Υπάρχει κάτι το ευκρινώς προεδρικό στα ευρωπαϊκά ταξίδια της Άνγκελα Μέρκελ την περασμένη εβδομάδα. Η Γερμανίδα καγκελάριος συνάντησε 15 άλλους Ευρωπαίους ηγέτες σε περιοδεία με στάσεις στην ήπειρο. Είναι το είδος της διπλωματίας speed-dating που συχνά αναλαμβάνουν οι Αμερικανοί πρόεδροι, καθώς «χτίζουν» κυρίαρχες απόψεις και καθησυχάζουν συμμάχους.
Η εξέλιξη της κ. Μέρκελ ως de facto ηγέτιδας της ΕΕ είναι αμφιλεγόμενη. Οι Ούγγροι, οι Πολωνοί και οι Τσέχοι επικρίνουν σφοδρά την πολιτική της κυβέρνησής της στο θέμα των προσφύγων. Οι Έλληνες κατηγορούν τη διακυβέρνηση Μέρκελ ότι οδηγεί την οικονομία τους σε αποτυχία. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί παραπονιούνται επειδή η Γερμανία επιμένει στη λιτότητα.
Κάποιοι Βρετανοί αποδίδουν στην κ. Μέρκελ την ευθύνη για το Brexit, επιχειρηματολογώντας ότι θα μπορούσε να προσφέρει μια καλύτερη συμφωνία για τη μετανάστευση. Στο μεταξύ, στις Βρυξέλλες υπάρχουν γκρίνιες ότι η Γερμανίδα καγκελάριος έχει εκτοπίσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η κ. Μέρκελ αναμφίβολα έχει κάνει τα δικά της λάθη, ιδιαίτερα στην προσφυγική κρίση. Αλλά δεν υπάρχει άλλος Ευρωπαίος ηγέτης με την εξουσία και την υπομονή να σφυρηλατήσει τις συμφωνίες που είναι απαραίτητες ώστε να διατηρηθεί η ΕΕ ενωμένη. Και ένα είδος ηγεσίας χρειάζεται απελπισμένα, διότι η Ένωση αντιμετωπίζει τουλάχιστον έξι έντονα και συνδεδεμένα προβλήματα.
Το πρώτο και πιο πρόσφατο είναι το Brexit. Το δεύτερο είναι το ευρώ. Το τρίτο είναι οι πρόσφυγες. Το τέταρτο είναι η Ρωσία. Το πέμπτο είναι η διάβρωση των δημοκρατικών αξιών και πρακτικών στην Ουγγαρία και την Πολωνία. Και το έκτο είναι η άνοδος των πολιτικών άκρων σε όλη την Ευρώπη.
Η καγκελάριος δείχνει διατεθειμένη να κινηθεί στο Brexit αργά και προσεκτικά. Για την ώρα, η θέση της φαίνεται πιθανό να επικρατήσει των αρχικών γαλλικών απαιτήσεων να πιέσουν για τον ρυθμό. Αλλά μια μεγάλη καθυστέρηση επίσης είναι πιθανώς προβληματική, αφού παρατείνει την αβεβαιότητα και προκαλεί την αντίδραση των σκληροπυρηνικών σε Βρετανία και Βρυξέλλες.
Ίσως η πιο «ευαίσθητη» στάση στην περιοδεία της κ. Μέρκελ την περασμένη εβδομάδα ήταν η Βαρσοβία, όπου μια εθνικιστική και αντιδραστική κυβέρνηση κατηγορείται ότι διαβρώνει την ανεξαρτησία των δικαστηρίων και των media. Κατά το πρόσφατο ταξίδι του στη Βαρσοβία, ο Μπαράκ Ομπάμα θεώρησε πως αρμόζει να προχωρήσει σε δημόσια επίπληξη κατά της πολωνικής κυβέρνησης. Η κ. Μέρκελ δεν μιμήθηκε τον Αμερικανό πρόεδρο, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία σχετικά με το μέγεθος της ανησυχίας του Βερολίνου για την Πολωνία και την Ουγγαρία.
Το πρόβλημα είναι ότι η ΕΕ υποτίθεται πως είναι ταυτόχρονα μια κοινότητα αξιών και ένας μηχανισμός διαχείρισης των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών. Αν η Γερμανία ασκήσει υπερβολική πίεση στην Πολωνία και την Ουγγαρία για εσωτερικά πολιτικά ζητήματα, μπορεί αυτή η συνεργασία να καταρρεύσει, καθιστώντας αδύνατη την εύρεση λύσης σε κοινά προβλήματα.
Η ικανότητα της Γερμανίας να σφυρηλατήσει μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική στη μεταναστευτική κρίση έτσι κι αλλιώς περιπλέκεται σε τεράστιο βαθμό από το γεγονός ότι οι πολιτικές που υιοθέτησε η κ. Μέρκελ το περασμένο καλοκαίρι είναι πολύ πιο φιλελεύθερες σε σύγκριση με τη νόρμα της Ένωσης. Αφότου δέχθηκε πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, η προσπάθεια της Γερμανίας να επιβάλει ένα ελάχιστο βάρος για διαμοιρασμό με τους εταίρους της έχει προκαλέσει σφοδρή αντίδραση στην Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσέχικη Δημοκρατία, όπου η κ. Μέρκελ κατηγορείται ευρέως πως διακινδύνευσε την ασφάλεια και την κουλτούρα της Ευρώπης. Την περασμένη εβδομάδα την υποδέχθηκαν στην Πράγα διαδηλωτές κατά των προσφύγων.
Η ένταση μεταξύ της Γερμανίας και των κεντροευρωπαίων συμπληρώνει τον διχασμό μεταξύ του Βερολίνου και των κρατών της νότιας Ευρώπης, ο οποίος δημιουργήθηκε από την κρίση του ευρώ. Τα προβλήματα του ευρώ θα μπορούσαν σύντομα να κλιμακωθούν, ιδιαίτερα αν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αποφασίσει, αργότερα φέτος, να δώσει τέλος στη συμμετοχή του στη διάσωση της Ελλάδας. Αυτό, με τη σειρά του, θα μπορούσε να ωθήσει το ολλανδικό και το γερμανικό κοινοβούλιο να αποσύρουν τη στήριξή τους.
Η ΕΕ πάντα ήταν ικανή να υπερνικά τις πολλές κρίσεις που έχει αντιμετωπίσει, γιατί οι εθνικοί ηγέτες που συγκεντρώνονται στις διασκέψεις στις Βρυξέλλες εντέλει είναι όλοι αφοσιωμένοι στην εύρεση συμβιβασμών που θα κάνουν το σύστημα να λειτουργήσει. Αλλά αν οι εθνικιστές και αντιευρωπαίοι ηγέτες πάρουν την εξουσία σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, τότε το πνεύμα συνεργασίας στο οποίο βασίζεται η ΕΕ μπορεί να εξατμιστεί -και μαζί με αυτό και η ίδια η ΕΕ.
Το Brexit είναι το πιο σοβαρό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας στην πράξη. Αλλά η ΕΕ θα δοκιμαστεί κι άλλο από τον λαϊκισμό μέσα στους επόμενους μήνες. Τον Οκτώβριο, ένας ακροδεξιός υποψήφιος είναι αρκετά πιθανό να κερδίσει την προεδρία στην Αυστρία. Ο Ματέο Ρέντσι, ο Ιταλός πρωθυπουργός, μπορεί να αναγκαστεί να φύγει από την εξουσία την ίδια περίοδο, και όλοι οι πιθανοί αντικαταστάτες του στην Ιταλία είναι ευρωσκεπτικιστές. Οι δυσκολίες θα συνεχίσουν να έρχονται και το 2017, με εθνικές εκλογές στην Ολλανδία, την Τσέχικη Δημοκρατία και τη Γαλλία, όλες με πιθανότητα να δουν ισχυρές επιδόσεις από ευρωσκεπτικιστικά και ακροδεξιά κόμματα.
Ακόμη και η Γερμανία βλέπει τον κεντρώο χώρο της να συρρικνώνεται, καθώς τα προβλήματα από την αφομοίωση των μεταναστών που έφτασαν στη χώρα πέρυσι γίνονται πιο εμφανή.
Στο μεταξύ, το Βερολίνο μόλις εκτίμησε ότι άλλοι 300.000 πρόσφυγες μπορεί να φτάσουν το 2016. Το αποτέλεσμα είναι μια άνοδος στη στήριξη στο εθνικιστικό και ευρωσκεπτικιστικό AfD, που είναι πιθανό να τα πάει καλά στις περιφερειακές εκλογές τις ερχόμενες εβδομάδες.
Μεγάλο μέρος της εξουσίας της κ. Μέρκελ στην Ευρώπη πηγάζει από την εντολή της στη Γερμανία. Μια καγκελάριος που χάνει το ταλέντο της στην πατρίδα θα δυσκολευτεί να δράσει ως de facto ηγέτιδα της ηπείρου.
Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις τρέφουν πικρία για την κ. Μέρκελ. Αλλά θα τους λείψει η ικανότητά της να κρατά ενωμένη την Ευρώπη, όταν τελικά πέσει.
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation