Οι κεντρικοί τραπεζίτες βλάπτουν σοβαρά την οικονομία

Ο ενάρετος κύκλος που επιχειρούν να φέρουν οι κεντρικές τράπεζες με τα αρνητικά επιτόκια και τα QE μπορεί να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα. Τα σημάδια μιας οικονομίας που δεν δουλεύει και η ανάγκη αλλαγής… φίλτρων. Γράφει ο Bill Gross.

  • του Bill Gross*
Οι κεντρικοί τραπεζίτες βλάπτουν σοβαρά την οικονομία

«Μπορείτε να με πληρώσετε τώρα…» συμβουλεύει ο λογικός μηχανικός που προμοτάρει τα φίλτρα λαδιού Fram στην παλιά διαφήμιση… «ή πληρώστε με αργότερα» παρεμβαίνει ο ακριβότερος συνεργάτης του καθώς επιδιορθώνει ένα χαλασμένο κινητήρα πελάτη που αγνόησε την πρώτη συμβουλή. 

Οι κεντρικοί τραπεζίτες αγνόησαν την πρώτη συμβουλή. Τα βρόμικα λάδια και η τεχνητή τιμολόγηση των χρηματαγορών έχουν πολλά κοινά. Αμφότερα καταστρέφουν εν τέλει τη μηχανή, και στην περίπτωση των κεντρικών τραπεζών είναι η μηχανή της πραγματικής οικονομίας που είναι σε κίνδυνο.

Ιστορικά θεωρείται ότι οι χαμηλότερες αποδόσεις ομολόγων θα οδηγήσουν τελικά σε υψηλότερες τιμές ομολόγων και μετοχών, και ότι τα κεφαλαιακά κέρδη και τα χαμηλότερα εμπορικά και καταναλωτικά επιτόκια, που συνδέονται με αυτά, θα πυροδοτήσουν επιπλέον επενδύσεις και κατανάλωση. Ενας ενάρετος κύκλος που οδηγεί σε αύξηση απασχόλησης, ήπιο πληθωρισμό και υψηλότερα κέρδη.

Η FED ξεκίνησε πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης το 2010. Τα επιτόκια είναι σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα στο μεγαλύτερο μέρος του αναπτυγμένου κόσμου. Εν τω μεταξύ το ΑΕΠ αυξάνει σε πολλές χώρες της ευρωζώνης, παρότι η ανεργία είναι υψηλότερη απ’ ότι θα περίμεναν πολλοί. Ενας αμερόληπτος παρατηρητής μπορεί να παραδεχτεί ότι το μοντέλο λειτουργεί. Γιατί να αλλάξουμε το φίλτρο λαδιού;

Είναι όμως τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια και ένα παγκόσμιο απόθεμα περίπου 13 τρισ. δολαρίων ομολόγων με αρνητικά επιτόκια πραγματικά καλό για την πραγματική οικονομία; Πρόσφατα στοιχεία υπονοούν ότι ίσως δεν είναι. Η αύξηση της παραγωγικότητας, ίσως ο καλύτερος δείκτης για τη ζωτικότητα μιας οικονομίας, είναι αβυσσαλέα στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες. Υποχωρεί το τελευταίο μισό της δεκαετίας ή περίπου τόσο, μην ακολουθώντας «συμπτωματικά» την έλευση του QE και των μηδενικών επιτοκίων.

Στις ΗΠΑ η ετησιοποιημένη μέτρηση της τάσης για παραγωγικότητα γύρισε αρνητική. Οι περισσότεροι κεντρικοί τραπεζίτες «αγνοούν» αυτό το γεγονός ως βραχυπρόθεσμη εκτροπή. Η ιαπωνική οικονομία, όμως, παρέχει ένα παράδειγμα για το τι κάνουν σε μια αναπτυγμένη οικονομία τα μηδενικά επιτόκια ή αυτά κοντά σε αυτό.

Η απάντηση είναι «όχι πολλά». Όχι πολλά σε πραγματική ανάπτυξη. Όχι πολλά σε πληθωρισμό και από κοινού όχι αρκετή ονομαστική ανάπτυξη του ΑΕΠ για να πληρωθεί παλαιό χρέος αν οι αποδόσεις σε κρατικό χρέος επιστρέψουν στο κανονικό.

Σε άλλες μεγάλες οικονομίες περαιτέρω αρνητικές συνέπειες των αρνητικών αποδόσεων και επιτοκίων μπορούν να παρατηρηθούν. Οι επενδύσεις, μια σημαντική πηγή αύξησης της παραγωγικότητας, δεν επέστρεψε ποτέ στο κανονικό που είδαμε πριν την κρίση του 2008. Οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν το αυξανόμενο ποσό ροής μετρητών για να επαναγοράσουν μετοχές καθώς αρνούνται να επενδύσουν σε ανάπτυξη. Στις ΗΠΑ περισσότερα από 500 δισ. δολάρια ξοδεύονται ετησίως για να αυξήσουν το εισόδημα των επενδυτών, αντί τα μελλοντικά κέρδη. Το χρήμα μεταφέρεται από την πραγματική οικονομία σε ιδιοκτήτες χρηματοοικονομικού ενεργητικού, όπου σε πολλές περιπτώσεις βρίσκεται σε «αγρανάπαυση», εξασφαλίζοντας μικρή απόδοση αν επενδυθεί σε κρατικά ομόλογα και τις χρηματαγορές. 

Γιατί ο ιδιωτικός τομέας ή κυβερνήσεις δεν δανείζονται σε ουσιαστικά μηδενικό κόστος για να επενδύσουν σε ένα καπιταλιστικό μοντέλο που επί αιώνες απέδειξε ότι ανταμείβει το ρίσκο που πάρθηκε στην πραγματική οικονομία; Λοιπόν, για κυβερνήσεις και υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ, η «ορθοδοξία» του ισορροπημένου προϋπολογισμού ή ακόμα και εθνικοί νόμοι, όπως στην Γερμανία κυριαρχούν. Δεν είμαστε «όλοι Κεϋνσιανοί» τώρα.

Ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να είναι απρόθυμος να επενδύσει εξαιτίας των «κοσμικών» δυνάμεων που αυξάνουν το ρίσκο, περιλαμβανομένης της γήρανσης του πληθυσμού που μετριάζει τις καταναλωτικές δαπάνες και μια τάση κατά της παγκοσμιοποίησης, στην οποία η ψήφος για Brexit είναι ένα παράδειγμα.

Οι επικεφαλείς επενδύσεων που ξέρουν τα πάντα για την τιμολόγηση ομολόγων ίσως επίσης να αναγνωρίσουν ότι μια επένδυση στην πραγματική οικονομία, παρά τα ιστορικά χαμηλά κόστη δανεισμού, θα έχει τα δικά της ρίσκα όταν οι αποδόσεις αρχίσουν να επιστρέφουν στο κανονικό και τα κόστη δανεισμού αυξηθούν.

Υπάρχουν και άλλα προφανή μειονεκτήματα στις κοντά στο μηδέν αποδόσεις και επιτόκια. Ιστορικά επιχειρηματικά μοντέλα με μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις, όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία αντιμετωπίζουν αυξανόμενα ρίσκα γιατί προέβλεπαν υψηλότερες μελλοντικές αποδόσεις και θα απομείνουν με… άχυρα αν οι αποδόσεις και τα ποσοστά δεν επιστρέψουν σε πιο κανονικά επίπεδα. 

Τα κέρδη αυτών των δραστηριοτήτων θα επηρεαστούν, όπως θα επηρεαστεί και η πραγματική οικονομία. Μειώσεις προσωπικού, υψηλότερα premiums ασφάλισης, μειωμένες συνταξιοδοτικές απολαβές και αυξημένες πτωχεύσεις. Όλα δυνητικά μπορούν να μετατρέψουν τον κάποτε ενάρετο κύκλο σε ένα κύκλο στασιμότητας και φθοράς.

Οι κεντρικοί τραπεζίτες άργησαν να φτάσουν σε αυτό το λογικό συμπέρασμα. Και αυτοί, όπως οι περισσότεροι, προτιμούν να πληρώσουν αργότερα παρά τώρα. Επιδιώκοντας όμως μια πολιτική με περισσότερο QE και όλο και χαμηλότερα επιτόκια ίσως ανακαλύψουν ότι η παγκόσμια οικονομία θα φρενάρει αντί να επιταχύνει. Απαιτείται επειγόντως μια αλλαγή φίλτρων και η λογική στην νομισματική πολιτική.

* Ο συγγραφέας είναι portfolio manager στην Janus Capital Group Global Unconstrained Bond fund strategy. 

 

© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v