες, πόσο διαφορετική από την Ελλάδα του «μαζί τα φάγαμε» μπορεί να είναι η «Νέα Ελλάδα» για την οποία εμφανίζονται να ερίζουν ο κ. Τσίπρας και ο κ. Σαμαράς;