Η ήττα της Τερέζα Μέι στο δικαστήριο για το Άρθρο 50 αφήνει την πρωθυπουργό αντιμέτωπη με μεγάλη αβεβαιότητα γύρω από τη στρατηγική εξόδου από την Ε.Ε., με πιθανό το ενδεχόμενο μιας καθυστέρησης πολλών μηνών και μιας συντονισμένης κίνησης των βουλευτών για να την πιέσουν προς ένα «ήπιο Brexit».
Kαθώς το Γουέστμινστερ χώνευε άλλη μια αξιοσημείωτη ανατροπή στο σίριαλ του Brexit, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα ασκήσει έφεση στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Αλλά αν η πρωθυπουργός χάσει για δεύτερη φορά, η δράση θα μεταφερθεί γρήγορα στο κοινοβούλιο.
Για την ώρα, θεωρείται απίθανο η κα Μέι να παρακάμψει το κοινοβούλιο προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές για να κερδίσει μια νέα εντολή για τη στρατηγική στις διαπραγματεύσεις. Η ίδια πιστεύει ότι το δημοψήφισμα του Ιουνίου τής έδωσε την εντολή που χρειάζεται και έχει υποσχεθεί να κυβερνήσει ως το 2020.
Ο Ντόμινικ Ράαμπ, ένας σημαίνων βουλευτής των Τόρις και υπέρμαχος του Brexit, έριξε την ιδέα σαν εναλλακτική, αν οι φιλοευρωπαίοι βουλευτές προσπαθήσουν να αποτρέψουν την ενεργοποίηση του άρθρου 50. Με τα Χριστούγεννα να πλησιάζουν, ο Φεβρουάριος του 2017 θα ήταν η πιο κοντινή εφικτή ημερομηνία.
Αντίθετα, η κα Μέι αναμένεται να δοκιμάσει στο Ανώτατο Δικαστήριο το κρίσιμο ερώτημα για το τι είδους κοινοβουλευτική συναίνεση απαιτείται για να της επιτραπεί να ενεργοποιήσει τη ρήτρα του διαζυγίου. Το ζήτημα δεν διευκρινίστηκε την Πέμπτη από τους δικαστές
Από τη σκοπιά της Τερέζα Μέι, η ιδανική λύση θα ήταν να παρουσιάσει στο κοινοβούλιο ένα μη τροποποιήσιμο ψήφισμα (motion) που μετά από μια σύντομη συζήτηση θα δίνει στους βουλευτές την επιλογή να εγκρίνουν ή να απορρίψουν το Άρθρο 50.
Η ομάδα της Μέι πιστεύει ότι απέναντι σε μια τέτοια επιλογή, οι βουλευτές από όλα τα κόμματα θα στήριζαν την πρόταση της κυβέρνησης, φοβούμενοι την οργή των τοπικών ψηφοφόρων σε περίπτωση που κατηγορούνταν ότι προσπάθησαν να «μπλοκάρουν το Brexit».
Αλλά δικηγόροι και υπουργοί της κυβέρνησης πιστεύουν ότι η Βρετανίδα πρωθυπουργός είναι πιθανότερο να αναγκαστεί να ακολουθήσει ένα πολύ πιο επικίνδυνο και χρονοβόρο μονοπάτι: τη θέσπιση κανονιστικής νομοθεσίας (primary legislation) που θα πρέπει να εγκριθεί τόσο από τη Βουλή των Κοινοτήτων, όσο και από τη Βουλή των Λόρδων.
Το μεγάλο πρόβλημα για την κα Μέι είναι πως η κανονιστική νομοθεσία μπορεί να τροποποιηθεί. Αυτό σημαίνει πως οι βουλευτές θα μπορούσαν να θέσουν όρους για την έγκριση του Άρθρου 50, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης η πρωθυπουργός να δημοσιεύσει τη διαπραγματευτική της στρατηγική.
«Η φυσιολογική οδός είναι το κανονιστικό δίκαιο», ανέφερε ο Ντέιβιντ Άλεν Γκριν, δικηγόρος στην Preiskel και νομικός σχολιαστής των FT. «Αυτό θα ήταν νομικά ασφαλές και θα επιβίωνε οποιασδήποτε νομικής πρόκλησης. Οτιδήποτε λιγότερο από αυτό, όπως ένα ψήφισμα, δημιουργεί κίνδυνο για περαιτέρω νομικές καθυστερήσεις και αβεβαιότητα. Η κυβέρνηση θα έκανε καλά να μην κάνει παρακάμψεις».
Οι υποστηρικτές ενός «ήπιου Brexit» θέλουν να ασκήσουν πίεση στη Μέι να διαπραγματευτεί μια συμφωνία που διατηρεί τη συμμετοχή στην ενιαία αγορά και στην τελωνειακή ένωση και η ίδια θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το μονοπάτι του άρθρου 50 για να ακολουθήσει αυτή την κατεύθυνση.
Οι συντηρητικοί βουλευτές που είναι στο στρατόπεδο του Brexit τα θεωρούν όλα αυτά μια πλεκτάνη για να υπονομευτεί η ψήφος υπέρ της εξόδου από την Ε.Ε., ενώ η Ντάουνινγκ Στριτ έχει προειδοποιήσει ότι η πρωθυπουργός δεν θα συμφωνήσει σε οποιαδήποτε κίνηση η οποία θα «έπνιγε τη βούληση του βρετανικού λαού».
Η εισαγωγή κανονιστικής νομοθεσίας θα ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία και θα οδηγούσε σε παρατεταμένες βουλευτικές αψιμαχίες. Ο Ντομινίκ Γκριβ, πρώην γενικός εισαγγελέας, εκτιμά πως θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το σχέδιο της κας Μέι να επικαλεστεί το Άρθρο 50 ως τον Μάρτιο του 2017.
Η Βρετανίδα πρωθυπουργός θέλει να κρατήσει τη διαπραγματευτική στρατηγική της κυβέρνησης κρυφή μέχρι να ξεκινήσουν οι συζητήσεις στις Βρυξέλλες και η Ντάουνινγκ Στριτ επέμεινε την Πέμπτη ότι είναι αποφασισμένη να μείνει προσκολλημένη στη διορία του Μαρτίου.
Ακόμα και πριν από την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, ο Εντ Μίλιμπαντ, ο πρώην αρχηγός των Εργατικών, ο Νικ Κλεγκ, ο πρώην ηγέτης των Φιλελεύθερων Δημοκρατών και ο Νικ Χέρμπερτ, πρώην υπουργός των Τόρις, σχεδίαζαν ένα ψήφισμα για τη Βουλή των Κοινοτήτων που θα απαιτούσε την παρουσίαση μιας στρατηγικής πριν την ενεργοποίηση του Άρθρου 50.
Ο κ. Μίλιμπαντ ανέφερε: «Το δημοψήφισμα ήταν μια εντολή για Brexit, αλλά δεν υπάρχει η εντολή από το δημοψήφισμα για ένα σκληρό, καταστροφικό Brexit».
Aν και μια ψήφος για ένα τέτοιο ψήφισμα δεν θα ήταν δεσμευτική για την κα Μέι, η αξιοπιστία της στις Βρυξέλλες θα υπονομευόταν αν κατέφθανε για συνομιλίες χωρίς τη στήριξη του δικού της κοινοβουλίου.
Ο Τζέικομπ Ρις-Μογκ, συντηρητικός βουλευτής και κορυφαίος ευρωσκεπτικιστής με γνώση του συνταγματικού δικαίου, χαρακτήρισε την απόφαση του δικαστηρίου ως «μεγάλη έκπληξη» και «μια ριζική αλλαγή» στο πώς ασκείται το βασιλικό προνόμιο.
Ο Πατ Μακφάντεν, βουλευτής των Εργατικών, περιέγραψε την απόφαση του δικαστηρίου ως «απόλυτη γελοιοποίηση» για την κυβέρνηση.
Ενισχύοντας την ήδη μεγάλη αβεβαιότητα γύρω από το Brexit, την Τετάρτη κυκλοφορούσαν φήμες στο Ανώτατο Δικαστήριο πως μπορεί να μην κρίνει αυτό το ζήτημα, αλλά αυτό να καταλήξει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Η προοπτική να κριθεί το σχέδιο της κας Μέι για το Brexit από δικαστές στο Λουξεμβούργο θα έκανε ακόμα πιο ειρωνική τη βρετανική περιπέτεια, αλλά ο κ. Άλεν Γκριν υποστήριξε πως η υπόθεση αφορά στο εγχώριο δίκαιο και χαρακτήρισε «εξαιρετικά απίθανη» την παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation