Σε συνδυασμό με το δημοψήφισμα του Ιουνίου για το Brexit, η πολιτική αντίδραση που πολλοί υπέθεταν ότι θα «χτυπήσει» το 2009 τελικά ήρθε. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να αντιστρέψουν την παγκοσμιοποίηση, όπως το ίδιο επιθυμεί και η Βρετανία, ενώ η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, όλες έχουν την ευκαιρία να ανατρέψουν το κατεστημένο από τις κάλπες τους ερχόμενους μήνες.
Οι βεβαιότητες που καθησύχαζαν επενδυτές και χρηματοοικονομικούς συμβούλους από την εποχή της Θάτσερ και του Ρέιγκαν και αμφισβητούνται αυτή τη στιγμή, περιλαμβάνουν μια παγκόσμια αφοσίωση στο ελεύθερο εμπόριο, ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες, μια χρηματιστικοποιημένη εκδοχή του καπιταλισμού και σχετικά περιορισμένα δίχτυα κοινωνικής προστασίας. Αν και πολλοί από εκείνους που ψήφισαν υπέρ της βρετανικής εξόδου από την ΕΕ, αλλά και υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ για την αμερικανική προεδρία, έχουν βαθιά δυσπιστία απέναντι στις κυβερνήσεις, το πιθανό αποτέλεσμα είναι πιο παρεμβατικές κυβερνήσεις.
Ο απρόβλεπτος χαρακτήρας του κ. Τραμπ προσθέτει μία ακόμη «στρώση» αβεβαιότητας. Όπως επιχειρηματολόγησε ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, αν και μάταια, είναι ανησυχητικό το ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανείς στον άνθρωπο που θα έχει υπό τον έλεγχό του τους κωδικούς για τα πυρηνικά, ούτε τον ίδιο τον λογαριασμό του στο Twitter. Αυτή η αβεβαιότητα θα πλήξει από μόνη της τις τιμές των χρεογράφων και θα κλονίσει την εμπιστοσύνη.
Αν το δούμε λίγο ευρύτερα, το αποτέλεσμα δεν θα έπρεπε να είναι έκπληξη. Το 2008, όταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση, πολλοί πίστεψαν πως μια πολιτική κρίση θα ακολουθούσε μέσα σε λίγους μήνες. Έκπληξη είναι το γεγονός ότι αυτή η κατάληξη άργησε τόσο πολύ.
Το να αποδίδονται ευθύνες στους κεντρικούς τραπεζίτες, όπως τείνουν να κάνουν πολλοί των λαϊκίστικων κινημάτων σε Βρετανία και Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι η ουσία. Οι χαλαρές νομισματικές πολιτικές των τελευταίων οκτώ ετών βοήθησαν στο να βαθύνει η ανισότητα, αυξάνοντας τον πλούτο εκείνων που ήδη είχαν περιουσιακά στοιχεία, χωρίς να δοθεί ουσιαστική πνοή στην αμερικανική και βρετανική οικονομία.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες, όμως, ακολουθούσαν αυτές τις πολιτικές ώστε να κερδίσουν χρόνο για λογαριασμό των πολιτικών. Η απαραίτητη δράση -είτε θα ήταν ένα μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα σε υποδομή, είτε μια επώδυνη διαρθρωτική μεταρρύθμιση- δεν υπήρξε. Οι κεντρικές τράπεζες δείχνουν να αισθάνονται όλο και πιο άβολα με τον νέο τους ρόλο.
Για τις επόμενες λίγες ημέρες, μπορούμε να ακολουθήσουμε το «εγχειρίδιο Brexit». Ένα μεγάλο sell-off αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων αναμένονταν αρχικά, όπως είναι και η ανάκαμψη που ακολούθησε. Οι αναδυόμενες αγορές θα είναι από τα μεγάλα θύματα, λόγω της εξάρτησής τους από το εμπόριο. Φάνηκε πως είχαν βρεθεί στο ξεκίνημα μιας αναγέννησης, τώρα αυτό αμφισβητείται. Οι αγορές τείνουν να αντιδρούν υπερβολικά και από αυτό θα προκύψουν κάποιες ευκαιρίες για αγορές.
Μόνο όταν αναλάβει την εξουσία ο κ. Τραμπ θα οριστεί μια σαφής κατεύθυνση. Πρώτο στοιχείο στην ατζέντα είναι η Fed. Ενα sell-off στις αγορές θα μπορούσε να αναγκάσει την κεντρική τράπεζα να μην προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων τον επόμενο μήνα. Μία κίνηση για αναχαίτιση της ανεξαρτησίας της Fed ή μια παραίτηση της προέδρου Τζάνετ Γέλεν, θα δημιουργούσαν πανικό.
Έπειτα από αυτό, η επόμενη κίνηση είναι του προέδρου Τραμπ. Το εύρος των πιθανών εκβάσεων είναι τεράστιο. Μια επιθετική δημοσιονομική επέκταση -όπως η περικοπή του εταιρικού φόρου- κατά πάσα πιθανότατα θα έπαιρνε την έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων που ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικάνους. Αυτό θα μπορούσε να αυξήσει τον πληθωρισμό, αλλά θα μπορούσε και να χαροποιήσει τις αγορές περιουσιακών στοιχείων.
Στο μεταξύ, ο «πόλεμος δασμών» που τόσες φορές υποσχέθηκε στη διάρκεια της εκστρατείας του, θα ήταν ξεκάθαρα αρνητικός για τις αγορές κεφαλαίου -και αυτή είναι μια περιοχή στην οποία ο πρόεδρος έχει σχετικά μεγάλη ελευθερία δράσης, χωρίς να εμπλέκεται το Κογκρέσο.
Επομένως, σε ιστορικούς όρους, το εύρος των πιθανών σεναρίων ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του Ρέιγκαν (όταν άρχισε να αναπτύσσεται μια μεγάλη bull market) και φτάνει μέχρι και στους καταστροφικούς δασμούς Σμουτ-Χόλεϋ που ακολούθησαν το κραχ του 1929. Η ακραία μεταβλητότητα είναι σίγουρη.
Αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο είναι μια βαθιά απαισιοδοξία και οργή στους κόλπους του εκλογικού σώματος. Ένα γνωστό κείμενο που πραγματεύεται την ιστορία του χρηματιστηρίου, ονομάζεται «Ο θρίαμβος των αισιόδοξων». Αυτό επιχειρηματολογεί πως το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, με την αναγέννηση της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, το ειρηνικό τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διεύρυνση του ελεύθερου εμπορίου, ήταν ένας θρίαμβος για όσους στα μέσα του αιώνα κοιτούσαν το μέλλον με αισιοδοξία.
Οι αγορές άγγιξαν το peak τους στα τέλη του 1999. Όσα επετεύχθησαν από το 1950 μέχρι το 2000, οπότε και θεωρούνταν δεδομένα, σήμερα αμφισβητούνται. Καθώς οι βεβαιότητες εξαφανίζονται, αυτή η εκλογική αναμέτρηση σηματοδοτεί τοn θρίαμβο των απαισιόδοξων της αγοράς.
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation