Μπορεί η Κίνα να σώσει την παγκοσμιοποίηση του εμπορίου από την απόρριψή της από τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ; Μπορεί η απειλή να αποκτήσει η Κίνα ηγετικό ρόλο, ή οι πιέσεις από τις αμερικάνικες επιχειρήσεις να πείσουν τον Τραμπ να επανεξετάσει εμπορικές συμφωνίες, ακόμα και την εμπορική συμφωνία του Ειρηνικού (TPP) του Μπαράκ Ομπάμα;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι: μόνο μέχρις ενός σημείου. Η Κίνα δεν μπορεί να αντικαταστήσει μια αποφασιστική και εξωστρεφή Αμερική ακόμα και αν το ήθελε, αλλά θα μπορούσε να βοηθήσει.
Όσον αφορά τις προθέσεις του κ. Τραμπ, είναι παγιωμένες ή διαπραγματεύσιμες;
Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ υποσχέθηκε αυτή την εβδομάδα μια νέα γενναία τάξη υπό την ηγεσία του Πεκίνου, που θα χαρακτηρίζεται από το ανοιχτό πνεύμα στο εμπόριο και στις επενδύσεις. Η TPP του κ. Ομπάμα είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε να αποκλείει την Κίνα. Τώρα, ο κ. Τραμπ έχει ανακοινώσει ότι οι ΗΠΑ θα αποχωρήσουν από τη συμφωνία μόλις αναλάβει καθήκοντα. Αυτό αφήνει τον δρόμο ανοιχτό στην Κίνα να προωθήσει την εναλλακτική της: την Τοπική Περιεκτική Οικονομική Συνεργασία (RCEP). Επτά από τις 12 χώρες που έχουν συμφωνήσει στην TPP είναι πιθανά μέλη και της RCEP.
O κ. Σι προσφέρει επίσης στις χώρες της Λατινικής Αμερικής πρόσβαση στην πρωτοβουλία της Κίνας «Μια ζώνη, ένας δρόμος». Ωστόσο, υπάρχουν όρια στο πόσο μπορεί να αντικαταστήσει η Κίνα τις ΗΠΑ, πόσο μάλλον τη Δύση, στο παγκόσμιο εμπόριο.
Αν κοιτάξει κανείς το μερίδιο στο παγκόσμιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε τιμές αγοράς, μια πρόχειρη μέτρηση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης, το μερίδιο της Κίνας εκτινάχτηκε από το 4% το 2000 στο 15% το 2016. To μερίδιο της Ασίας (συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας) είναι 31%. Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί αντιστοιχούν στο 47% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Παρομοίως, παρά τη ραγδαία ανάπτυξη, το μερίδιο της Κίνας στις παγκόσμιες εισαγωγές ήταν μόλις 12% το 2015, ενώ της Ασίας ήταν 36%. Οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. (εξαιρουμένου του μεταξύ τους εμπορίου) αντιστοιχούσαν στο 31% των παγκόσμιων εισαγωγών.
Επιπλέον, τα στοιχεία αυτά υποτιμούν σημαντικά τον ρόλο των οικονομιών υψηλού εισοδήματος, με δύο τρόπους. Πρώτον, μεγάλο μέρος της παγκόσμιας τελικής ζήτησης προέρχεται από τις οικονομίες αυτές: σε τιμές αγοράς, η κινεζική κατανάλωση ήταν περίπου το ένα τρίτο αυτής των ΗΠΑ και της Ε.Ε. μαζί το 2015. Δεύτερον και πολύ πιο σημαντικό, η γνώση που κινεί μεγάλο μέρος του σύγχρονου εμπορίου προέρχεται από εταιρείες σε οικονομίες υψηλού εισοδήματος. Οι κινεζικές εταιρείες δεν έχουν ακόμα συγκρίσιμο βάθος γνώσης να προσφέρουν.
Στη Μεγάλη Σύγκλιση, ο Ρίτσαρντ Μπάλντουιν του Graduate Institute της Γενεύης ρίχνει άπλετο φως στη φύση του εμπορίου τη σημερινή εποχή -τη «δεύτερη παγκοσμιοποίηση» μετά τη βιομηχανική επανάσταση.
Το βασικό του επιχείρημα είναι πως το εμπόριο περιορίζεται πάντα από τα κόστη της απόστασης, δηλαδή το κόστος μεταφοράς, επικοινωνίας και των επαφών πρόσωπο με πρόσωπο. Στην πρώτη παγκοσμιοποίηση, στα τέλη του 19ου αιώνα, η ραγδαία ανάπτυξη του παγκόσμιoυ εμπορίου βασίστηκε στην πτώση του κόστους μεταφοράς των αγαθών. Αυτό επέτρεψε την παγκόσμια ανταλλαγή μεταποιημένων αγαθών, χρησιμοποιώντας φυσικούς πόρους και αγροτικά προϊόντα κυρίως από τη Bόρεα και Λατινική Αμερική και την Αυστραλασία.
Την εποχή εκείνη όμως, ήταν αδύνατο να διαχωριστεί η διαδικασία μεταποίησης. Για να είναι μια χώρα ανταγωνιστική στη βιομηχανία, έπρεπε να έχει αναπτύξει όλες τις απαιτούμενες δεξιότητες. Ως εκ τούτου, η βιομηχανία και μαζί με αυτήν τα κέρδη από τις οικονομίες κλίμακας και της εκμάθησης στην πράξη περιορίζονταν στις οικονομίες υψηλού εισοδήματος.
Επιπλέον, οι εργάτες χαμηλής εξειδίκευσης στις χώρες αυτές μοιράζονταν μεγάλο μέρος των κερδών αυτών, απολαμβάνοντας έτσι πρωτοφανή εισοδήματα και πολιτική επιρροή. Αυτό συνέβη γιατί είχαν προνομιακή πρόσβαση στους καρπούς της γνώσης που αναπτύχθηκε εντός των οικονομιών τους.
Μέχρι και πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, ο μόνος τρόπος για να μπει κανείς σε αυτόν τον ενάρετο κύκλο ήταν να αναπτύξει δικές του ανταγωνιστικές βιομηχανίες. Αυτό ήταν δύσκολο: λίγες χώρες μπορούσαν να το διαχειριστούν.
Αλλά στην εποχή της δεύτερης παγκοσμιοποίησης, το κόστος επικοινωνίας έπεσε τόσο χαμηλά που έγινε δυνατό να διαχωριστεί (ή να κατακερματιστεί) η διαδικασία παραγωγής, με την παραγωγή των εξαρτημάτων και την τελική συναρμολόγηση να γίνονται σε διάφορα σημεία του κόσμου, υπό τον έλεγχο βιομηχάνων ή αγοραστών με την κατάλληλη γνώση. Όπως το θέτει ο κ. Μπάλντουιν, οι εργάτες στη Νότια Καρολίνα «δεν ανταγωνίζονται τη μεξικανική εργασία, το μεξικανικό κεφάλαιο και τη μεξικανική τεχνολογία όπως έκαναν τη δεκαετία του 1970. Ανταγωνίζονται έναν σχεδόν ανίκητο συνδυασμό αμερικανικής τεχνογνωσίας και μεξικάνικων μισθών».
Ο εθνικός καπιταλισμός έγινε παγκόσμιος. Αυτό συνέβη και σε ορισμένες δραστηριότητες στον τομέα των υπηρεσιών. Οι περισσότερες αναπτυσσόμενες οικονομίες απέτυχαν να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες αυτές. Αλλά κάποιες το έκαναν, ειδικά η Κίνα.
Το μεταποιητικό εμπόριο στις πρώτες ύλες συνεχίζεται ακόμα, κυρίως ανάμεσα στην Κίνα και στους προμηθευτές της. Αλλά είναι η νέα δυναμική του εμπορίου που έφερε τον προστατευτισμό που οδήγησε τον κ. Τραμπ στην εξουσία. Η πολιτική πάλη γίνεται τώρα για το ποιος θα ωφεληθεί από την τεχνογνωσία που αναπτύχθηκε από εταιρείες των χωρών υψηλού εισοδήματος. Η πάλη αυτή δημιουργεί ένα σημαντικό κανονιστικό ερώτημα: ποιος πρέπει να κερδίσει; Δημιουργεί επίσης και ένα θετικό: ποιος θα κερδίσει;
Θα ευνοήσει ο κ. Τραμπ τους εργάτες των ΗΠΑ έναντι των ιδιοκτητών και των διευθυντών των αμερικανικών εταιρειών, ή απλά θα παριστάνει ότι το κάνει, πραγματοποιώντας συμβολικές χειρονομίες -απόρριψη της ΤPP, επαναδιαπραγμάτευση της NAFTA και απειλή της Κίνας με δασμούς-, την ώρα που θα αφήνει το παγκόσμιο εμπόριο ως έχει;
Αποκλείεται τελικά να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το να παραχωρήσει στην Κίνα την ευκαιρία να αναδιοργανώσει το παγκόσμιο εμπόριο είναι ενάντια στα συμφέροντα των ΗΠΑ; Μήπως φοβηθεί ότι περιορίζοντας τον ρόλο των ΗΠΑ στον παγκόσμιο κατακερματισμό της παραγωγής, οι εταιρείες της χώρας του θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση και ότι μπορεί να μετακινήσουν ακόμα περισσότερες δραστηριότητες σε πιο φιλόξενες περιοχές;
Η Ασία δεν μπορεί από μόνη της, πόσο μάλλον η Κίνα, να διατηρήσει τον δυναμισμό του παγκόσμιου εμπορίου. Η Δύση έχει πολύ μεγάλο ειδικό βάρος, ακόμα και για την Κίνα.
Ευτυχώς, οι δυνάμεις που ευνοούν το παγκόσμιο εμπόριο παραμένουν σχετικά ισχυρές. Ακόμα και ο κ. Τραμπ μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα ή τη βούληση να τις ανατρέψει.
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation