Η ΕΚΤ δείχνει ότι οι κεντρικές τράπεζες είναι η μοναδική λύση

Σε δίλημμα οι κεντρικές τράπεζες από τις στρεβλωτικές συνέπειες της χαλαρής νομισματικής πολιτικής. Απαραίτητη η βοήθεια άλλων πολιτικών, αλλά οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δε φαίνεται να ακούν. Σε κίνδυνο η ανεξαρτησία και νομιμότητα των κεντρικών τραπεζών.

  • του Lorenzo Bini Smaghi
Η ΕΚΤ δείχνει ότι οι κεντρικές τράπεζες είναι η μοναδική λύση

Η επεκτατική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας των τελευταίων 18 μηνών, φαίνεται να έχει φτάσει στα όριά της. Ο κύριος στόχος της ΕΚΤ να αυξήσει τον πληθωρισμό ξανά προς το στόχο του 2%, παραμένει μακρινός. Οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό είναι χαμηλές και κινδυνεύουν να υποχωρήσουν κι άλλο.

Στο μεταξύ, οι στρεβλωτικές συνέπειες αυτής της πολιτικής γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς, όπως παραδέχθηκε ακόμη και το μέλος του συμβουλίου της ΕΚΤ, Μπενουά Κερέ, σε πρόσφατη συνάντηση των κεντρικών τραπεζιτών στο Τζάκσον Χολ του Γουαϊόμινγκ. Οι αποταμιευτές πλήττονται, η κερδοφορία των τραπεζών υπονομεύεται, η ροή πίστωσης στην πραγματική οικονομία δεν εμφανίζει άνοδο.

Υπάρχει μια ευρεία άποψη, την οποία μοιράζεται και η ίδια η ΕΚΤ, ότι χωρίς τη βοήθεια από άλλες πολιτικές –ιδιαίτερα από δημοσιονομική επέκταση και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις- οι επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής φθίνουν. Και όμως, οι πολιτικοί της Ευρώπης δε φαίνεται να ακούνε. Η δημοσιονομική πολιτική παραμένει αμετάβλητη, ακόμη και σε χώρες όπου υπάρχει περιθώριο για ελιγμούς, όπως η Γερμανία. Η κόπωση από τις μεταρρυθμίσεις εξαπλώνεται.

Τι πρέπει να κάνει η ΕΚΤ; Να συνεχίσει να είναι «η μοναδική λύση» ή να σταματήσει και πιθανώς να αντιστρέψει την τρέχουσα πολιτική της, προσπαθώντας έτσι να υπενθυμίσει στις άλλες αρχές τις ευθύνες τους; Αν παραμείνει αφοσιωμένη στην εντολή της για σταθερότητα των τιμών, είναι πιθανό να χάσει την αξιοπιστία της και κατά συνέπεια την ανεξαρτησία της, με αποτέλεσμα να χάσει τελικά την νομιμότητά της;

Για να απαντήσουμε σε αυτό, ίσως θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε τι θα συνέβαινε αν αντιμετωπίζαμε την αντίθετη κατάσταση. Ας υποθέσουμε ότι η ΕΚΤ έχει έρθει αντιμέτωπη με παρατεταμένες πληθωριστικές πιέσεις, λόγω υψηλών τιμών του πετρελαίου, αυξανόμενων μισθών και προσδοκιών για τον πληθωρισμό, με τις βασικές τιμές να παραμένουν συστηματικά πάνω από τον στόχο –ας πούμε στο 3 ή 4%-, ενώ την ίδια ώρα αντιμετωπίζει χαμηλή οικονομική ανάπτυξη ή ακόμη και ύφεση. Προσθέστε σε αυτό, το γεγονός ότι παρά τις επαναλαμβανόμενες περιοριστικές πολιτικές δράσεις –υψηλότερα επιτόκια ή αντισυμβατικά μέτρα όπως πιστωτικούς ελέγχους- ο πληθωρισμός συνεχίζει να παραμένει πάνω από το στόχο. Ο υφεσιακός αντίκτυπος της νομισματικής πολιτικής θα γινόταν όλο και πιο αισθητός, καθώς οι προϋποθέσεις για πίστωση θα γίνονταν πιο αυστηρές και τα υψηλά επιτόκια θα αποθάρρυναν τις επενδύσεις και την κατανάλωση.

Ένα τέτοιο σενάριο αναμφισβήτητα θα πυροδοτούσε ένα παρόμοιο debate με το τωρινό. Θα εγείρονταν ερωτήματα σχετικά με τα όρια της σφιχτής νομικής πολιτικής ελλείψει άλλων υποστηρικτικών πολιτικών που στοχεύουν στον περιορισμό των πιέσεων στις τιμές, ιδιαίτερα περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές και –όπως πάντα!- διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την ελάττωση της ακαμψίας της αγοράς εργασίας. Δεν θα περνούσε πολύς καιρός πριν κάνει την εμφάνισή της μια εντεινόμενη κατακραυγή, σύμφωνα με την οποία οι στρεβλωτικές συνέπειες της σφιχτής νομισματικής πολιτικής είναι μεγαλύτερες από τις ευεργετικές συνέπειες της επίτευξης χαμηλότερου πληθωρισμού.

Πρόκειται για ένα ουτοπικό σενάριο; Στην πραγματικότητα όχι. Είναι το σενάριο που αντιμετώπισαν οι κεντρικές τράπεζες στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980. Εκείνη την περίοδο, σχεδόν όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες πίστευαν ότι η εφαρμογή περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού χωρίς τη συνδρομή άλλων πολιτικών, ήταν αντιπαραγωγική. Δε φαινόταν σωστό, η νομισματική πολιτική να είναι η μοναδική λύση στο πρόβλημα. Έτσι ανέβαλαν αλλαγές στα επιτόκια και αποδέχθηκαν με αυτόν τον τρόπο τις υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις, ενώ περίμεναν μέχρι να δράσουν άλλα μέτρα και ιδιαίτερα πολιτικές για τα εισοδήματα.

Σε αυτό υπήρξαν αξιοσημείωτες εξαιρέσεις. Η γερμανική Bundesbank στα μέσα του 1970 και η αμερικανική Fed στις αρχές του 1980, κράτησαν μια διαφορετική στάση. Είχαν πλήρη συνείδηση των ανεπιθύμητων επιπτώσεων της σφικτής νομισματικής πολιτικής, αλλά κατανοούσαν ότι κύριος στόχος τους ήταν η σταθερότητα των τιμών. Οι πολιτικές αρχές αναγκάστηκαν να αναλάβουν την ευθύνη για τις παράπλευρες συνέπειες. Έτσι προχώρησαν σε σύσφιξη των νομισματικών συνθηκών σε άνευ προηγουμένου επίπεδα, μέχρι που ο πληθωρισμός επέστρεψε υπό έλεγχο. Στη Fed υπό τη διοίκηση του Πολ Βόλκερ, το βασικό επιτόκιο αυξήθηκε στο ρεκόρ του 14%, παρά τις συντονισμένες επικρίσεις πολιτικών, κοινής γνώμης και χρηματοοικονομικών αγορών. Δεν είναι δημοφιλής πολιτική, αλλά επανέφερε την οικονομία σε βιώσιμη πορεία και εντέλει προστάτευσε την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας.

Τα μαθήματα του παρελθόντος δεν είναι απαραίτητα συναφή στην επίλυση σημερινών προβλημάτων. Αλλά είναι χρήσιμα στην αξιολόγηση της συνοχής των προτάσεων πολιτικής και μπορεί να βοηθήσουν στην αποφυγή επαναλαμβανόμενων σφαλμάτων. Οι κεντρικές τράπεζες έχασαν την αξιοπιστία τους όταν αποδέχθηκαν τον υψηλό πληθωρισμό, δίνοντας προτεραιότητα στις παρενέργειες των πράξεών τους αντί να μείνουν προσηλωμένοι στην δέσμευση για σταθερότητα στις τιμές. Κατά τον ίδιο τρόπο θα χάσουν την αξιοπιστία τους, αν αυτή τη στιγμή αποφασίσουν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια με τον αποπληθωρισμό, από φόβο μήπως γίνουν η μοναδική επιλογή.

© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v