Από την περίοδο την χρηματοοικονομικής κρίσης και μετά, οι μέτοχοι επωμίστηκαν τη μερίδα του λέοντος του κόστους της παρελθούσας ανάρμοστης συμπεριφοράς των τραπεζών.
Υπήρξε βαρύ το επιπλέον φορτίο στην απαίτηση να μπουν περισσότερα χρήματα σε συχνά τραγικά υποκεφαλαιοποιημένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Σε όλον τον κόσμο, έχουν φρακάρει με κυρώσεις που ανέρχονται σε σχεδόν $350 δισεκατομμύρια.
Έχουν σίγουρα υποστεί περισσότερο «πόνο» από αυτούς που διηύθυναν τις μεγαλύτερες τράπεζες. Γενικά, τα ανώτατα στελέχη «τη γλίτωσαν» εύκολα. Πράγματι, ορισμένοι έχουν χάσει τις δουλειές τους ή έχουν δει τον πλούτο τους να διαβρώνεται εξαιτίας της κατάρρευσης της αξίας του μεριδίου τους στα ίδια τους τα (χρηματοπιστωτικά) ιδρύματα. Αλλά οι περισσότεροι έχουν ξεφύγει από τις αγωγές, παραθέτοντας ως δικαιολογία τα επαγγελματικά τους προσόντα και πολλά από τα επιτεύγματά τους.
Σε μια πρόσφατη μελέτη επί 156 αγωγών ποινικού και αστικού δικαίου που υποβλήθηκαν εις βάρος μεγάλων τραπεζών από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ (US Department of Justice), ιδιώτες υπάλληλοι ταυτοποιήθηκαν και τους αποδόθηκαν κατηγορίες σε μόλις 19% αυτών των υποθέσεων, σύμφωνα με ανάλυση της Wall Street Journal. Μόνο σε μία (εξ αυτών) στέλεχος επιπέδου διοικητικού συμβουλίου κλήθηκε να λογοδοτήσει.
Κανείς δεν αμφισβητεί πως οι μέτοχοι θα πρέπει να φέρουν ευθύνη για τη συμπεριφορά μιας επιχείρησης- ιδίως μιας με τη σπουδαιότητα ενός μεγάλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Αυτοί που έχουν ταυτόχρονα τα δικαιώματα ελέγχου και ένα μερίδιο «στα φρούτα», θα έπρεπε να επωμίζονται τα κόστη όταν τα πράγματα πάνε στραβά. Αλλά είναι εντυπωσιακό το πώς κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά την κρίση, σχεδόν όλες οι κυρώσεις (που επιβλήθηκαν) ήταν εις βάρος των επενδυτών, και αυτό συνεχίζεται.
Aπλά κοιτάξτε τον σάλο σχετικά με τον διακανονισμό που προτάθηκε μεταξύ του αμερικανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης και της Deutsche Bank. Τα περισσότερα πρόστιμα εις βάρος τραπεζών έχουν κυμανθεί από το επίπεδο του ενοχλητικού έως του επώδυνου. Σε αυτή την περίπτωση, το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης το πήγε ένα βήμα παραπέρα: τα $14 δισεκατομμύρια τα οποία προφανώς απαιτούσε -ένα τρομακτικό ποσό που αντιστοιχεί στα 4/5 της κεφαλαιοποίησης της Deutsche Bank-, στην πραγματικότητα ήγειρε ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα της τράπεζας να πληρώσει.
Ακόμα και έτσι, αυτό που πραγματικά ξάφνιασε δεν ήταν τόσο το νούμερο (το οποίο έτσι κι αλλιώς είναι πιθανό να τεθεί υπό διαπραγμάτευση και να είναι πολύ μικρότερο), όσο η απουσία όλων των ανώτερων διοικητικών στελεχών της τράπεζας από το κατηγορητήριο. Κάποιος ενδεχομένως να είχε σκεφτεί πως παρανομία που απαιτεί τέτοιου επιπέδου αποζημίωση θα είχε ως αποτέλεσμα τουλάχιστον τις διώξεις προσώπων εξαιτίας όσων έχουν κάνει.
Όμως όχι. Στην πραγματικότητα, ούτε ένας υπάλληλος της Deutsche Βank δεν κατηγορήθηκε για κακή διαχείριση. Επιπλέον, πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια ιστορία με πληθώρα διακανονισμών που σχετίζονται με τιτλοποιημένα δάνεια.
Αρκετά μεγάλα αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των JP Morgan, Bank of America και Goldman Sachs, έχουν πληρώσει $55 δισεκατομμύρια. Κι όμως, με μόλις μια χούφτα εξαιρέσεων, οι ρυθμιστικές αρχές δεν έχουν βρει τραπεζικά στελέχη που να διέπραξαν αξιόποινες πράξεις μέσα σε όλο αυτό το χάος με τα δάνεια.
Γιατί λοιπόν ο διαχωρισμός των εντολέων από τους εκπροσώπους τους; Φαίνεται δυσανάλογο το να γέρνουμε μόνο προς τους επενδυτές εισηγμένων σχημάτων, στα οποία το μάνατζμεντ απολαμβάνει ταυτόχρονα πλεονέκτημα πληροφόρησης και σημαντική ελευθερία κινήσεων. Τα δικαιώματα ελέγχου των μετόχων είναι στην πραγματικότητα πιο περιορισμένα στις τράπεζες απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη εταιρία. Δεν είναι μόνο το εμπορικό απόρρητο που πλέκει ένα σκοτεινό πέπλο επί των εργασιών τους: η συναίνεση των ρυθμιστικών αρχών είναι γενικά απαιτούμενη πριν την εκδίωξη στελεχών.
Πράγματι, αυτό το πλεονέκτημα των στελεχών ενδεχομένως εξηγεί όχι μόνο το γιατί οι μέτοχοι πληρώνουν, αλλά και το γιατί πληρώνουν σε τόσο μαζική κλίμακα. Ο λόγος πηγάζει από μια σειρά συμφωνιών, των αποκαλούμενων «deferred prosecution agreements» και των ρυθμιστικών κανόνων που ακολούθησαν μετά τη χρηματοοικονομική κρίση. Αυτές οι συμφωνίες επιτρέπουν στις τράπεζες να παραδεχτούν τα παραπτώματά τους, χωρίς όμως να αποκαλύπτουν σημαντικές λεπτομέρειες σχετικά με τα παραπτώματά τους κατά το παρελθόν, όπως τα προσωπικά στοιχεία αυτών που ήταν υπεύθυνοι για την ουσία των παραβάσεων τους.
Αυτό καθιστά αδύνατο για όσους βρίσκονται έξω να γνωρίζουν το εάν η ποινή ήταν κατάλληλη. Οι κατήγοροι και οι ρυθμιστικές αρχές πιθανότατα ευθυγραμμίζουν αυτή την «επιείκεια» με τη συνείδησή τους με το να υποστηρίζουν πως δεν θέλουν να προκαλέσουν την κατάρρευση ενός συστημικού οργανισμού. Αλλά, στην πραγματικότητα, αυτό που έχουν καταφέρει είναι να δώσουν στους διευθυντές των τραπεζών μια οδό διαφυγής από τα προβλήματα των εταιρειών τους, χρησιμοποιώντας τα χρήματα άλλων ανθρώπων (των μετόχων).
Το να επιτρέπεται στις τράπεζες ο διακανονισμός χωρίς την πλήρη αποκάλυψη στοιχείων για τις παραβάσεις του παρελθόντος αποτελεί μια μορφή ηθικού κινδύνου. Οι οικονομικές κυρώσεις δεν θα έπρεπε να πλήττουν μόνο τους μετόχους, αλλά και τα άτομα εκείνα τα οποία έκαναν λάθη, ή που το άφησαν να περάσει λόγω συνενοχής ή απροσεξίας.
Οι αρχές υποστηρίζουν πως καμία τράπεζα δεν είναι «πολύ μεγάλη για να φυλακιστεί». Η συνεχιζόμενη εξάρτησή τους αποκλειστικά από τη διεύρυνση των προστίμων ή διακανονισμούς αποδεικνύει το αντίθετο. Το κενό μεταξύ λόγων και έργων δεν αποδεικνύεται μόνο κοστοβόρο για τους μετόχους, όπως διαπίστωσαν τελευταία οι μέτοχοι της Deutsche Bank.
Δίνει την εντύπωση ότι το κεφάλαιο της τράπεζας μπορεί να «κατασχεθεί» ως ένα είδος φορολογίας και ότι τα ανώτατα διοικητικά στελέχη μπορούν να εξαγοράσουν τη φυγή τους από τις ευθύνες που έχουν ενώπιον του νόμου, ή των επενδυτών και των πελατών.
Τίποτα δεν είναι πιο βλαβερό για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης του κοινού προς τις τράπεζες.
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation